Έπειτα από τετραήμερες εξαντλητικές διαπραγματεύσεις οι ευρωπαίοι ηγέτες, εν μέσω αντεκλήσεων, πολιτικοϊδεολογικών εντάσεων και ανάδειξης επιμέρους εθνικών διεκδικήσεων που τραυμάτισαν τη συνοχή της Ενωσης, κατέληξαν σε μια συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο έρχεται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης και της παρεπόμενης ύφεσης.
Τα παζάρια περίσσεψαν τις προηγούμενες ημέρες, χρειάστηκαν ανακατανομές μεταξύ επιδοτήσεων και δανείων, προβλέφθηκαν «δώρα» για τους πλούσιους «φειδωλούς» και μηχανισμοί ελέγχου χρήσης των πόρων, όπως «χειρόφρενα ανάγκης» στην περίπτωση που η πλειοψηφία των κρατών – μελών διαπιστώνει αποκλίσεις από τους σκοπούς της ανάκαμψης και χρησιμοποίησή τους για άλλους σκοπούς, δηλώνοντας ακριβώς την πανσπερμία της Ενωσης και τη δυσκολία απόκτησης και άσκησης κοινής πολιτικής ακόμη και σε έκτακτες συνθήκες όπως οι παρούσες της πανδημίας. Ορισμένοι βεβαίως σπεύδουν να επισημάνουν ότι πάντα έτσι αποφάσιζε η Ευρώπη και έτσι εξελισσόταν στον χρόνο, εν μέσω κρίσεων και εντάσεων διευρυνόταν και αποκτούσε νέα ενοποιητικά εργαλεία, όπως αυτό της αμοιβαιοποίησης του χρέους που μόλις κατέκτησε.
Οπως και να έχει, η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια συμφωνία 750 δισ. ευρώ , εκ των οποίων τα 390 θα χορηγηθούν στις χώρες – μέλη με τη μορφή επιδοτήσεων και τα υπόλοιπα 360 μέσω χαμηλότοκων δανείων, εγγυημένων από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Στην Ελλάδα αναλογούν 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισ. ευρώ θα προσφερθούν ως επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 13 με τη μορφή δανείων. Οπως ανήγγειλε ο Πρωθυπουργός μετά την επίτευξη συμφωνίας, η Ελλάδα μαζί με τους πόρους του ΕΣΠΑ θα έχει την ευκαιρία να εισπράξει κοντά στα 70 δισ. ευρώ την επόμενη επταετία.
Το ποσό είναι σημαντικό και αν γίνει πλήρης αξιποίηση των δυνατοτήτων μπορεί μέσω της μόχλευσης και της έμμεσης εμπλοκής ιδιωτικών οικονομικών δυνάμεων να ξεπεράσει και τα 100 δισ. ευρώ.
Το ζήτημα που εγείρεται από εδώ και πέρα είναι κατά πόσον ή ελληνική διοίκηση και πολιτική θα μπορέσουν να υπηρετήσουν τον σκοπό της ανάκαμψης και ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, υπό τον όρο πάντα ότι θα καταφέρουν να απορροφήσουν εγκαίρως τους προσεφερόμενους πόρους.
Δύο είναι επί της ουσίας οι προκλήσεις της επόμενης περιόδου: Η πρώτη συνδέεται με την κατάρτιση ενός επαρκούς σχεδίου ανασυγκρότησης και αναβάθμισης της χώρας και η δεύτερη με τη δυνατότητα της δημόσιας διοίκησης να απορροφήσει τους πόρους. Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη προϋπόθεση είναι αυτονοήτως δεδομένες.
Ηδη τα πρώτα σχέδια αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης μοιάζουν αταίριαστα προς τις ανάγκες της περιόδου και η κατάσταση της δημόσιας διοίκησης δεν προσφέρει τις απαιτούμενες εγγυήσεις για έγκαιρη και ορθολογική χρήση των πόρων και των δυνατοτήτων που προσφέρει η απόφαση της συνόδου κορυφής.
Ο πρωθυπουργός έχει πλήρη επίγνωση τόσο των δυνατοτήτων, όσο και των περιορισμών που οι ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες θέτουν. Δεν μένει παρά να εντοπίσει εγκαίρως – τώρα για την ακρίβεια – τις προβληματικές ζώνες και να λάβει όλες τις πρόνοιες ώστε και το σχέδιο ανασυγκρότησης να είναι συνεκτικό και οργανωμένο και η Διοίκηση να μη σταθεί εμπόδιο στην απορρόφηση των πόρων. Δεν είναι το απλούστερο των έργων, αλλά ούτε και ακατόρθωτο. Τώρα έχει την εικόνα, τη γνώση και την πολιτική δύναμη να επιβάλλει όσα είναι ωφέλιμα για τον πολύπαθο ελληνικό λαό. Ας το αποτολμήσει, ξεπερνώντας το κόμμα του και όσους τον δεσμεύουν.