Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν για την απόφαση Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τέμενος. Πράγματι, με αυτή την ενέργεια ο τούρκος πρόεδρος αναίρεσε τον εαυτό του, όταν επανειλημμένα απέρριπτε και μάλιστα μετά βδελυγμίας μια τέτοια εξέλιξη. Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η αποστροφή του στα τέλη Μαρτίου του 2019 πως «δεν θα πέσει στην παγίδα» και ότι «δεν πρόκειται να ξεγελαστεί» από όσους τον προτρέπουν να αλλάξει το στάτους της Αγίας Σοφίας, γιατί η ζημιά θα ήταν μεγαλύτερη από το όποιο όφελος. Προφανώς στον κατηγορηματικό τρόπο που είχε τοποθετηθεί στο πρόσφατο παρελθόν βασίστηκε και η αντιπολίτευση για να τον προκαλεί, λέγοντάς του πως «δεν θα τολμήσει» να προχωρήσει σε αυτό το βήμα.
Είναι αλήθεια ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στο εσωτερικό, κυρίως στον τομέα της οικονομίας (υψηλή ανεργία και πληθωρισμός, ανατίμηση προϊόντων, απώλειες τεράστιων εσόδων από τον τουρισμό), καθώς και η ανάγκη αντιστροφής του κλίματος στην Κωνσταντινούπολη, μετά τις δύο εκλογικές ήττες, όπως και η διάθεση αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, συνετέλεσαν στην αλλαγή ρότας από τον τούρκο πρόεδρο. Εξίσου, στην προσπάθειά του να συγκεράσει τη θρησκευτική ταυτότητα που έχει προσδώσει στη χώρα του με την πιο ακραία εθνικιστική εκδοχή του κεμαλισμού (βλ. Μπαχτσελί και Ακσενέρ), αλλά και η πρόθεσή του να επαναφέρει στο κομματικό «μαντρί» βαθιά θρησκευόμενους ψηφοφόρους του, οι οποίοι ενδεχομένως να φλέρταραν – λόγω της πορείας της οικονομίας – με τα νέα κόμματα των Μπαμπατζάν και Νταβούτογλου (πρώην στενών συνεργατών και υπουργών του Ερντογάν), η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί θα έχει (πρόσκαιρα;) πολιτικά οφέλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, επειδή τα προβλήματα στην πραγματική οικονομία, μετά το καλοκαίρι και τις δραστικά μειωμένες αφίξεις τουριστών, θα επανέλθουν πιο επιτακτικά, είναι απορίας άξιο γιατί επέλεξε ο Ερντογάν να υπογράψει τόσο γρήγορα το προεδρικό διάταγμα, εκτός εάν προ-ετοιμάζεται για εκλογές μέσα στους επόμενους μήνες – αυτή ήταν και η αρχική μου εκτίμηση ως προς την επιλογή του χρόνου λήψης της απόφασης.
Από εκεί και πέρα, όμως, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος, πιθανότατα σημαντικότερος, για τη μεταστροφή Ερντογάν. Η αυξημένη αυτοπεποίθησή του λόγω της αποτυχημένης – εκ του αποτελέσματος – πολιτικής κατευνασμού, όσο αυτή δεν συνοδεύεται από απτές συνέπειες για την τουρκική επιθετικότητα. Μια καταγραφή των ενεργειών της Αγκυρας από τον Μάιο του 2019 αρκεί για να γίνει κατανοητή η υφιστάμενη κατάσταση. Εκτοτε και μέχρι σήμερα η Τουρκία έχει παραβιάσει – και ετοιμάζεται να το επαναλάβει από τις 18 Ιουλίου 2020 -την κυπριακή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, διεξάγοντας σεισμικές έρευνες (έστω και αποτυχημένες, αν δεχθούμε ότι δεν πληροί τις τεχνικές προδιαγραφές), έχει αγοράσει το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 κόντρα στις επιταγές του ΝΑΤΟ, έχει καταλάβει μέρος της συριακής επικράτειας, επιτυγχάνοντας συμφωνία με ΗΠΑ και Ρωσία, υπέγραψε ένα παράνομο και καταχρηστικό σύμφωνο με την κυβέρνηση της Τρίπολης, αγνοεί επιδεικτικά το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στη Λιβύη, ενορχήστρωσε με απροκάλυπτο τρόπο τη μαζική είσοδο μεταναστών σε ευρωπαϊκή/ελληνική επικράτεια στον Εβρο για να αποσταθεροποιήσει την Ελλάδα και να εκβιάσει την ΕΕ, ενώ εσχάτως εισέβαλε (για πολλοστή φορά) στο Ιράκ, με επίκληση το δικαίωμά της στην αυτοάμυνα εναντίον των – κατά αυτή – κούρδων τρομοκρατών.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η Αγκυρα εδραίωσε τη θέση της και επέβαλε προσώρας σε σημαντικό βαθμό την ατζέντα της, ενώ η Δύση, με εξαίρεση συγκεκριμένες χώρες και την περίπτωση του Εβρου, αντέδρασε αναιμικά και με αμηχανία, με τις ΗΠΑ υπό τον Τραμπ να επιδεικνύουν ενεργό ανοχή, αν όχι κατανόηση, έναντι των ενεργειών της Αγκυρας – έχοντας «αγοράσει» το επιχείρημα ότι εν τη απουσία της Ουάσιγκτον η πρώτη υπερασπίζεται τρόπον τινά και τα συμφέροντα της δεύτερης.
Αρα, προφανώς, ο τούρκος πρόεδρος έκρινε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να περάσει στην Ιστορία ως ο ηγέτης που 86 χρόνια μετά «διόρθωσε» το λάθος του Κεμάλ. Ετσι, βέβαια, καλλιεργεί προσεκτικά τις συνθήκες προκειμένου να αντικαταστήσει τον τελευταίο ως ο νέος Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων). Σε αυτό το σχέδιο, ο απώτερος στόχος του Ερντογάν είναι η μεν Κωνσταντινούπολη να αντικαταστήσει τη Μέκκα ως το παγκόσμιο σημείο αναφοράς και κατ’ επέκταση να γίνει ο καινούργιος πόλος έλξης για τους σουνίτες μουσουλμάνους, ο δε Ερντογάν και η Τουρκία να εδραιωθούν ως η προστάτιδα δύναμη και το «καταφύγιο» των μουσουλμάνων, ειδικότερα δε των διωκόμενων. Ετσι, εκμεταλλεύεται το μούδιασμα των μοναρχιών του Κόλπου (πλην Κατάρ με το οποίο ταυτίζεται) αλλά και της Αιγύπτου προκειμένου να επικρατήσει εντός του σουνιτικού Ισλάμ (σε μια περίοδο έλλειψης ηγεσίας), ενώ μόνο τυχαίες δεν είναι οι συχνές αναφορές του τούρκου προέδρου σε όσους θεωρεί κατατρεγμένους μουσουλμάνους, είτε πρόκειται για τους Παλαιστίνιους ή για τους Ροχίνγκια, είτε για τους Τατάρους ή τους Ουιγούρους, ακόμη και για τα μουσουλμανικά στοιχεία στην αφρικανική ήπειρο.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).