Το Σύνταγμα της Τουρκίας, που επικυρώθηκε το 1921, παρότι τροποποιήθηκε επανειλημμένως, σταθερά στο πρώτο άρθρο του διαλαμβάνει ρητώς ότι το τουρκικό κράτος είναι δημοκρατία και στο αμέσως επόμενο επεξηγεί ότι η Τουρκική Δημοκρατία είναι ένα δημοκρατικό, «κοσμικό» και κοινωνικό κράτος δικαίου.
Δεν είναι του παρόντος να εξεταστεί τι έχει απομείνει από αυτούς τους χαρακτηρισμούς, βέβαιο πάντως είναι ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας, ενός όχι μόνο κορυφαίου μνημείου της Χριστιανοσύνης, αλλά και της πανανθρώπινης πολιτιστικής κληρονομιάς, σε (ομώνυμο!) τζαμί ενταφιάζει οριστικά και πανηγυρικά την έννοια του κοσμικού κράτους (secular, état laique) που διατείνεται, και σήμερα ακόμη, ότι είναι η Τουρκία. Και ταυτοχρόνως κατακρημνίζει την κληρονομιά του Mustafa Kemal Atatürk, ακόμη και αν όλοι στη γείτονα χώρα εξακολουθούν να ομνύουν στις αρχές που εκείνος καθιέρωσε.
Ομολογώ ότι η απόφαση της μετατροπής δεν με εξέπληξε, διότι η βεβήλωση είχε επιμελώς προετοιμαστεί και προαναγγελθεί και μάλιστα πολλές φορές το τελευταίο διάστημα με δηλώσεις ανώτατων αξιωματούχων, αλλά και εξαγγελίες του ίδιου του Recep Tayyip Erdoğan.
Αλλωστε η απόφαση δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία, αφού σταδιακώς και τεχνηέντως επιχειρείται ο εξισλαμισμός του τουρκικού κράτους. Αν αναλογιστεί κανείς πώς ξεκίνησε ο Ερντογάν ως δήμαρχος (1994 -1998) της Istanbul («εις την Πόλιν») και τι ελπίδες εξέθρεψε στα δυτικά κράτη, όταν το κόμμα του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ανήλθε τελικώς στην εξουσία, το 2003, θα διαπιστώσει το τεράστιο χάσμα τού τότε με το σήμερα, που βέβαια διευρύνθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του το 2016.
Η μεταμόρφωση του τουρκικού κράτους πέρασε ασφαλώς μέσα από την άλωση της Δικαιοσύνης. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας, το 1998, με απόφασή του, είχε θέσει εκτός νόμου το ισλαμικό Κόμμα της Ευημερίας (Refah) του Necmettin Erbakan, με το αιτιολογικό ότι παραβίασε την αρχή του λαϊκού (κοσμικού) χαρακτήρα του κράτους που καθιερώνει το τουρκικό Σύνταγμα! Αυτό ακριβώς το κόμμα διαδέχθηκε το κόμμα του Ερντογάν…
Πέρα από τους προφανείς λόγους εσωτερικής στόχευσης, οφείλει να διερευνήσει κανείς τι άραγε συμβολίζει η απόφαση αυτή μετατροπής, και πάλι, της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, και τι ενδεχομένως προαναγγέλλει.
Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι ο τούρκος πρόεδρος θέλει να διατρανώσει ότι πραγματοποιεί ό,τι εξαγγέλλει και μάλιστα αδιαφορώντας επιδεικτικά για τις όποιες αντιδράσεις. Αυτό φάνηκε ήδη με τις κινήσεις του στη Λιβύη και τη διατύπωση των διεκδικήσεών του στην Ανατολική Μεσόγειο και, συνεπώς, δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς για την πρόθεσή του να προχωρήσει στις κινήσεις που έχει εξαγγείλει.
Οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας στην απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί υπήρξαν, επιεικώς, πολύ χλιαρές και περιορίστηκαν στην έκφραση συναισθημάτων. Το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ενωση, ο ΟΗΕ και οι μεγάλες δυνάμεις προσέχουν κάθε τους λέξη. Ακόμη και η ορθόδοξη Ρωσία, για να μη μας παραπλανά η κοινή θρησκεία, στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας, περιορίστηκε να διαμηνύσει την κατακραυγή του ρωσικού λαού.
Εκτιμώ ότι η κίνηση αυτή του Ερντογάν είναι προάγγελος της συνολικής αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης, εκατό περίπου χρόνια μετά την υπογραφή της, που θα θέσει και επίσημα τέλος στο κεμαλικό κράτος και θα οριστικοποιήσει την πλήρη ισλαμοποίηση της Τουρκίας, με απώτερο σκοπό να ηγηθεί των μουσουλμανικών κρατών.
Είναι φανερό πως ο Ερντογάν δεν ενδιαφέρεται πλέον για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, απλώς διατείνεται ότι το επιθυμεί για να συνεχίζει να εισπράττει ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία του καταβάλλονται υπό τον φόβο και των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών που ελέγχει…
Είναι, επίσης, φανερό ότι εκμεταλλεύεται με μαεστρία την καλή προσωπική χημεία που απέκτησε με τους ηγέτες της Αμερικής και της Ρωσίας και επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη του πριν από τις επόμενες αμερικανικές εκλογές. Αλλωστε η Ευρωπαϊκή Ενωση αποδεικνύεται, και πάλι, αδύναμη και διασπασμένη.
Βαυκαλιζόμαστε, επομένως, αν πιστεύουμε ότι θα βρούμε υποστήριξη, έμπρακτη, από τους φίλους και συμμάχους μας, καθώς στη διεθνή πολιτική πρυτανεύουν τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα. Θα είμαστε μόνοι στα δύσκολα, ακόμα και αν αναβαθμίζουμε κάθε επικριτική δήλωση σε σημαντικές τάχα πολιτικές κινήσεις κατά της γείτονος.
Στις προδιαγεγραμμένες και εξαγγελμένες επόμενες κινήσεις της Τουρκίας δεν ωφελεί να αντιπαρατάξουμε ούτε μόνο δάκρυα άφατου πόνου, ούτε ασφαλώς κινήσεις απερίσκεπτες ή εκδικητικές.
Εκείνο που προέχει, και επιβάλλεται, αυτή την κρίσιμη ώρα είναι η συσπείρωση του Ελληνισμού ανά την Οικουμένη, και αυτό προϋποθέτει ενότητα και συστράτευση όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Πρέπει να ομονοήσουμε, πριν να είναι αργά, για να χαράξουμε επιτέλους μια εθνική στρατηγική στο θέμα αυτό.
Αν δεν το κατορθώσουμε, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας…
Ας αναλογιστούμε πως ο διχασμός υπήρξε πάντα ο κακός μας δαίμονας και ότι ακόμη και τις παραμονές της Αλωσης της Κωνσταντινούπολης δέσποζε η διαμάχη μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών!..
*Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.