Στον κόσμο της τεχνολογίας τα δίκτυα 5G έχουν αποκτήσει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα τοτέμ. Είναι ως εάν αυτά από μόνο τους να συγκεφαλαιώνουν τις τεχνολογίες της επόμενης μέρας και κυρίως το όραμα ενός κόσμου συνδεσιμότητας.
Σύμφωνα με το αφήγημα αυτό, εφόσον περάσουμε σε μια επόμενη γενιά δικτύων κινητής τηλεφωνίας, με πολύ υψηλότερη δυνατότητα μετάδοσης όγκων δεδομένων, αυτό θα απογειώσει τις δυνατότητες επικοινωνίας μέσω του κινητού μας και θα επιτρέψει το πλήρες ξεδίπλωμα του «διαδικτύου των πραγμάτων». Βέβαια, θα χρειαστεί κάποιος καιρός μέχρι τότε, κυρίως γιατί θα πρέπει να λυθεί τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή των κεραιών και τις συχνότητες, ώστε να μπορούν όντως να επιτευχθούν τέτοιες ταχύτητες.
Ωστόσο, οι χώρες προσπαθούν να περάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στην επόμενη μέρα της κινητής τηλεφωνίας και του διαδικτύου, εξ ου και ο αγώνας δρόμου να δοθούν άδειες για τεχνολογία 5G. Όμως, αυτό θέτει και το ζήτημα ποιες εταιρείες θα προσφέρουν την υποδομή για αυτά τα δίκτυα και από ποια χώρα θα προέρχονται.
Η Κίνα ως απειλή ή πίεση για αποκλεισμό της Huawei
Όλα αυτά συνδέονται με την τρέχουσα φάση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Έχει περάσει πια πολύ καιρός από όταν οι αμερικανικές κυβερνήσεις χαιρέτιζαν ουσιαστικά την προσπάθεια της Κίνας να γίνει το εργοστάσιο του πλανήτη και στήριζαν την ένταξή τους στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Πλέον για τις ΗΠΑ η Κίνα είναι ο μεγάλος ανταγωνιστής και γεωπολιτικά και οικονομικά. Και στην περίπτωση των νέων τεχνολογιών οι δύο αυτοί ανταγωνισμοί διαπλέκονται. Για την ακρίβεια η επίκληση του γεωπολιτικού κινδύνου διευκολύνει τον οικονομικό ανταγωνισμό.
Μέχρι τώρα η Κίνα δεν είχε κυριαρχήσει σε κάποια τεχνολογία. Οι άνθρωποι μπορεί να αγόραζαν προϊόντα κατασκευασμένα στην Κίνα, όμως οι τεχνολογίες τους δεν είχαν διαμορφωθεί στην Κίνα. Η Κίνα για δεκαετίες θεωρείτο ικανή κυρίως να αντιγράφει τεχνολογίες, παρά να τις διαμορφώνει.
Όμως, σταδιακά η Κίνα άρχισε να επενδύει ιδιαίτερα στην έρευνα για νέες τεχνολογίες και να δοκιμάζει να βρεθεί στην πρωτοπορία. Μία από αυτές ήταν και η τεχνολογία 5G και η εταιρεία που κατεξοχήν εκπροσωπεί αυτού του είδους τη διεκδίκηση πρωτοπορίας είναι η Huawei.
Σε αυτό το φόντο η Huawei φαινόταν να είναι ιδιαίτερα πλασαρισμένη για να διεκδικήσει σημαντικό μέρος της αγοράς των νέων δικτύων κινητής τηλεφωνίας και δεδομένων.
Και εδώ ήταν που ήρθε η αμερικανική αντίδραση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και χρόνια κατηγορούν την Κίνα ότι παραβιάζει τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου: ότι προχωρά σε παράτυπες κρατικές ενισχύσεις στις κινεζικές εξαγωγές και την ίδια ώρα επιβάλλει όρους στις εταιρείες που θέλουν να επενδύσουν στην Κίνα που παραπέμπουν σε υποχρεωτική μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Έκφραση αυτού του ανταγωνισμού και ο εμπορικός πόλεμος που κηρύχτηκε επί των ημερών του προέδρου Τραμπ.
