Στις ΗΠΑ, εκτός από τη Huawei, ο Τραμπ θέτει υπό διωγμόν και το κινεζικό κοινωνικό δίκτυο TikTok μετά το προεκλογικό ρεζιλίκι που υπέστη από τους (αμερικανούς) χρήστες του στην Οκλαχόμα.
Στη Βρετανία ο αλληλέγγυος Μπόρις Τζόνσον απαγορεύει (για λόγους ασφαλείας, ασφαλώς) κάθε ανάμειξη της Huawei στα δίκτυα 5G στη χώρα του από το 2027 – αλλά δύσκολα θα απαλλαγεί από αυτή πριν από το 2030, όπως προειδοποίησε ο διευθύνων σύμβουλος της British Telecom. Η νομιμοφροσύνη του Λονδίνου στα κελεύσματα της Δύσης είναι αδιαμφισβήτητη, όπως άλλωστε και του Βερολίνου. Αλλά η Ανγκελα Μέρκελ λοξοκοιτάζει προς την Κίνα και αποκαθιστά αεροπορικές συνδέσεις που είχαν διακοπεί εδώ και μήνες, όπως το απευθείας δρομολόγιο Φρανκφούρτη – Σανγκάη.
Μήπως βρισκόμαστε στην απαρχή ενός μεγάλου σχίσματος, όπου επιχειρήσεις και κυβερνήσεις θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα συνταχθούν με το αμερικανικό ή το κινεζικό τεχνολογικό δόγμα; Στο ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει έρευνα του BBC που υπογράφει ο Ρόρι Σίλαν-Τζόουνς. Και δεν είναι μόνο η λαϊκιστική εσωστρέφεια και το συνωμοσιολογικό κυνήγι μαγισσών του αμερικανού προέδρου που τείνει να ανατρέψει τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Και το Πεκίνο συνεισφέρει στον διαχωρισμό του κόσμου σε σφαίρες τεχνολογικής επιρροής. Διότι η δράση φέρνει αντίδραση.
Κινεζικά αντίποινα
Εν προκειμένω, έπειτα από εμπορικές εντάσεις πολλών μηνών με τις ΗΠΑ, η Κίνα επέβαλε έναν νέο νόμο για τη δημόσια ασφάλεια στο Χονγκ Κονγκ, που εγκαθιστά και στο αυτοδιοικούμενο κινεζικό νησί την υποχρέωση που έχουν οι ξένες εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην ηπειρωτική Κίνα να δημοσιοποιούν στις αρχές όλα τα προσωπικά δεδομένα που κατέχουν.
Αυτό σημαίνει ότι τεχνολογικοί γίγαντες των ΗΠΑ, όπως οι Google και Facebook, οι οποίοι φλέγονται να δραστηριοποιηθούν στην τεράστια κινεζική αγορά, αλλά δεν θέλουν να «καρφώνουν» στις αρχές του αυταρχικού και ανελεύθερου κινεζικού κράτους προσωπικά στοιχεία που αφορούν συνδρομητές τους, θα πρέπει να καταργήσουν τις «βάσεις» που έχουν δημιουργήσει στο Χονγκ Κονγκ – το χρησιμοποιούν ως έναν οιονεί προθάλαμο για μια μελλοντική διείσδυσή τους στην ηπειρωτική χώρα.
«Το Χονγκ Κονγκ χάνει συστηματικά τη μοναδική ταυτότητα που έχει ως λιμάνι ελεύθερου εμπορίου και κέντρο δραστηριοποίησης πολυεθνικών κολοσσών. Παύει να αποτελεί τη φυσική πύλη εισόδου στην Κίνα» σημειώνει η οικονομική ανταποκρίτρια του BBC στην Ασία Καρίσμα Βαζουανί.
Ο ινδικός πόλος
«Τις τελευταίες ημέρες φάνηκε καθαρά ότι ο κόσμος βρίσκεται σε μια διαδικασία επιλογής μεταξύ της Δύσης και της Κίνας. Δεν πρόκειται όμως για έναν τεχνολογικό διπολισμό, διότι στο παιχνίδι ενεργό ρόλο έχει και μια άλλη μεγάλη τεχνολογική δύναμη της Ανατολής, η Ινδία» δηλώνει στο βρετανικό δίκτυο ο Αλεξ Κάπρι, συνεργάτης του Hinrich Foundation και διδάσκων στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης. Ο Κάπρι αναφέρεται στην κινητικότητα αμερικανικών κεφαλαίων και επενδύσεων στην Ινδία, που επιταχύνεται από την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας αλλά και από τις πολεμικές εντάσεις που αναζωπυρώθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα στα σύνορα της Ινδίας με την Κίνα.
