Η εμπορικοστρατιωτική συμφωνία ανάμεσα στην Κίνα και το Ιράν, που αλλάζει τα δεδομένα στην περιοχή, είναι αποτέλεσμα της αμερικανικής πολιτικής προς τις δύο χώρες. Η Κίνα έχει εγκλωβιστεί στον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ το Ιράν βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο λόγω της επιβολής κυρώσεων από την Ουάσιγκτον. Επενδύοντας 400 δισ. δολάρια στο Ιράν, το Πεκίνο βάζει πόδι σε μια στρατηγικά ευαίσθητη περιοχή από την οποία αποσύρονται οι ΗΠΑ και ενισχύει παράλληλα το καθεστώς της Τεχεράνης. Το κυριότερο όμως είναι ότι η Κίνα αισθάνεται πως είναι σε θέση να αψηφήσει τις αμερικανικές προειδοποιήσεις για κυρώσεις προς όποια χώρα συναλλάσσεται με το Ιράν.
Εν τω μεταξύ ο αμερικανός πρόεδρος ακόμη περιμένει τα επιθυμητά αποτελέσματα που πίστευε ότι θα είχε από την επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα και κυρώσεων στο Ιράν.
Τη συμφωνία αποκάλυψαν οι «New York Times» αυτή την εβδομάδα, καθώς έπεσε στα χέρια τους ένα 18σέλιδο έγγραφο με τη σημείωση «τελική εκδοχή». Σύμφωνα με αυτό, κινεζικές εταιρείες θα επενδύσουν στους ιρανικούς σιδηροδρόμους, στο οδικό δίκτυο, στα λιμάνια, στις τράπεζες και στις τηλεπικοινωνίες με αντάλλαγμα ιρανικό πετρέλαιο σε καλή τιμή για τα επόμενο 25 χρόνια. Το Ιράν, που βρισκόταν εν πολλοίς στο περιθώριο της παγκόσμιας εμπορικής κινεζικής πρωτοβουλίας «Ζώνη και Δρόμος», θα γίνει πλέον το σημαντικότερο στοιχείο της στη Μέση Ανατολή.
Στρατιωτικές συνεργασίες
Στο στρατιωτικό σκέλος, η συμφωνία περιλαμβάνει την αυξημένη ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις δύο χώρες καθώς και συνεργασίες στον τομέα της ασφάλειας. Δεν αποκλείεται να υπάρξει κινεζική ανάμειξη στη Συρία και στο Ιράκ, γεγονός το οποίο ανησυχεί το Ισραήλ (που ήδη μιλάει για ενίσχυση της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και της Χαμάς στην Παλαιστίνη).
«Η Κίνα και το Ιράν κερδίζουν, οι ΗΠΑ χάνουν. Πρόκειται για ευθέως αποτέλεσμα της μονομερούς αμερικανικής πολιτικής στο Ιράν. Αυτός είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που τόσο πολλοί, περιλαμβανομένων του [πρώην υπουργού Εξωτερικών] Ρεξ Τίλερσον και του [πρώην υπουργού Αμυνας] Τζιμ Μάτις, ήταν κατά της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Τα λάθη πολιτικής έχουν πραγματικές συνέπειες» έγραψε στο Twitter ο Μάικλ Μορέλ, υποδιευθυντής της CIA το 2010-2013.
Η Κίνα είναι από τις χώρες που συνυπέγραψαν τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν το 2015 (μαζί με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία), από την οποία ο πρόεδρος Τραμπ αποσύρθηκε μονομερώς το 2018, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των υπολοίπων. Η Ευρώπη προσπάθησε να αντισταθμίσει το οικονομικό πλήγμα από τις αμερικανικές κυρώσεις για την Τεχεράνη αλλά δεν τα κατάφερε λόγω της αμερικανικής απειλής για επιβολή κυρώσεων σε όποια εταιρεία συναλλάσσεται με το Ιράν. Η Κίνα προφανώς θεωρεί ότι είναι αρκετά ισχυρή για να αγνοήσει τις αμερικανικές απειλές.
Η αμερικανική αδυναμία
«Σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ πλήττονται από την ύφεση και τον κορωνοϊό, και είναι όλο και πιο απομονωμένες διεθνώς, το Πεκίνο διαισθάνεται την αμερικανική αδυναμία. Το προσχέδιο της συμφωνίας με το Ιράν δείχνει πως, αντίθετα προς τις περισσότερες χώρες, η Κίνα αισθάνεται ότι είναι σε θέση να αψηφήσει τις ΗΠΑ, ότι είναι αρκετά ισχυρή για να αντέξει τα αμερικανικά αντίποινα, όπως έκανε και στον εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Τραμπ» διαπίστωσαν οι δύο δημοσιογράφοι των «New York Times» που αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες της συμφωνίας.
Το εμπάργκο όπλων
Επιπλέον, αναμένεται ότι η Κίνα θα μπλοκάρει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ να παρατείνει το εμπάργκο όπλων προς το Ιράν, το οποίο πρόκειται να λήξει εντός του έτους.
Καμία από τις δύο χώρες δεν αρνείται την ύπαρξη της συμφωνίας, με το Πεκίνο να είναι πιο φειδωλό στις πληροφορίες από την Τεχεράνη, αλλά δεν έχει γίνει σαφές πότε θα τεθεί σε ισχύ. Από πλευράς Ιράν, πρέπει πρώτα να εγκριθεί από τη Βουλή. Η Κίνα δεν έχει τέτοιους περιορισμούς.
Αν και η συμφωνία, την οποία διαπραγματεύθηκε ο πρόεδρος Χασάν Ρουχανί, έχει την υποστήριξη του ανώτατου ηγέτη αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ και των Φρουρών της Επανάστασης, όπως φαίνεται από τις εφημερίδες που είναι φίλα προσκείμενες προς αυτούς, υψώνονται και φωνές που προειδοποιούν κατά της μεγάλης εξάρτησης της χώρας από την Κίνα. Οπως αυτή του πρώην προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και άλλων που ανησυχούν μήπως το Ιράν βρεθεί δέσμιο της Κίνας, όπως συνέβη με αφρικανικές χώρες στις οποίες έχει επενδύσει το Πεκίνο.
Ελλειψη επιλογών
Από την άλλη πλευρά, πραγματιστικές φωνές τονίζουν την αναγκαιότητα της διμερούς συμφωνίας και την έλλειψη επιλογών. Οπως ο ιρανός αρθρογράφος και πρώην διπλωμάτης Φερεϊντούν Μαζλεσί, ο οποίος έγραψε: «Ολοι οι δρόμοι είναι κλειστοί για το Ιράν. Ο μοναδικός ανοιχτός είναι η Κίνα. Ο,τι και αν περιλαμβάνει η συμφωνία, έως ότου αρθούν οι κυρώσεις, αποτελεί την καλύτερή μας επιλογή».
Η συμφωνία προτάθηκε από τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ το 2016 αλλά μόνο πρόσφατα πήρε μπροστά. Τον Ιούνιο εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο του Ιράν. Αφότου αποκαλύφθηκε στον αμερικανικό Τύπο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προειδοποίησε με κυρώσεις, όπως αποκλεισμό από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, όσες κινεζικές εταιρείες συνεργαστούν με το Ιράν. Η απειλή για αποκλεισμό από το διεθνές τραπεζικό σύστημα είναι εκείνη που φόβισε τις ευρωπαϊκές εταιρείες και έριξε στα βράχια την προσπάθεια της Ευρώπης να περισώσει τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Προφανώς δεν πτοεί τις κινεζικές εταιρείες. Γι’ αυτό η Τεχεράνη, που παραδοσιακά κοιτάζει προς τη Δύση, στράφηκε προς την Ανατολή.
Η εμπορική συμφωνία
Στο εμπορικό σκέλος, η συμφωνία Κίνας – Ιράν περιλαμβάνει σχεδόν 100 συνεργασίες, όπως αεροδρόμια, τρένα υψηλής ταχύτητας και μετρό, επικοινωνιακό δίκτυο 5G και τεχνολογία ελέγχου του κυβερνοχώρου (το περίφημο Great Firewall της Κίνας). Ως αντάλλαγμα, το Ιράν θα εξασφαλίσει σταθερή προμήθεια πετρελαίου στην Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο. Παρά τη χαμηλή τιμή, η Τεχεράνη εξυπηρετείται επειδή πρέπει να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου σε τουλάχιστον 8,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα αν θέλει να παραμείνει σημαντικός παίκτης στην ενεργειακή αγορά.
Στο στρατιωτικό σκέλος, η συμφωνία περιλαμβάνει κοινές ασκήσεις και εκπαίδευση, κοινή έρευνα και ανάπτυξη οπλικών συστημάτων, και ανταλλαγή πληροφοριών.
Δοκιμάζονται οι διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία
Η Τουρκία – η μεγαλύτερη και πιο διαφοροποιημένη οικονομία της Μέσης Ανατολής, με δεύτερη την ιρανική, σύμφωνα με το Bloomberg – ήταν εκείνη που, σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια του Πεκίνου, θα αποτελούσε την κορωνίδα της πρωτοβουλίας «Ζώνη και Δρόμος» στην ευρύτερη περιοχή. Αν και οι οικονομικές σχέσεις Κίνας – Τουρκίας αυξάνονται (με αργούς όμως ρυθμούς), οι διπλωματικές σχέσεις δοκιμάζονται λόγω των Ουιγούρων, της μουσουλμανικής μειονότητας, κοινής καταγωγής με τους Τούρκους, που το Πεκίνο καταπιέζει στη Δυτική Κίνα. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επανειλημμένως εκφράσει την ανησυχία του για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ουιγούρων.
«Στο σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, και με κρίσιμους εμπορικούς δρόμους διά μέσου της Μαύρης Θάλασσας, η Τουρκία παραμένει ένας ενδιαφέρων χώρος για να παρακολουθήσουμε πώς θα εξελιχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας» αναφέρει μελέτη του Brookings, σεβαστού αμερικανικού think tank, την οποία συνυπογράφει η Φιόνα Χιλ, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και από τους καταθέτες-κλειδιά στην παραπομπή του προέδρου Τραμπ στη Γερουσία με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Η συμφωνία Κίνας – Ιράν προσθέτει άλλο ένα σημείο τριβής στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ επέβαλε πριν από λίγες ημέρες κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες και αξιωματούχους λόγω του ότι το Πεκίνο περιόρισε την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ. Η Κίνα δήλωσε ότι θα υπάρξουν αντίποινα.