Ένα κλασικό αφήγημα, το οποίο επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια είναι ότι η Τουρκία έχει κάνει μια στρατηγική επιλογή απομάκρυνσης από τη Δύση. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα η Τουρκία εγκαταλείπει τόσο το πρόταγμα «εκδυτικισμού» που χαρακτήρισε το κεμαλικό όραμα, όσο και το στρατηγικό προσανατολισμό που όρισε η ένταξή της στο ΝΑΤΟ ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που προκρίνει έναν αυτόνομο περιφερειακό ρόλο, που συνδυάζει στοιχεία του παντουρκισμού με την διεκδίκηση ηγετικού ρόλο στον ισλαμικό κόσμο, αλλά και σε έναν προσανατολισμό της προς την «ευρασιατική» ολοκλήρωση στην οποία συγκλίνουν τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα. Όλα αυτά αποτυπώνουν, σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν αυτό το αφήγημα, σε μια σταδιακή (αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο σημαντική) ρήξη με τη Δύση. Σε αυτό κατά περίπτωση μπορεί κανείς να δει και να προστίθενται και άλλες ενδείξεις όπως είναι η διάρρηξη των παραδοσιακά καλών σχέσεων με το Ισραήλ ή η υιοθέτηση μιας εκδοχής αυταρχικού λαϊκισμού που υποτίθεται ότι δεν συνάδει με τις πολιτικές παραδόσεις της Δύσης.
Το αφήγημα αυτό επαναλαμβάνεται συχνά, είτε ως παρουσίαση ενδεχόμενου κινδύνου είτε ως αποτύπωση τετελεσμένης ρήξης. Τροφοδοτεί επίσης τη στάση συγκεκριμένων κέντρων, όπως για παράδειγμα είναι τα τμήματα του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου που επιμένουν ότι χρειάζεται να επιβληθούν κυρώσεις, ή χώρες που βρίσκονται σε ανοιχτή σχεδόν αντιπαράθεση με την Τουρκία, όπως είναι η Γαλλία.
Από διάφορες πλευρές η Τουρκία φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτό το αφήγημα. Έχει αναβαθμίσει τις σχέσεις με τη Ρωσία και επιμένει στη χρήση των αντιβαλλιστικών συστοιχιών S-400. Συνεργάζεται με τη Ρωσία για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου. Έχει αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Συμμετέχει στην διαδικασία της Αστάνα για τη Συρία μαζί με τη Ρωσία και το Ιράν. Επιμένει να έχει διαφορετική εκτίμηση για τις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής, θεωρώντας τις τρομοκρατικές. Και βέβαια διεκδικεί έναν αυτόνομο ρόλο είτε στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο είτε στη Λιβύη ακόμη και εάν αυτό την φέρνει σε αντιπαράθεση όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με χώρες στηρίγματα της πολιτικής της Δύσης όπως η Αίγυπτος ή η Σαουδική Αραβία.
Όμως, όλα αυτά είναι η μία πλευρά μιας πιο σύνθετης πραγματικότητας.
Ποια τα όρια της Δύσης;
Στην πραγματικότητα, υπόβαθρο αυτής της αντιπαράθεσης είναι ο τρόπος που μπορεί κανείς να ορίσει τη Δύση σήμερα.
Η Τουρκία εντάχθηκε στη Δύση σε μια συγκυρία που αυτή είχε έναν συγκεκριμένο ορισμό και αποτελούσε το μπλοκ των δυνάμεων που στεκόταν απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της, κάτι που και σήμερα αποτυπώνεται στον βαθύ αντικομμουνισμού και του τουρκικού κράτους και μεγάλους μέρους του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Η Τουρκία επίσης με διάφορους τρόπους εντάχθηκε στη διευρυνόμενη έννοια της Δύσης όπως αυτή αναδύθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν μια δύναμη που υποστήριξε την επέκταση της οικονομίας της αγοράς, την παγκοσμιοποίηση, τις ξένες επενδύσεις, ενώ με διάφορους τρόπους στρατεύτηκε στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας». Δεν προσυπέγραψε την «αυτοκρατορική» στροφή των κυβερνήσεων του Μπους και της εισβολής στο Ιράκ το 2003, όμως το ίδιο ισχύει και για άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, για μεγάλο διάστημα επέμεινε στην προοπτική της ένταξης στην Ευρώπη και μάλιστα ήταν ο Ερντογάν αυτός που φάνηκε ότι μπορούσε να κάνει και την πιο αποφασιστική διαπραγμάτευση.
