Το γεγονός ότι η Γερμανική προεδρία της ΕΕ, δεν είναι διατεθειμένη να έρθει σε ρήξη με την Τουρκία, επιβεβαίωσε η περιβόητη Τριμερής Συνάντηση Ελλάδας Τουρκίας, Γερμανίας, που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο το Σαββατοκύριακο, μετά την απόφαση για μετατροπή της Αγιάς Σοφίας σε τζαμί.
Αυτό άλλωστε φάνηκε και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, καθώς το επόμενο ραντεβού που δόθηκε προκειμένου να ξανασυζητηθεί η τουρκική παραβατικότητα είναι στα τέλη Αυγούστου.
Παρά την πίεση από την ελληνική πλευρά και την οξεία αντίδραση της Γαλλίας σε ό,τι αφορά στις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται πως επιχειρεί κερδίσει χρόνο προκειμένου να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με την Άγκυρα, η οποία από την πλευρά της, ενθαρρυμένη από τη στάση των εταίρων, επιχειρεί να ακυρώσει τη συζήτηση στην ΕΕ για τις κυρώσεις εναντίον της.
Εμφανίζεται παράλληλα ανυποχώρητη, σε ότι αφορά τόσο στην Αγία Σοφία, όσο και στις γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η τριμερής συνάντηση
Ενδεικτικό είναι ότι την αποκάλυψη πως Γερμανία – Ελλάδα – Τουρκία συμμετείχαν σε τριμερή συνάντηση στον απόηχο της απόφασης της τουρκικής κυβέρνησης για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, την έκανε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Ο ίδιος δήλωσε πως: «Εμείς είμαστε έτοιμοι για διάλογο με όλους στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Αλλωστε με την Ελλάδα, έπειτα από την τηλεφωνική συνομιλία του προέδρου μας με τον κ. Μητσοτάκη, ξεκινήσαμε και πάλι τον διάλογο.
»Γνωρίζετε ότι ο σύμβουλος του Προέδρου και εκπρόσωπός του, Ιμπραχίμ Καλίν, και κάποιοι συνάδελφοί μας του υπουργείου Εξωτερικών ήταν στο Βερολίνο και πραγματοποίησαν Τριμερή Συνάντηση Ελλάδας, Γερμανίας και Τουρκίας. Ο Ιμπραχίμ Καλίν και οι συνάδελφοί μας, μας πήραν και μας ενημέρωσαν. Τελικά, αν υπάρχει θέληση, μπορεί να γίνει διάλογος».
Τι λέει η ελληνική κυβέρνηση
Στη συνάντηση έλαβαν μέρος η διπλωματική σύμβουλος του έλληνα πρωθυπουργού, Ελένη Σουρανή, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραχήμ Καλίν, και ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της Ανγκελα Μέρκελ, Γιαν Χέκερ.
Ελληνική κυβερνητική πηγή ανέφερε στο politis.com.cy, ότι «η συνάντηση έγινε μετά από πρόσκληση της Γερμανικής Προεδρίας της ΕΕ, υπό το φως και της διεξαγόμενης συζήτησης για την Τουρκία στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ΣΕΥ) που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα, 13 Ιουλίου 2020.
»Εκ του αποτελέσματος του ΣΕΥ, που είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό για τη χώρα μας (σ.σ. Ελλάδα), προκύπτει ότι οι θέσεις μας γίνονται απολύτως κατανοητές από τους εταίρους μας και η Ελλάδα δεν χάνει και δεν θα χάνει καμία ευκαιρία να τις παρουσιάζει παντού και έναντι οιουδήποτε».
Ερωτηθείσα η ίδια πηγή γιατί η Αθήνα δεν ανακοίνωσε τη συνάντηση, απάντησε ως εξής: «Οι συναντήσεις υπηρεσιακών στελεχών δεν είθισται να ανακοινώνονται. Και σε αυτό το επίπεδο οι δίαυλοι είναι ανοικτοί και επιθυμητοί, κάτι το οποίο ανακοινώθηκε άλλωστε μετά τη συνομιλία τού έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν».
Διάλογος υπό πίεση – Οι κόκκινες γραμμές
Αναλυτές εκτιμούν ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα πιεστεί να προχωρήσει σε αυτό τον διάλογο με την Τουρκία από τις μεγάλες δυνάμεις που διατηρούν συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Αθήνα πάντως να τονίζει σε κάθε τόνο πως προκειμένου να κάτσει στο τραπέζι των συζητήσεων απαιτείται αποκλιμάκωση των προκλήσεων εκ μέρους της Άγκυρας.
Σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία του Βερολίνου για την τριμερή επιβεβαιώνει την καταφανή προσπάθεια της Γερμανίας να οικοδομήσει «διπλωματική γέφυρα» μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας για να πέσουν οι τόνοι στην Ανατολική Μεσόγειο.
Υπό το πρίσμα της φθίνουσας πορείας της οικονομίας της, η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να διατηρήσει τις οικονομικές, εμπορικές αλλά και πολιτικές σχέσεις με την ΕΕ ή/και μεμονωμένα κράτη-μέλη. Σε αυτό το σημείο, η ελληνική πλευρά πρέπει να επιδιώξει, μέσω ενδοευρωπαϊκών συμμαχιών, την υιοθέτηση μίας καθαρής, έστω μίνιμουμ, κοινής ευρωπαϊκής θέσης απέναντι στην Τουρκία, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.
Οι κυρώσεις που μελετά η ΕΕ
Η Αθήνα, στο Συμβούλιο Εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ, ζήτησε να αντιληφθούν οι εταίροι την κρισιμότητα της κατάστασης, επισημαίνοντας ότι η χώρα μας μπορεί να βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εξελίξεις αν η Τουρκία προχωρήσει σε νέα προκλητική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μήνυμα που δόθηκε ήταν πως «αν υπάρξει θερμό επεισόδιο, η Ελλάδα θα αντιδράσει και θα χρειαστεί να ενεργοποιηθεί το άρθρο 42 της Συνθήκης, δηλαδή να ενισχυθεί με απόφαση του Συμβουλίου η χώρα που δέχεται επίθεση».
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ανάμεσα στις κυρώσεις που έπεσαν στο τραπέζι είναι η διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αλλά και της προενταξιακής χρηματοδότησης της Τουρκίας. Μια εξέλιξη που θα είναι ιδιαίτερα δυσμενής για την παραπαίουσα τουρκική οικονομία.
Επίσης, διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η ελληνική αντιπροσωπεία κατέθεσε το αίτημα να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων που σχεδιάζονται εναντίον της Τουρκίας συγκεκριμένα μέτρα για τις τουρκικές τράπεζες και την τουριστική βιομηχανία της γειτονικής χώρας.
Στην Αθήνα επικρατεί ικανοποίηση για το γεγονός ότι διαμορφώθηκε επίσης ένα μπλοκ χωρών που ζήτησαν ανοικτά τον προσδιορισμό και την επιβολή ενός καταλόγου κυρώσεων στην Άγκυρα με σκοπό να σταλεί το ξεκάθαρο μήνυμα ότι οι ενέργειες του Ταγίπ Ερντογάν σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων χωρών της ΕΕ δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές.
Μεταξύ αυτών είναι η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Σουηδία, ενώ η Αυστρία ζήτησε ακόμη και τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Παρόλα αυτά, κάποιοι υπουργοί Εξωτερικών επέμειναν εξαντληθούν τα περιθώρια συνεννόησης με την Άγκυρα, προτού οι Βρυξέλλες επιβάλλουν κυρώσεις.