Η επανεκλογή του προέδρου Αντρέι Ντούντα στην Πολωνία σημαίνει ότι θα συνεχιστεί η απομάκρυνση της χώρας από τη Δημοκρατία και τις ευρωπαϊκές αξίες. Στον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών την Κυριακή, ο εθνολαϊκιστής Ντούντα επικράτησε με 51% έναντι 49% του κεντροδεξιού δημάρχου της Βαρσοβίας Ράφαλ Τρασκόφσκι. Θα πρέπει να ηγηθεί μιας βαθιά διχασμένης χώρας, όμως το γεγονός ότι η συμμετοχή ξεπέρασε το 68% (η υψηλότερη μετά την ιστορική εκλογική αναμέτρηση του 1989 στην Πολωνία) σημαίνει ότι ο Ντούντα έχει καθαρή νομιμοποίηση.
Αν είχε εκλεγεί ο Τρασκόφσκι, θα μπορούσε να βάλει φρένο στο αντιδημοκρατικό και κοινωνικά συντηρητικό πρόγραμμα της κυβέρνησης του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) το οποίο με τον Ντούντα, που προέρχεται από το PiS, θα συνεχιστεί για τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια, ως τις βουλευτικές εκλογές του 2023.
Προς επιδείνωση οι σχέσεις με την Ε.Ε.
Οι ήδη κακές σχέσεις της Πολωνίας με την ΕΕ αναμένεται να επιδεινωθούν. Εδώ και χρόνια, οι Βρυξέλλες προειδοποιούν τη Βαρσοβία ότι εξαιτίας των παρεμβάσεων της κυβέρνησης στο δικαστικό σύστημα, έχει πληγεί ο διαχωρισμός ανάμεσα στην εκτελεστική και την δικαστική εξουσία στη χώρα. Στα τέλη του 2017, η Επιτροπή ξεκίνησε τη διαδικασία κυρώσεων κατά της Πολωνίας η οποία θα μπορούσε στο τέλος να της στερήσει το δικαίωμα ψήφου στην ΕΕ αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει φέρει κανένα αποτέλεσμα. Αυξάνονται οι φωνές στην ΕΕ που ζητούν να συνδεθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια προς την Πολωνία με την συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές αρχές.
Πιο διχασμένη από ποτέ…
Η Πολωνία είναι σήμερα πιο διχασμένη από ποτέ. Ο Ντούντα εξελέγη χάρη στις ψήφους της επαρχίας και της ανατολικής Πολωνίας, ενώ ο Τρασκόφσκι επικράτησε στις μεγάλες πόλεις και στη δυτική Πολωνία. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι θα ήταν λάθος για το PiS να υποτιμήσει την «άλλη μισή» Πολωνία και να συνεχίσει να κυβερνά ικανοποιώντας μόνο την «δική του μισή». Θα ήταν λάθος, δηλαδή, να εκλάβει την επανεκλογή του Ντούντα ως ενθάρρυνση για να εντείνει τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και της δικαστικής εξουσίας.
Πολλοί θεωρούν ότι μετά την επανεκλογή Ντούντα, η κυβέρνηση θα συνεχίσει ανενόχλητη, χωρίς εμπόδια από τον πρόεδρο, τις ενέργειες για να ελέγξει και τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, αφού μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να ελέγξει ολοκληρωτικά την δημόσια τηλεόραση και να την κάνει φερέφωνό της. Εκτιμούν ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο οποίος έχει παραδώσει τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης σε δικούς του ανθρώπους. Ήδη ο Ντούντα και άλλα στελέχη PiS έχουν αρχίσει να καταφέρονται με δηλώσεις τους εναντίον της ξένης ιδιοκτησίας ορισμένων μέσων ενημέρωσης και υπέρ της επιστροφής τους σε πολωνικά χέρια.
Προεκλογικά ο Ντούντα έκανε σημαία του την επιτυχία του προγράμματος 500+ που δίνει 500 ζλότι (110 ευρώ) τον μήνα για κάθε παιδί κάτω των 18 ετών, το οποίο έβγαλε από τη φτώχεια πολλές οικογένειες στα χωριά και στις κωμοπόλεις που αισθάνθηκαν, πρώτη φορά μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1989, ότι ένα κόμμα φροντίζει τις δικές τους ανάγκες. Στα χωριά και στις μικρές πόλεις βρίσκεται η εκλογική βάση του Ντούντα ο οποίος καλλιέργησε προεκλογικά τον φόβο για την «ιδεολογία ΛΟΑΤ» που προσπαθεί «επιθετικά να επιβληθεί στα παιδιά της Πολωνίας» και είναι «πιο επικίνδυνη από τον κομμουνισμό».
«Καμπανάκι» τα ποσοστά του Τρασκόφσκι
«Η επανεκλογή του Αντρέι Ντούντα αποτελεί επιτυχία του συντηρητικού-εθνικιστικού PiS που κυβερνά από το 2015. Αλλά το υψηλό ποσοστό του φιλελεύθερου Ράφαλ Τρασκόφσκι συνιστά προειδοποίηση προς την κυβέρνηση», αναφέρει κύριο άρθρο του «Monde».
Η αντιπολίτευση, που κέρδισε την πλειοψηφία στη Γερουσία το 2019, έχει βάλει πλέον ως στόχο τις βουλευτικές εκλογές του 2023. «Αυτή η δημοκρατική ενέργεια ξεχωρίζει την Πολωνία από άλλες χώρες, όπως την Ουγγαρία, όπου οι οπαδοί της “ανελεύθερης δημοκρατίας” έχουν καταφέρει να πατάξουν την αντιπολίτευση», συνεχίζει η γαλλική εφημερίδα. Με την ευκαιρία του ευρωπαϊκού προγράμματος βοήθειας για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία, από την οποία μεγάλο μέρος θα πάει στην Πολωνία, ο «Monde» καλεί την ΕΕ να μην δώσει εκατομμύρια ευρώ στη Βαρσοβία χωρίς να απαιτήσει να γίνουν σεβαστοί οι ευρωπαϊκοί κανόνες για το κράτος Δικαίου.