Όλα αυτά προφανώς συνδυάστηκαν με την διεκδίκηση και μιας ιδιαίτερης περιφερειακής στρατηγικής και έναν έντονο εθνικισμό, όμως το στοιχείο αυτό δεν φαινόταν να έρχεται σε σύγκρουση με μια στρατηγική φιλοδυτική. Μάλιστα, για σημαντικό διάστημα με αυτό τον τρόπο την προσλάμβαναν και οι δυτικές χώρες, με την εκδοχή πολιτικού Ισλάμ που εκπροσωπούσε ο Ερντογάν να θεωρείται συμβατή με τους δυτικούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.
Το μόνο όριο που φάνηκε ότι δεν μπορούσε εύκολα να ξεπεραστεί ήταν αυτό της ευρωπαϊκής προοπτικής. Είναι προφανές ότι σχετικά νωρίς στην ενταξιακή διαδικασία οι ηγετικές χώρες της ΕΕ και κυρίως η Γαλλία εκτίμησαν ότι η Ένωση δεν θα μπορούσε να αντέξει την παρουσία μιας μεγάλης μουσουλμανικής χώρες και πήραν την επιλογή η όποια διαπραγμάτευση να μην έχει ορατό τέλος.
Αν κάτι αλλάζει σταδιακά από τη δεκαετία του 2010 δεν είναι μόνο η πολιτική της Τουρκίας είναι και τα όρια της Δύσης. Η εικόνα ενός καπιταλιστικού κόσμου όπου με την εξαίρεση των «κρατών-ταραξιών», οι υπόλοιποι ανταγωνισμοί θα είναι κυρίως οικονομικοί και όχι πολιτικοστρατιωτικοί θα δώσει τη θέση της σε αυτό που έχει συχνά περιγραφεί ως ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος». Η νέα αντιπαλότητα ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, σε ιδιαίτερη κλιμάκωση από την ουκρανική κρίση και μετά, αλλά και η σταδιακή ανάδειξη της Κίνας όχι μόνο σε οικονομική αλλά και γεωπολιτική απειλή θα διαμορφώσει ένα νέο τοπίο, που επιτρέπει διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το τι συνιστά «φιλοδυτικό» προσανατολισμό.
Οι νέες διαχωριστικές γραμμές και η τουρκική πολιτική
Οι νέες διαχωριστικές γραμμές είναι ακόμη στη διαδικασία να χαραχτούν. Ανεξαρτήτως των προθέσεων των ΗΠΑ και όσων εκ των συμμάχων τους μοιράζονται την ίδια οπτική, άλλες χώρες, σε διαφορετικούς βαθμούς, δυσκολεύονται να ακολουθήσουν πλήρως. Το παράδειγμα της ευρωπαϊκής δυσανεξίας ως προς την κλιμάκωση των κυρώσεων των ΗΠΑ στη Ρωσία, που φαντάζει και εκβιασμός να αναδιαταχτούν οι ενεργειακές πηγές είναι χαρακτηριστικό. Το ίδιο ισχύει και για τη δυσκολία ως προς την αποδοχή των κυρώσεων απέναντι στην Κίνα, ιδίως από τη στιγμή που αρκετές χώρες θέλουν τις κινεζικές επενδύσεις. Αντίστοιχα, σε άλλες περιοχές, πέραν της Ευρώπης, επίσης υπάρχει δυσκολία ως προς την πλήρη συστράτευση. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που το βλέπει κανείς και στη στάση της Κίνας που προσπαθεί να αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τις οικονομικές σχέσεις με τις χώρες που βλέπουν θετικά τη στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος». Μονομερείς επιλογές των ΗΠΑ όπως η αποχώρηση από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, έχουν αντιμετωπιστεί αρνητικά από άλλες χώρες.
Θα έλεγε κανείς ότι η Τουρκία δεν είναι τόσο ότι γυρνάει την πλάτη στη Δύση, όσο ότι δεν αποδέχεται πλήρως την αναδυόμενη και πιο περιοριστική αντίληψη της Δύσης που τείνει να διαμορφωθεί. Θεωρεί δηλαδή ότι στο βαθμό που επιμένει στις βασικές οριοθετήσεις της προηγούμενης περιόδου (οικονομία της αγοράς, κράτος δικαίου, αντιτρομοκρατική πολιτική, παγκοσμιοποίηση) μπορεί να έχει και τη δυνατότητα μιας ευέλικτης εξωτερικής πολιτικής και να μην ταυτίζεται με τις νέες αυστηρές διαχωριστικές γραμμές.