Σε όλα αυτά οι αμερικανοί άρχισαν να προσθέτουν και την ανησυχία για ζητήματα ασφαλείας. Το σχήμα εδώ είναι λίγο πολύ το ακόλουθο: η Κίνα δεν εξάγει απλώς τεχνολογία όταν αναλαμβάνει επενδύσεις στην τεχνολογική υποδομών των επικοινωνιών σε άλλες χώρες, αλλά εξασφαλίζει και την δυνατότητα κατασκοπίας από τη μεριά των κινεζικών υπηρεσιών ασφαλείας. Επομένως, οι ΗΠΑ έθεσαν θέμα όχι μόνο ενός εμπορικού ανταγωνισμού αλλά και της ασφάλειας της Δύσης.
Μικρή σημασία έχει ότι υπάρχουν πλήθος ενδείξεις ότι οι ίδιες οι υπηρεσίες των ΗΠΑ φροντίζουν να εγκαθιστούν λογισμικά παρακολούθησης στα τηλεφωνικά δίκτυα ακόμη και ιδιαίτερα συμμαχικών χωρών τους. Το βασικό ήταν διαμορφώθηκε μια επιχειρηματολογία γύρω από την οποία μπορούσαν να ασκηθούν πιέσεις σε άλλες χώρες να μη χρησιμοποιούν τεχνολογία της Huawei.
Σε πρώτη φάση οι αμερικανοί χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα την υποτιθέμενη παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν από την Huawei για να επιβάλουν τις πρώτες κυρώσεις. Ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν οι προβλέψεις της αμερικανικής τεχνολογίας που σκοπό έχουν την αποτροπή της μεταφοράς στρατιωτικής τεχνολογίας στο εξωτερικό για να απαγορευθεί στις αμερικανικές επιχειρήσεις να πωλούν στην Huawei κρίσιμα στοιχεία για τα τεχνολογικά της συστήματα. Κομμάτι της πίεσης και το αίτημα προς τον Καναδά για την έκδοση της Μενγκ Γουαντζού, κόρης του ιδρυτή της εταιρεία και γενικής οικονομικής διευθύντριας, σε αδικήματα που αφετηρία έχουν την παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν
Η κλιμάκωση των πιέσεων
Τους τελευταίους μήνες οι ΗΠΑ κλιμάκωσαν τις πιέσεις τους. Οι αρχικές απαγορεύσεις τους επέτρεπαν σε αμερικανικές εταιρείες να πωλούν εξαρτήματα στην Huawei αρκεί αυτά να κατασκευάζονται εκτός αμερικανικού εδάφους. Πλέον η απαγόρευση επεκτείνεται σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα. Από τον Σεπτέμβρη οι αμερικανικές αρχές θα προσπαθήσουν να σταματήσουν τις επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο από το να χρησιμοποιούν λογισμικό και εξοπλισμό με αμερικανική προέλευση για να κατασκευάζουν εξαρτήματα πάνω σε σχέδια της Huawei.
Ταυτόχρονα φαίνεται ότι πληθαίνουν και οι πιέσεις προς χώρες να αποκλείσουν την εταιρεία από τα δίκτυα επόμενης γενιάς. Στη Βρετανία οι ισχύοντες κανονισμοί άφηναν περιθώρια να χρησιμοποιηθούν εξαρτήματα της Huawei σε τμήματα της συνολικής υποδομής που δεν αφορούσαν τον πυρήνα του δικτύου. Τώρα, με αφορμή και τις επιπλέον κυρώσεις που διακυβεύουν τη συνολική εφοδιαστική αλυσίδα της εταιρείας η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει σε όλους τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας στη Βρετανία να χρησιμοποιούν εξοπλισμό της Huawei για τα δίκτυα 5G και να ζητήσει να αφαιρέσουν τον εξοπλισμό που έχουν ήδη εγκαταστήσει μέχρι το 2027. Η Αυστραλία είχε ούτως ή άλλως απαγορεύσει την αγορά εξοπλισμού για δίκτυα 5G από 2018. Στον Καναδά και τη Σιγκαπούρη προτιμήθηκε η τεχνολογία της Erickson και της Nokia.
