«Κάτι που δεν απαγορεύεται ρητά, επιτρέπεται». Αυτό απαντούν πολλοί για το πρόβλημα που έχει φανεί έντονα εδώ και κάποιες βδομάδες: τη «χαλάρωση» των μέτρων φυσικής απόστασης και προστασίας, χαλάρωση που είναι ένας λεκτικός ευφημισμός για τη σχεδόν πλήρη αγνόηση του covid-19 μες στη ροή της καθημερινότητας. Πολλές αποφάσεις που λαμβάνονται, όπως η πρόσφατη για τη μη υποχρεωτική χρήση της μάσκας από τους πελάτες των εμπορικών κέντρων, δένουν με αυτή την ερμηνεία που πάει να βολέψει την καθημερινότητά μας. Ο,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται λοιπόν· να μία ακόμα παραλλαγή της γνωστής ταύτισης του ηθικού με το νόμιμο: σου λέει ο άλλος πως αν κάτι δεν παραβιάζει έναν νόμο, μια διάταξη, μια εγκύκλιο, πρέπει να γίνεται δεκτό ως στοιχείο μιας ζωής ανοιχτών επιλογών.
Ομως η πανδημία υπάρχει και αναπτύσσεται. Δεν ζούμε σε κάποια μετα-covid εποχή, όπως βιάστηκε να τη χαρακτηρίσει ο Πρωθυπουργός (σπεύδοντας και ο ίδιος στα πολυάνθρωπα εγκαίνια των νέων σταθμών του μετρό σαν να είναι παρελθόν ο κορωνοϊός) αλλά όπως λένε τα πιο επίσημα χείλη βρισκόμαστε διεθνώς σε μια φάση όξυνσης και επέκτασης της νόσου.
Η απώθηση, η στρατηγική της λήθης και η ανάλαφρη αντιμετώπιση φαίνεται να αντιστρατεύονται την παραπάνω αλήθεια. Και η ανθρώπινη, θερινή κλίμακα της απόδρασης και της «αναστολής» του πένθους συναντάει τον αναρχο-φιλελευθερισμό για αρχαρίους γύρω μας. Ετσι μπορεί να ονομαστεί αυτή η αντίληψη που αρνείται να καταλάβει ότι ατομική αυτονομία σημαίνει και ικανότητα αυτοδέσμευσης και όχι «κάνω ό,τι πιστεύω και γουστάρω» εφόσον «δεν απαγορεύεται». Προφανώς και η αυτοδέσμευση και η ατομική αίσθηση του κινδύνου δεν απαλλάσσουν τις κοινωνίες από μια επιδημία. Εδώ έχουν δίκιο όσοι κατακρίνουν την αφηρημένη και εκτός πλαισίου επίκληση της ατομικής ευθύνης. Ενα μέρος της ζωής δεν έχει τόσο πολλά περιθώρια ατομικών επιλογών ιδίως για όσους εργάζονται σε κλειστούς χώρους, σε τυφλά εσωτερικά που τα αερίζουν κακοσυντηρημένα ερ κοντίσιον ή προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν ανυπόμονους καταναλωτές σε κάποια ουρά. Σε αυτές τις συνθήκες το βάρος πέφτει περισσότερο στους πελάτες/καταναλωτές και όχι στον κόσμο της παραγωγής. Τι νόημα έχει λοιπόν να μη φορούν μάσκα οι πελάτες παρά μόνο οι εργαζόμενοι στους κλειστούς χώρους;
Πώς δικαιολογείται το επίσημο νεύμα για απόλυτη χαλάρωση των πολλών και για διατήρηση των περιορισμών για όλο και λιγότερους;
Βλέπει κανείς και εδώ, πέραν από την απολύτως εύλογη αγωνία για την οικονομία, την αγωνία όλων των εξουσιών να αρέσουν και να μη δυσαρεστούν. Κατανοητό ως έναν βαθμό, ιδίως επειδή το φθινόπωρο έρχονται σκληρές δοκιμασίες. Ομως από ένα σημείο και μετά όλο αυτό παρέχει κάλυψη σε ατομικές και συλλογικές στάσεις αδιαφορίας για το πρόβλημα. Η αδυναμία των τοπικών αρχών και της κεντρικής εξουσίας να πουν όχι στα παρακμιακά (πλέον) πανηγύρια ή σε άλλες πλευρές της καθ’ ημάς «κανονικότητας» ξαναφέρνει στην επιφάνεια το αιώνιο πρόβλημα της αιχμαλωσίας της πολιτικής. Από την άλλη, όσοι πολίτες επιμένουν να τηρούν κάποιο πρωτόκολλο, εμφανίζονται πια ως γραφικές προσωπικότητες που θέλουν να στερήσουν τους άλλους από τις χαρές της. Αυτός είναι ο αναρχο-ατομικισμός της εύκολης αντίδρασης. Οι πολιτικές ελίτ τον κολακεύουν και τον φοβούνται. Ενα μέρος των πολιτών που δεν αντέχει την κοινωνική εξουσία του ασπόνδυλου ατομικισμού παλεύει πλέον να κρατηθεί στην ενδιάμεση ζώνη: πέρα από την απαγόρευση και την ασυνειδησία, πέρα από την επίκληση στην αστυνομία και αυτή την τραγελαφική «αυτορρύθμιση» των συμπεριφορών που τη διαφημίζουν σαν λύση σε παρόμοια διλήμματα.
Τελικά μια κουλτούρα της συλλογικής και ατομικής υπευθυνότητας δυσκολεύεται να ριζώσει. Το κράτος που εμφανίζεται να αποδέχεται ή να υποκύπτει στα κόλπα και στα τερτίπια της «κοινωνίας» εξαγγέλλει την αρχή της ευθύνης και, εκ παραλλήλου, με άλλες του κινήσεις ενθαρρύνει όσα συμβαίνουν τώρα. Η πανδημία προβάλλει για τους πολλούς ως κάποιος αόριστος κλοιός που αφορά μια άλλη, ξέχωρη ανθρωπότητα ή ως ένα ακόμα θέμα για τους «τρόμους» των ειδήσεων.
+Η κυβέρνηση εκπέμπει διφορούμενα μηνύματα, η αντιπολίτευση ονειρεύεται, κατά τη συνήθειά της, τη λαϊκή εξέγερση κατά της λιτότητας ενώ μια άμορφη κοινωνική Ακροδεξιά δεν πιστεύει κανέναν εκτός από τις Προφητείες κάποιου Γέροντα, ενώ οι τοπικές κοινωνίες είναι έτοιμες να παίξουν λύρα για τον τουρίστα ή (την άλλη στιγμή) να του ρίξουν το ανάθεμα για τα κρούσματα.
Το πικρό συμπέρασμα είναι ότι έχουμε ανάγκη τους «σκληρούς» κανόνες. Λειτουργούμε μόνο με τα ξεκάθαρα Οχι και τα σαφή Ναι, αφού μοιάζει αδύνατο να τα επιβάλλουμε δίχως τη βοήθεια του κράτους ή δίχως τη συνδρομή του πιο ηχηρού φόβου. Το συμπέρασμα δεν είναι κολακευτικό και ούτε αποτελεί παρηγοριά ότι τα ίδια γίνονται και αλλού.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.