Οι φονικές συνοριακές αψιμαχίες που σημειώθηκαν στα τέλη Ιουνίου θέτουν σε κίνδυνο τις επενδύσεις της Tencent, της Alibaba και άλλων μεγάλων κινεζικών εταιρειών στην Ινδία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τα συμβάντα οι ινδικές αρχές απαγόρευσαν 59 κινεζικές ηλεκτρονικές εφαρμογές στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της δημοφιλούς ByteDance της TikTok.
Το «βραχυκύκλωμα»
Ασφαλώς η οικονομική, εμπορική και τεχνολογική διαπλοκή στον πλανήτη είναι τόσο μεγάλη που διαιρέσεις και σχίσματα δεν μπορούν να συμβούν εν μιά νυκτί. Χαρακτηριστικό το «βραχυκύκλωμα» των ινδικών αρχών με την περίπτωση της Αpple. Λόγω του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου η Apple προωθεί την επέκτασή της στην Ινδία με νέες μονάδες συναρμολόγησης iPhone που στήνει η Foxconn, μια από τις μεγαλύτερες προμηθεύτριες της αμερικανικής εταιρείας. Μόνο που η Foxconn είναι κινεζική εταιρεία, δηλαδή διόλου καλοδεχούμενη πλέον στην Ινδία…
Η Silicon Valley επενδύει στην Ινδία
Η σινο-ινδική πολεμική ένταση δημιουργεί ακόμα πιο πρόσφορο έδαφος για τη διείσδυση της Silicon Valley στην Ινδία. Μόλις την περασμένη Δευτέρα ανακοινώθηκε επένδυση 10 δισ. δολαρίων της Google στη χώρα. Είχαν προηγηθεί, τρεις μήνες νωρίτερα, επένδυση 5,7 δισ. δολ. του Facebook και τον Ιανουάριο επένδυση 1 δισ. δολ. της Amazon.
Πώς ο Τραμπ σπρώχνει τη Γερμανία στην αγκαλιά της Κίνας
Λίγες ημέρες αφότου η κυβέρνηση Μέρκελ συμφώνησε να χορηγήσει στη Lufthansa επείγουσα βοήθεια 9 δισ. ευρώ, ο σχεδόν κρατικοποιημένος γερμανικός αερομεταφορέας προανήγγειλε την επανέναρξη δρομολογίων στη γραμμή Φρανκφούρτη – Σανγκάη που είχε διακοπεί από πέρυσι. Οπως εκτιμά ο Μάθιου Κάρνιτσνιγκ στο «Politico», η κίνηση συμβολίζει την «προτεραιότητα της Γερμανίας να αποκαταστήσει και πάλι τους εμπορικούς δεσμούς της με την Κίνα, καθώς οι δύο χώρες αφήνουν πίσω τους τα χειρότερα της πανδημίας».
Ο ανταποκριτής του αμερικανικού περιοδικού στο Βερολίνο πιστεύει ότι η Γερμανία αναθεωρεί τη μακροχρόνια σχέση της με τις ΗΠΑ που δοκιμάζεται από διμερείς εντάσεις σε θέματα ασφάλειας και εμπορίου. Η Κίνα είναι εξάλλου η μεγαλύτερη (εκτός ευρωπαϊκού μπλοκ) εμπορική εταίρος της Γερμανίας. Και η γερμανική κυβέρνηση είναι πιο επιφυλακτική συγκριτικά με την αμερικανική και τη βρετανική σε ό,τι αφορά την καταδίκη του Πεκίνου για τη μυστικοπάθειά του για την προέλευση του κορωνοϊού και, πιο πρόσφατα, για τις αυταρχικές επεμβάσεις στο Χονγκ Κονγκ.
Την περασμένη εβδομάδα η Ανγκελα Μέρκελ εμμέσως απέρριψε την επιβολή κυρώσεων κατά του Πεκίνου για την καταστολή στο Χονγκ Κονγκ. «Οι δεσμοί της Γερμανίας με την Κίνα είναι στρατηγικής σημασίας» είπε. Επί των ημερών της εξάλλου (από το 2005 που ανέλαβε την Καγκελαρία δηλαδή) η αξία των ετήσιων εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας με την Κίνα πενταπλασιάστηκε, για να φτάσει στις παρυφές των 100 δισ. ευρώ πέρυσι.
«Είναι αδύνατον να υποκατασταθεί η Κίνα με κάποια άλλη αγορά εισαγωγής γερμανικών αυτοκινήτων και άλλων βιομηχανικών αγαθών» γράφει το «Politico». Οι εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα εκτινάχθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν η ζήτηση στις ΗΠΑ για γερμανικά προϊόντα κατέρρευσε. Οι εσωστρεφείς πολιτικές του Τραμπ εμπόδισαν την αποκατάσταση του εμπορίου στα προ κρίσης επίπεδα.