Εκεί που επικεντρώνεται η μάχη είναι στη Γερμανία. Η γερμανική κυβέρνηση σε γενικές γραμμές δεν επιθυμεί μια πλήρη ρήξη με την Κίνα και η Deutsche Telecom στηρίζεται σημαντικά σε τεχνολογίες της Huawei. Όμως, ήδη και στη Γερμανία πληθαίνουν οι φωνές που αντιτίθενται στην παραπέρα συνεργασία με την κινεζική εταιρεία.
Σε χώρες όπως η Γερμανία η αμερικανική πίεση έρχεται να συγκρουστεί με την επιθυμία στον τομέα των δικτύων επόμενης γενιάς η Ευρώπη να κινηθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αλλαγή τεχνολογίας μπορεί να σημαίνει και σημαντική καθυστέρηση στα δίκτυα 5G.
Η κρίση της παγκοσμιοποίησης
Η κατάσταση αυτή δείχνει τον τρόπο με τον οποίο πολιτική και οικονομία αλληλοδιαπλέκονται στην παγκόσμια αγορά, σε μια εποχή που η σύγκρουση δεν είναι απλώς για μερίδια αγοράς αλλά για τη συνολικότερη ηγεμονία.
Είναι σαφές ότι απέχουμε πολύ από την εικόνα ενός κόσμου γενικευμένης αλληλεξάρτησης και γενικής απελευθέρωσης των αγορών. Η παγκόσμια αγορά τείνει να γίνει πιο κατακερματισμένη και περισσότερο οργανωμένη γύρω από «πόλους». Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το 2017 παρατηρούμε μια υποχώρηση των κινεζικών επενδύσεων π.χ. στην Ευρώπη ή ότι είχαμε την καθυστέρηση ή την ακύρωση μεγάλων επενδυτικών στοιχείων. Η στρατηγική «μία ζώνη ένας δρόμος» παραμένει ενεργή αλλά δείχνει να επικεντρώνει σε χώρες πιο φιλικές προς την κινεζική πρόταση. Ενδεικτικό των αλλαγών που γίνονται ως προς τους τρόπους ένταξης της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, το γεγονός ότι η επιστροφή της σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν αναμένεται να έχει την ίδια προωθητική επίπτωση με την περίοδο 2008-2009.
Είναι σαφές ότι ορισμένα κέντρα, ιδίως στις ΗΠΑ σε αυτή τη φάση δεν έχουν πρόβλημα με έναν πιο κατακερματισμένο κόσμο, με πιο οριοθετημένα μπλοκ εμπορίου και συναλλαγών, και στον οποίο οι ΗΠΑ θα ήταν στο κέντρο των συναλλαγών της «Δύσης».
Όμως, την ίδια στιγμή μια συνολικότερη ρήξη με την Κίνα δεν είναι τόσο απλή, ούτε μπορεί να γίνει τόσο εύκολα αποδεκτή από το σύνολο των οικονομιών.
Με την Κίνα να εκπροσωπεί το 13% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 18% της παγκόσμιας κεφαλαιοποίησης αρκετές χώρες προφανώς και θέλουν να συνεχίσουν να έχουν οικονομικές συναλλαγές μαζί της. Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι η ίδια Κίνα δίνει μεγάλο βάρος στην εσωτερική ανάπτυξή της και αποτελεί μια όλο και μεγαλύτερη αγορά.
Αυτό σημαίνει ότι έχουμε όχι μόνο την κεντρική αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα αλλά και τις αντιπαραθέσεις εντός των «δυτικών» χωρών ως προς τη σκοπιμότητα μιας ρήξης με την Κίνα.