Πριν από δύο χρόνια και για τέταρτη φορά στην τελευταία δεκαετία ο βρετανός σκηνοθέτης Μάικλ Γουίντερμποτομ και οι ηθοποιοί Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον συναντήθηκαν για τα γυρίσματα μίας ακόμα ταινίας «Ταξιδιού». Ολα είχαν ξεκινήσει με το «Ταξίδι» του 2010, όταν υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γουίντερμποτομ, οι Κούγκαν και Μπράιντον «αλώνισαν» τη Βρετανία, πρώτον καταγράφοντας τις εμπειρίες τους από ξενοδοχεία, εστιατόρια και μνημεία και δεύτερον κάνοντας τρομερές πλάκες μεταξύ τους – από μιμήσεις ηθοποιών μέχρι «μπηχτές» ο ένας για τα «ελαττώματα» του άλλου. Η επιτυχία του πρώτου «Ταξιδιού» είχε ως αποτέλεσμα τρεις ακόμη συνέχειες· μία στην Ιταλία, μία στην Ισπανία και μία στη δική μας χώρα, την Ελλάδα, όπου το «Ταξίδι στην Ελλάδα» παίζεται εδώ και λίγο καιρό.
Το παράδοξο είναι – και μπορούμε να το αποκαλέσουμε παράδοξο σήμερα, μετά την επιτυχία των ταινιών «Ταξίδι» – ότι ούτε ο Στιβ Κούγκαν ούτε και ο Ρομπ Μπράιντον είχαν ποτέ φανταστεί ότι το ταξίδι τους που άρχισε από τη δική τους πατρίδα, την Αγγλία, θα πήγαινε τόσο μακριά.
«Για να είμαι ειλικρινής, ήμασταν και οι δύο αρνητικοί όταν μας έγινε η πρόταση για το πρώτο «Tαξίδι»» είπε στο «Βήμα» τηλεφωνικώς από το Λονδίνο ο Ρομπ Μπράιντον. «Δεν μας άρεσε η ιδέα όταν μας την πρότεινε ο Μάικλ Γουίντερμποτομ. Προσωπικά πίστευα ότι σύντομα θα εξαντλούμασταν, το μυαλό μας δεν θα κατέβαζε πάντα αρκετά καλό υλικό. Επίσης, δεν μας άρεσε η ιδέα ότι θα βγάζαμε στην οθόνη μια εκδοχή του εαυτού μας, μας φαινόταν πολύ εγωκεντρικό και αυτάρεσκο». Ομως τελικά ο Γουίντερμποτομ τους έπεισε να παίξουν και, όπως φάνηκε, καλά έκανε. «Η πρώτη ταινία είναι κάπως διαφορετική από τις άλλες τρεις διότι ενώ ο Μάικλ ήξερε τι έκανε, ο Στιβ κι εγώ δεν ήμασταν απολύτως βέβαιοι. Λέγαμε τις ατάκες μας, εφευρίσκαμε πράγματα, κάναμε ο ένας τον άλλον να γελάει. Ομως ο Μάικλ δεν έμεινε στην απλή πλάκα, πρόσθεσε μια δόση πίκρας και μελαγχολίας που δίνει στο όλο εγχείρημα μιαν άλλη διάσταση. Από τη δεύτερη ταινία και μετά όμως έχεις πια σχηματίσει μια φόρμα· γνωρίζεις τι κάνεις. Αν κάτι άλλαξε, υποθέτω ότι ήταν η σχέση ανάμεσά μας, σε μένα και τον Στιβ. Θεωρώ ότι όσο οι ταινίες συνεχίζονταν, η σχέση μας αποκτούσε μια γλυκιά ζεστασιά».
Η κωμωδία στο αίμα του
Γεννημένος το 1965 στο Σουάνσι της Νοτίου Ουαλίας, ο Ρομπ Μπράιντον αφού σπούδασε υποκριτική στο The Royal Welsh College of Music and Drama, εντάχθηκε ως ραδιοφωνικός και τηλεοπτικός παρουσιαστής στο BBC Ουαλίας όπου δούλεψε αρκετά χρόνια προτού μεταφερθεί στο Λονδίνο όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εργάστηκε ως voice-over καλλιτέχνης, κάνοντας περιστασιακές εμφανίσεις στην τηλεόραση.
Την προσοχή του κοινού τράβηξε πριν από 20 ακριβώς χρόνια όταν οι παραστάσεις «Marion and Geoff» και «Human Remains» του χάρισαν δύο Βρετανικά Βραβεία Κωμωδίας ανοίγοντας πολλές επαγγελματικές πόρτες, ανάμεσα στις οποίες και ένα τηλεοπτικό σόου με το ονοματεπώνυμό του στον τίτλο (The Ρομπ Μπράιντον Show).