Η εκτίμηση στηρίζεται και στο τρόπο που η τουρκική ηγεσία θεωρεί ότι πλέον ο στενός πυρήνας της Δύσης, δηλαδή οι ΗΠΑ και οι χώρες που ενστερνίζονται τη στρατηγική του Νέου Ψυχρού Πολέμου, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν την ίδια συνολική ισχύ ή ότι θα επιβάλουν ένα πρότυπο σε παγκόσμια κλίμακα. Επιλέγοντας αυτή τον περισσότερο ευέλικτο προσανατολισμό θεωρούν ότι τοποθετούν καλύτερα σε μια πιο μεταβατική συγκυρία.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή θεωρούν ότι μια τέτοια μεταβατική συγκυρία ίσως και να τους δίνει περισσότερα περιθώρια να προβάλουν και περισσότερο «αναθεωρητικές» διεκδικήσεις ή να προβάλλουν τη λογική μιας διαπραγμάτευσης που δεν θα πατάει σε κοινές αφετηρίες.
Η δυσκολία μιας ρήξης ανάμεσα στη Δύση και την Τουρκία
Πολύ συχνά στην Ελλάδα θεωρούμε ότι η λύση για τα ελληνοτουρκικά θα ήταν μια ρήξη της Τουρκίας με τη Δύση, με τη μορφή μέτρων, κυρώσεων και επιλογών που θα την απομόνωναν ριζικά. Συχνά μάλιστα κινήσεις π.χ. συγκεκριμένων μερίδων του Κογκρέσου που εκπροσωπούν φωνές στο αμερικανικό κατεστημένο που θα ήθελαν μια ρήξη στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται ως πιο σημαντικές από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Την ίδια ώρα παραβλέπεται ότι οι ίδιες φωνές εκπροσωπούν επιθετικές στρατηγικές, στο πλαίσιο του Νέου Ψυχρού Πολέμου, που προωθούν περισσότερο τη διαχείριση της αποσταθεροποίησης παρά τη μακροπρόθεσμη ειρήνη. Με τον ίδιο τρόπο επενδύουμε στις τακτικές επιλογές χωρών που στη συγκυρία επιλέγουν μια πιο αντιπαραθετική πολιτική με την Τουρκία, όπως η Γαλλία, παραβλέποντας ότι συχνά πρόκειται για τακτικούς υπολογισμούς.
Αντίστοιχα, συχνά στην Ελλάδα θεωρούμε ότι η Δύση υπήρξε ανεπαρκής ως προς το εάν πίεσε ή συγκράτησε έγκαιρα την Τουρκία και άρα κινούμαστε ως εάν η λύση θα ήταν να εγκατέλειπε η Δύση μια κατευναστική στάση έναντι της Τουρκίας. Όντως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι από την εισβολή στην Κύπρο και μετά σε διάφορες στιγμές μια πιο αποφασιστική στάση μπορεί να περιόριζε πλευρές της τουρκικής επιθετικότητας. Όμως, την ίδια στιγμή ποτέ δεν υπήρξε και μια συνολικότερη αποφασιστικότητα από την ελληνική πλευρά για το άνοιγμα μιας συνολικής διαπραγμάτευσης. Αντίστοιχα, και σε όλες αυτές τις στιγμές το πρόβλημα ήταν ότι υπήρχε δυσκολία ως προς μια συνολική ρήξη.
Η δυσκολία αυτή δείχνει να υπάρχει και τώρα. Ούτε οι περισσότερες δυτικές χώρες έχουν την επιλογή μιας πλήρους ρήξης με την Τουρκία, γιατί αυτό θα ήταν μια υπερβολικά μεγάλη ανατροπή συσχετισμών για να την αφήσουν να συμβεί και θα διαμόρφωνε τοπίο αχαρτογράφητο. Ούτε, όμως, και η Τουρκία έχει πάρει την επιλογή να εξέλθει πλήρως από το σύνολο των οικονομικών σχέσεων αλλά και πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων που ορίζουν τη «Δύση».
Την ίδια ώρα η προσπάθεια της Τουρκίας να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα σύνθετο πλέγμα συμμαχιών, έστω και τακτικών, της δίνει βαθμούς ελευθερίας, που συχνά τους προβάλλει με αλαζονικό τρόπο, αλλά και την εκθέτει σε μεγαλύτερο βαθμό πιέσεων, ή την κάνει να εξαρτάται σε κρίσιμες πλευρές από τη στάση όχι μόνο της Δύσης αλλά και χωρών όπως η Ρωσία. Αυτό, όμως, δίνει και τη δυνατότητα να της ασκηθούν πιέσεις από περισσότερες πλευρές.