Από τον σχηματισμό των σύγχρονων εθνικών κρατών και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η εθνική ταυτότητα ως αίσθημα και συνείδηση αποτελούσε πρωταρχικό θεμέλιο και κομβικό μηχανισμό της συνοχής τους. Με δομικά συστατικά στοιχεία την κοινή καταγωγή και τη γλωσσική, πολιτισμική και θρησκευτική ομοιογένεια, τα οποία κατά βάση αντιστοιχούν στο περίφημο τετράπτυχο του Ηρόδοτου ( όμαιμον, ομόγλωσσον, ομόθρησκον και ομότροπον (Ιστορία, Ουρανία 144), η εθνική ταυτότητα, επιδρούσε καταλυτικά, επί δύο περίπου αιώνες, στον εξοπλισμό της ατομικής αυτοσυνειδησίας και στην άρδευση του εθνικού φρονήματος και της συλλογικής συνείδησης, θωρακίζοντας τα άτομα από την απαξίωση και σμιλεύοντας τη συνείδηση του συνανήκειν. Με αυτή την ιδιότητα, η εθνική ταυτότητα καθόρισε σε μεγάλο βαθμό, θετικά ή αρνητικά, τη μορφή και την ποιότητα της κοινωνικής οργάνωσης των σύγχρονων εθνικών κρατών.
Όμως, την περίοδο του μεσοπολέμου, με τα νάματα της εθνικής ταυτότητας, εμποτισμένα με τις αντιδημοκρατικές ιδέες της εθνικής ιδιαιτερότητας, της φυλετικής καθαρότητας και της ανωτερότητας της άριας φυλής, γαλουχήθηκε και η ανάπτυξη του εθνικισμού και του ναζισμού, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το σκηνικό που αναδύθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε καθοριστικές αλλαγές στο χαρακτήρα των εθνικών ταυτοτήτων, καθώς οι εθνικές ταυτότητες των ηττημένων κρατών, όπως της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, βγήκαν από τον πόλεμο καταρρακωμένες, ενώ αυτές των νικητριών δυνάμεων ενισχυμένες. Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, στο Δυτικό Κόσμο, ο χαρακτήρας των εθνικών ταυτοτήτων ανασυντέθηκε, εξαιτίας μιας σειράς γεγονότων, όπως η ίδρυση της ΕΟΚ, η αθρόα μετανάστευση εργατικού δυναμικού από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη, η ανάπτυξη ισχυρών κοινωνικών κινημάτων για ανθρώπινα δικαιώματα, κοινωνική προστασία , ισότητα φύλων, κ.α. , ενώ, στην ανατολική Ευρώπη, οι εθνικές ταυτότητες των κρατών της Κεντρικής Ευρώπης και της Βαλτικής, που προσαρτήθηκαν από τη νικήτρια Ρωσία στο Σοβιετικό Μοντέλο για να υπηρετήσουν την ιδεολογική ταυτότητα της μαρξιστικής αταξικής κοινωνίας και του «υπαρκτού σοσιαλισμού», θάφτηκαν στο νεκροταφείο του ουτοπικού κομμουνιστικού διεθνισμού.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, ο χαρακτήρας των εθνικών ταυτοτήτων των χωρών της φιλελεύθερης Δυτικής και της δεσποτικής, σοσιαλιστικής Ανατολικής Ευρώπης απέκλινε διαρκώς. Στις μεν πρώτες, η εθνική ταυτότητα εμπλουτιζόταν διαρκώς με τα ποικίλα στοιχεία των συλλογικών ταυτοτήτων των διαφόρων ομάδων που ενσωματώνονταν στους ιστούς των ανοικτών κοινωνιών (μετανάστες, μειονότητες, κινήματα ισότητας φύλων, περιθωριοποιημένες ομάδες λόγω γενετήσιας ορμής, κ.α.) και εκδημοκρατιζόταν, γεγονός που συνέβαλε στο να γίνουν οι κοινωνίες πολυπολιτισμικές και ποικιλόμορφες, ενώ στις δεύτερες κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης της ιδεολογικής ταυτότητας της ψευδο-αταξικής κοινωνίας του αυταρχικού σοβιετισμού και αναζήτησης της παραδοσιακής εθνικής ταυτότητας καταστελλόταν με τη βία (εξεγέρσεις Ουγγαρίας, Τσεχοσλαβακίας, κ.α.)
Με την κατάρρευση της Σοβιετίας και την επαναφορά των εθνικών συνόρων στα προ του πολέμου όρια, διαπιστώθηκε για μια ακόμα φορά πως η εθνική ταυτότητα επικυριαρχεί επί κάθε ιδεολογικής∙ πραγματικής ή ψευδεπίγραφης. Τα ιδεολογικά, ψευδο-ηθικά επιχρίσματα του σοβιετικού κομμουνισμού αποδείχθηκαν τελικά ανίκανα να εξουδετερώσουν δια παντός την ισχύ και την επίδραση των εθνικών ταυτοτήτων των προσαρτηθέντων χωρών και να εκπορθήσουν το θυμικό των λαών τους, το οποίο, όπως αποδείθχηκε, λειτούργησε ως φάτνη γαλούχησής τους. Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία και Βουλγαρία, μόλις αποδεσμεύθηκαν από τον σοβιετικό ζυγό, άρχισαν να οικοδομούν και πάλι το προπολεμικό μοντέλο εθνικής ταυτότητας, με εθνικιστικά υλικά αυτή τη φορά.
Από την προτελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα και εφεξής, πολλοί προσδοκούσαν πως η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η εκθετική ανάπτυξη των τεχνολογιών θα εγκαθιστούσαν στον πλανήτη ένα ομοιόμορφο, κοινωνικοοικονομικό μοντέλο, που θα χαρακτηριζόταν από πολιτισμικό πλουραλισμό και πολυμορφία πεποιθήσεων και τρόπων ζωής, θα λείαινε τις γωνίες των εθνικών ταυτοτήτων και θα οδηγούσε στην εξάλειψη των εθνικών συγκρούσεων.
Όμως, οι εθνικιστικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές αντιθέσεις αποδείχθηκαν τελικά ικανές να διαβρώσουν τη διαδικασία λείανσης των εθνικών ταυτοτήτων και να ακυρώσουν την πορεία εκδημοκρατισμού και εκδυτικοποίησης του πλανήτη. Η εξέλιξη αυτή βιώθηκε ως απογοήτευση από εκατομμύρια ανθρώπους των χωρών της Ασίας και της Αφρικής και οδήγησε στην αναζήτηση της γης της επαγγελίας στις ανεπτυγμένες δημοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, αυτοί οι προσφυγικοί πληθυσμοί δεν δείχνουν καμία διάθεση ενσωμάτωσης στο δυτικό κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο των χωρών που τους φιλοξενούν, αφού διατηρούν αναλλοίωτες τις συντηρητικές εθνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές τους ταυτότητες, τα συστατικά στοιχεία των οποίων βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με αυτά των προοδευτικών δυτικοευρωπαϊκών.
Εάν η σημερινή πορεία των πραγμάτων δεν αλλάξει από κάποιο καταλυτικό γεωπολιτικό συμβάν, είναι προφανές πως, σε μερικές δεκαετίες, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης θα έρθουν αντιμέτωπες με πολιτειακά και υπαρξιακά ζητήματα, τα οποία θα προκληθούν από τη δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού, τις κοινωνικές ανισότητες, την πολιτισμική διχοτομία, τη ισλαμική μισαλλοδοξία και τις εθνικιστικές εξάρσεις. Ο ρυθμός της δημογραφικής αύξησης των μουσουλμανικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη είναι τουλάχιστον τριπλάσιος από αυτόν των γηγενών πληθυσμών, ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν αποτελεί πολιτειακή επιλογή στον ισλαμικό κόσμο. Ποια τύχη θα έχει το πάνθεον των δυτικοευρωπαϊκών αρχών και αξιών της ζωής, της ισότητας των φύλων, της ανεξιθρησκίας, του πλουραλισμού των ιδεών, κ.λ.π. όταν ο μισός πληθυσμός της Δυτικής Ευρώπης θα είναι μουσουλμανικός; Πόση πολυπολιτισμικότητα μπορούν να αντέξουν οι δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες και πόση ανεκτικότητα μπορούν να επιδείξουν στις βιαιότητες των ισλαμιστών. Θα μεταλλαχθεί το κοσμοθεωρητικό μοντέλο του Δυτικού Κόσμου ή θα απειληθεί το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου με ενταφιασμό από τον εγγενή εθνικολαϊκισμό ή από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό; Θα επιβεβαιωθεί τελικά η θεωρία του S. Huntington για τη σύγκρουση των πολιτισμών;
Καυτά ερωτήματα για εμπνευσμένες ηγεσίες με στρατηγική σκέψη, που στις μέρες μας είναι είδος υπό εξαφάνιση.
* Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ πολιτειολογίας του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, Οικονομολόγος. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Αρχαία και σύγχρονη δημοκρατία. Διδάγματα από την αρχαία».