Το «Ταξίδι στην Ελλάδα» δεν ήταν το παρθενικό ταξίδι του Ρ. Μπράιντον στη χώρα μας. Αντιθέτως, ο ηθοποιός έχει επισκεφτεί αρκετές φορές τη χώρα μας γιατί «όπως πολλοί συμπατριώτες μου, λατρεύω τις διακοπές στην Ελλάδα – είναι μια χώρα που προσφέρει τόσα πολλά στους τουρίστες, σε όλους τους τομείς». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ο Μπράιντον έχει ξαναβρεθεί στην Ελλάδα για επαγγελματικούς λόγους, τα γυρίσματα της τηλεταινίας «Cruise of the Gods» («Το ταξίδι των θεών») στην οποία συμπρωταγωνιστής του ήταν και πάλι ο Στιβ Κούγκαν.
Σύγχρονη Οδύσσεια με γέλιο
Η διαφορά με την τελευταία του επίσκεψη συγκριτικά με τις προηγούμενες ήταν ότι σε αυτό το ταξίδι, τόσο λόγω του σεναρίου όσο και των τοποθεσιών που είχαν επιλεγεί εκ των προτέρων, ο Μπράιντον ανακάλυψε μια Ελλάδα που δεν είχε ως τότε δει.
«Πήγαμε σε πολλά σημεία της χώρας στα οποία δεν θα μπορούσα να διανοηθώ να πάω» είπε. «Γιατί πολύς κόσμος παρασύρεται κυρίως – και δικαίως ίσως – από τη μαγεία των νησιών.
Ομως η Ελλάδα δεν είναι μόνον νησιά, είναι και η ενδοχώρα, η ραχοκοκαλιά της, πανέμορφη και γεμάτη χρωματικές ποικιλίες που το μάτι δεν χορταίνει». Ο Μπράιντον έδωσε σημασία και στο γεγονός της περιόδου των γυρισμάτων, όχι μέσα στο καυτό καλοκαίρι που σίγουρα θα δυσκόλευε τα πράγματα, αλλά ενώ η άνοιξη όδευε προς το τέλος της. «Μπορώ να πω ότι μετά από αυτή την ταινία ένιωσα ερωτευμένος με την Ελλάδα. Μόνον να ερωτευθείς μπορείς αυτή τη χώρα».
Ομως ο Ρομπ Μπράιντον επισημαίνει επίσης την αξία του σκηνοθέτη Μάικλ Γουίντερμποτομ που πρόσεξε ώστε να μη φτιάξει μια «χοντροκομμένη» τουριστική ταινία καρτ ποστάλ αλλά μια ταινία όπου η ελληνική φύση ενσωματώνεται αρμονικά στην ιστορία, η οποία ως επί το πλείστον αφορά τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Στιβ Κούγκαν πίσω στην πατρίδα του (βρίσκεται διαρκώς με ένα τηλέφωνο στο χέρι).
«Η ιδέα ήταν να ακολουθήσουμε το ταξίδι του Οδυσσέα, αυτός θα ήταν ο «πλοηγός» μας, οι σταθμοί του Οδυσσέα θα ήταν και οι δικοί μας. Ομως η αποφυγή του προφανούς είναι μια γενικότερη τακτική του Μάικλ Γουίντερμποτομ – για παράδειγμα, όταν κάναμε το «Ταξίδι στην Ισπανία» δεν πήγαμε ούτε στη Μαδρίτη, ούτε και στη Βαρκελώνη».
Εν προκειμένω, ο Μάικλ Γουίντερμποτομ είχε τις βασικές γνώσεις για την Οδύσσεια και την Ιλιάδα καθώς επίσης μια πολύ αόριστη ιδέα περί ελληνικής μυθολογίας. Ηξερε όμως, όπως ο ίδιος δήλωσε αργότερα, ότι θα υπήρχαν πολλά θέματα για τα οποία θα μπορούσαν να μιλήσουν στην Ελλάδα.
«Μιλάμε εξάλλου για την πατρίδα της αφήγησης, του δράματος, της κωμωδίας, της τραγωδίας, την πατρίδα της δημοκρατίας» είπε ο Μπράιντον. Επομένως θα υπήρχαν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με αυτόν τον τρόπο, όπως και γίνεται. Για το τρίο Γουίντερμποτομ – Κούγκαν – Μπράιντον, είναι και αυτό μέρος της διασκέδασης σε αυτές τις ταινίες «ταξιδιού». Οπως το έθεσε ο Μπράιντον: «Μόλις αρχίσεις να σκέφτεσαι το πού πρόκειται να κάνεις το νέο σου ταξίδι, τότε, αρχίζεις να μελετάς τον τόπο προορισμού σου, κάτι που από μόνο του είναι τρομερά γοητευτικό.»