Ο Ερντογάν εμπέδωσε την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ βασιζόμενος σε τρία στοιχεία: την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ, έναν συνδυασμό ισλαμικού νεοφιλελευθερισμού και δημόσιων επενδύσεων και τον θρησκευτικό εθνικισμό. Με όχημα τον εκδημοκρατισμό που έθετε ως προαπαιτούμενο η ενταξιακή διαδικασία, ο Ερντογάν κατάφερε να αποδυναμώσει το κεμαλικό κράτος και κυρίως την κηδεμονία του πολιτικού ανταγωνισμού από τον στρατό και την ανώτατη δικαστική ιεραρχία. Οταν ο στόχος επετεύχθη, η ενταξιακή διαδικασία πέρασε σε δεύτερη μοίρα στις ιεραρχήσεις του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Σε συνδυασμό με την απροθυμία των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να δεχτούν την Τουρκία στην ΕΕ το στοιχείο αυτό πνέει πια τα λοίσθια.
Το δεύτερο στοιχείο της ερντογανικής ηγεμονίας ήταν η οικονομική ανάπτυξη. Φορέας της ήταν τα ευσεβιστικά μεσαία στρώματα που είχαν περιορισθεί εκτός οικονομικού παιχνιδιού από το κεμαλικό κατεστημένο. Για τα στρώματα αυτά το άνοιγμα οριζόντων σε μια ελεύθερη αγορά με απορρυθμισμένη την εργασία οδηγούσε στην επίτευξη ευμάρειας και κυρίως στη συμμετοχή τους στο κεντρικό οικονομικό παιχνίδι της χώρας. Η οικονομική επιτυχία ήταν για τα στρώματα αυτά η επιβεβαίωση του προκαθορισμένου θελήματος του θεού, ήταν δηλαδή ένα είδος «καλβινοτουρκιστών», για να θυμηθούμε και έναν υποτιμητικό όρο που απέδιδαν οι καθολικοί στους προτεστάντες καλβινιστές την περίοδο της Μεταρρύθμισης. Την ίδια στιγμή το κράτος με τεράστιες δημόσιες επενδύσεις και κυρίως μόχλευση ξένων άμεσων επενδύσεων άλλαζε την ξεχασμένη Ανατολία με μεγάλα έργα υποδομής, φέρνοντας ηλεκτρικό, δρόμους, νοσοκομεία, σχολεία αλλά και βιομηχανίες.
Το τρίτο στοιχείο ήταν ο θρησκευτικός εθνικισμός, σύμφωνα με τον οποίο η μοίρα του τουρκικού έθνους είναι «σφραγισμένη» από το θέλημα/σχέδιο του Θεού. Ο εθνικισμός αυτός «θρησκειοποιεί» την πολιτική. Τοποθετεί δηλαδή πολιτικά θέματα και στόχους μέσα σε ένα ιερό πλαίσιο. Η συμβατότητα έτσι με το θεϊκό θέλημα/σχέδιο αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αποδοχή ή μη κάθε πολιτικής θέσης.
Σήμερα, η ερντογανική ηγεμονία αντιμετωπίζει πολύ σημαντικές προκλήσεις. Το στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης χάνει τη δυναμική του. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει επιβραδυνθεί σημαντικά και προβλέπεται ύφεση της τουρκικής οικονομίας, που όμως παραμένει μία από τις είκοσι μεγαλύτερες του κόσμου. Τα συναλλαγματικά αποθέματα μειώνονται δραστικά, η λίρα κατρακυλά, ο πληθωρισμός καλπάζει ροκανίζοντας τα εισοδήματα των χαμηλών κυρίως στρωμάτων και η ανεργία αυξάνεται σε μια χώρα που κάθε χρόνο εισέρχονται στην αγορά εργασίας περίπου ένα εκατομμύριο νέοι άνθρωποι. Η πανδημία ήρθε να χειροτερεύσει την κατάσταση με την εξανέμιση των ελπίδων για έσοδα από τον τουρισμό και με τη δραστική μείωση των ξένων άμεσων επενδύσεων.
Το μόνο που απομένει στον Ερντογάν και στο τουρκικό πολιτικό Ισλάμ για τη διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας είναι το πολιτικό πλαίσιο του θρησκευτικού εθνικισμού. Η Αγία Σοφία ως μουσουλμανικό τέμενος μπορεί να αποτελέσει εμβληματικό χαρακτηριστικό αυτού του πολιτικού πλαισίου. Ακόμη και η κεμαλική αντιπολίτευση αναγκάστηκε να συρθεί πίσω από την απόφαση του Ερντογάν καταδεικνύοντας πόσο ισχυρό είναι το χαρτί του θρησκευτικού εθνικισμού αυτή τη στιγμή στην Τουρκία. Μόνο το αριστερό φιλοκουρδικό HDP αντέδρασε, δείχνοντας ότι είναι η μόνη πραγματικά κοσμική πολιτική δύναμη στην Τουρκία. Είναι πιθανό να συσπειρώσει γύρω του μια συμμαχία δυνάμεων νέων ανθρώπων που συναντήθηκαν στα κινήματα ενάντια στον ερντογανικό αυταρχισμό, αν βέβαια δεν προλάβει να το συνθλίψει η άγρια κρατική καταστολή.
Τέλος, δύο σχόλια για τις διεθνείς αντιδράσεις στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος. Πέρα από το γεγονός ότι το θέμα αυτό δεν βρίσκεται ψηλά στην ιεράρχηση των ζητημάτων που οι μεγάλες δυνάμεις θεωρούν σημαντικά στις σχέσεις τους με την Αγκυρα, αυτό που αποκαλούμε Δύση είναι κατακερματισμένη, χωρίς ηγεσία, χωρίς ιδεολογικό ειρμό, χωρίς όραμα για την ανθρώπινη κοινότητα. Σήμερα μάλιστα, στιγματισμένη από τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την επιλεκτική συμπεριφορά απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα και την καταστροφή εθνών και πολιτισμών στη Μέση Ανατολή και αλλού, έχει χάσει κάθε ηθική και πολιτική νομιμοποίηση να αντιπαρατεθεί ουσιαστικά με αυταρχικά καθεστώτα τύπου Ερντογάν.
Το δεύτερο πάει λίγο βαθύτερα. Οπως δείχνει ο Noel Malcolm στο βιβλίο του Useful Enemies: Islam and the Ottoman Empire in Western Political Thought 1450-1750, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σημαίνουσα πολιτική και πολιτισμική παράμετρος στη συγκρότηση των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών και των πολιτικών ουτοπιών. Η παράμετρος αυτή έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη των ευρωπαϊκών ελίτ και επανέρχεται κάθε φορά που πρέπει να αντιμετωπίσουν τη διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
*Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr.