Αριστεία και αξιολόγηση είναι τα δύο επίμαχα ζητήματα που διχάζουν την εκπαιδευτική κοινότητα και αναζωπυρώθηκαν με την επαναφορά των πρότυπων σχολείων. Η διαμάχη δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, δεδομένου ότι και στην Αγγλία η αντίστοιχη διάκριση μεταξύ των grammar και comprehensive schools πάει δεκαετίες πίσω και εκφράζει δύο διαφορετικές εκπαιδευτικές αντιλήψεις.
Η φιλοδοξία των γονέων να δουν τα παιδιά τους να φοιτούν σε καλύτερα σχολεία είναι κατανοητή, όπως και το γεγονός ότι οι τάξεις με παιδιά μεικτών δυνατοτήτων κατεβάζουν τον μέσο όρο. Επομένως, για τους ικανότερους μαθητές τα πρότυπα σχολεία είναι μια λύση.
Τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα σχολεία; Θα αναβαθμιστούν κατά κάποιον τρόπο και αυτά ή θα αφεθούν να κυλήσουν πιο χαμηλά με το να στερηθούν το καλύτερο μαθητικό τους δυναμικό;
Η εμπειρία της Αγγλίας, όπου τα σπίτια σε περιοχές με καλά σχολεία είναι κατά πολύ ακριβότερα, δείχνει ότι η δημόσια εκπαίδευση διαφορετικών ταχυτήτων στηρίζει και μια αντίστοιχη κοινωνία. Το γεγονός ότι τα αγγλικά πανεπιστήμια έχουν ειδική ποσόστωση εισαγωγής για μαθητές από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα επιβεβαιώνει ότι οι ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες εξακολουθούν να αποτελούν ζητούμενο ακόμη και για ανεπτυγμένες κοινωνίες, που για χρόνια βιώνουν το πρόβλημα των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Η αξιολόγηση των σχολείων (όπως και των πανεπιστημίων) στην Αγγλία δεν οδηγεί μόνο στην ιεράρχησή τους αλλά και στο κλείσιμο προβληματικών σχολείων ή πανεπιστημιακών τμημάτων και την επαναλειτουργία τους μετά από κάποιο διάστημα με νέα διεύθυνση και προσωπικό. Μια τόσο αυστηρή αξιολόγηση στην Ελλάδα είναι αδιανόητη για πολλούς λόγους και αυτό που προέχει είναι να δημιουργηθεί μια κουλτούρα αξιολόγησης καθώς ακόμη επιβιώνουν οι μνήμες επιθεωρητών που μείωναν τη βαθμολογία αξιόλογων και προοδευτικών εκπαιδευτικών αυθαίρετα.
Η καλλιέργεια κουλτούρας αξιολόγησης απαιτεί χρόνο, ούτως ώστε να χτιστούν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων στην αξιολογική διαδικασία, και θα πρέπει να βασιστεί σε υπαρκτά και λιγότερο σε ιδεατά πρότυπα. Για παράδειγμα, γιατί ένα σχολείο τα καταφέρνει καλύτερα από ένα άλλο στην ίδια περίπου περιοχή ή γιατί ένα νεότερο πανεπιστήμιο διαθέτει καλύτερη βιβλιοθήκη από ένα παλαιότερο.
Η κατανόηση των διαφορών μπορεί να αναδείξει συγκεκριμένα αξιολογικά πρότυπα, ώστε να λειτουργήσουν δημιουργικά και υποβοηθητικά στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου. Η αξιολόγηση, επίσης, δεν μπορεί να στηριχθεί στον φετιχισμό των πτυχίων καθώς αρκετοί εκπαιδευτικοί συσσωρεύουν διάφορα (και ενίοτε άσχετα μεταξύ τους) πτυχία με την ελπίδα μεγαλύτερης μοριοδότησης, χωρίς όμως αυτό να τους κάνει καλύτερους στο έργο τους.
Πριν μερικά χρόνια έγινε η αξιολόγηση των πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας. Πολλά τμήματα μάλιστα έχουν αναρτήσει τις αξιολογήσεις στις ιστοσελίδες τους. Αλλαξε όμως κάτι; Οι αναντιστοιχίες στη βαθμολογία των φοιτητών, στις υποδομές ή το εκπαιδευτικό δυναμικό μεταξύ ομοειδών πανεπιστημιακών τμημάτων μειώθηκαν; Οι νέες προϋποθέσεις μετεγγραφής από περιφερειακά σε κεντρικά ιδρύματα δείχνουν το μέγεθος των διαφορών (με τη διαφορά βάσεων εισαγωγής σε ορισμένες περιπτώσεις να ξεπερνά τα 10.000 μόρια). Αν η αριστεία παραπέμπει σε εκπαίδευση πολλαπλών ταχυτήτων, η αξιολόγηση μπορεί να επιτείνει αυτές τις ανισότητες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται, αλλά με κίνητρα και κριτήρια που θα στοχεύουν σε πρώτη φάση στη μείωση των ανισοτήτων είτε μεταξύ προτύπων και άλλων σχολείων είτε μεταξύ περιφερειακών και κεντρικών πανεπιστημίων. Αριστεία και αξιολόγηση δεν πρέπει να υπογραμμίζουν τις διαφορές ή να αναδεικνύουν τις αποκλίσεις αλλά να επιδιώκουν να τις γεφυρώσουν. Δεν είναι ουδέτερες και τεχνοκρατικές διαδικασίες αλλά προϋποθέτουν συγκεκριμένες εκπαιδευτικές φιλοσοφίες και κοινωνικές παραμέτρους.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.