Πολλοί ήταν εκείνοι που αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία. Ωστόσο, εδώ και καιρό είχε προαναγγείλει και προδιαγράψει την επιλογή και την απόφασή του. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε πάντα την ίδια άποψη. Πριν από χρόνια απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις τοποθετούνταν αρνητικά διερωτώμενος για την έκταση και την ένταση των αντιδράσεων που θα προκαλούσε ενδεχόμενη μετατροπή ενός οικουμενικού μνημείου της χριστιανοσύνης σε τζαμί.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έκρυψε ποτέ ότι είναι ισλαμιστής, ούτε ότι το κόμμα του έχει ισλαμικές ρίζες και ότι ο ίδιος προέρχεται από τις τάξεις του κόμματος Ευημερίας του Νεσμεττίν Ερμπακάν, που επί δεκαετίες εξέφραζε το πολιτικό ισλάμ στην Τουρκία.
Παρά ταύτα η διολίσθησή του ήταν αργή και αποτέλεσμα της μεταβολής τόσο εσωτερικών συσχετισμών, όσο των διεθνών συνθηκών, ιδιαιτέρως των μεταβολών στο πεδίο της γεωπολιτικής.
Διαβλέποντας τις επερχόμενες γεωπολιτικές μετατοπίσεις θέλησε να οικοδομήσει για τον ίδιο και τη χώρα του ρόλο ηγετικό στον μουσουλμανικό κόσμο.
Αρχικώς επιχείρησε να εκμεταλλευθεί την αραβική άνοιξη. Επένδυσε πολλά στην άνοδο του ηγέτη των Αδελφών Μουσουλμάνων Μοχάμεντ Μόρσι στην ηγεσία της Αιγύπτου το 2012 και μαζί βρέθηκε να υποστηρίζει την έκπτωση του Ασαντ στη γειτονική Συρία. Το πραξικόπημα του Σίσι, η καθαίρεση και φυλάκιση του Μόρσι το καλοκαίρι του 2013, κλόνισαν τα σχέδιά του, αλλά ουδέποτε τα εγκατέλειψε.
Επέμεινε στην ισλαμική κατάκτηση της Δαμασκού, συνδέθηκε με τη διεκδίκηση του Ισλαμικού Κράτους και δεν αρνήθηκε ποτέ τους τρομοκράτες του ISIS ,παρά τα αποτρόπαια εγκλήματά τους. Εξ αρχής, από το 2014, οπότε και γνωστοποιήθηκαν οι σκοποί του χαλιφάτου, βρέθηκε στο πλευρό τους , αψηφώντας τις διεθνείς επικρίσεις.
Γεγονός που δεν ήταν αδιάφορο. Το αποτυχημένο πραξικόπημα που εκδηλώθηκε δυό χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2016, εναντίον του μόνο άσχετο δεν ήταν με την υποστήριξη που παρείχε στους κύκλους του φανατικού σουνιτικού ισλάμ.
Παρά τον συγκλονισμό του ωστόσο δεν δίστασε ούτε στιγμή. Προχώρησε τάχιστα σε εκκαθαρίσεις στον στρατό, στη δικαιοσύνη, στη δημόσια διοίκηση, στην εκπαίδευση και αλλού.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του θεωρείται σημείο καμπής για τον ίδιο και την Τουρκία. Εκτοτε επιχειρεί σταθερά να δώσει θρησκευτικό χαρακτήρα στη διακυβέρνησή του και δι’ αυτού να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκπροσώπησης του μουσουλμανικού κόσμου.
Ο Ταγίπ Ερντογάν ευνοείται στη διεκδίκησή του από τις εμφανείς γεωπολιτικές ανακατατάξεις και ιδιαιτέρως από την αμερικανική υποχώρηση και τη γενικότερη παρακμή της Δύσης.
Υπολογίζει επίσης ότι ο 21ος αιώνας θα είναι κατά βάση ασιατικός και εκτιμά ότι η Τουρκία θα έχει την ευκαιρία να παίξει ηγετικό ρόλο στο διαμορφούμενο νέο γεωπολιτικό στάτους, εκπροσωπώντας ένα μουσουλμανικό πόλο.
Θεωρεί ότι μπορεί να »παίξει» καλύτερα με τους ανερχόμενους κινέζους και τους σταθεροποιημένους ρώσους, παρά με τους παρηκμασμένους αμερικανούς και τους κατακερματισμένους ευρωπαίους, το δημοκρατικό κεκτημένο των οποίων ούτε αντέχει, ούτε του ταιριάζει.
Ο ίδιος έλκεται, προτιμά το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό ρωσοκινεζικό μετακομμουνιστικό πρότυπο παρά οτιδήποτε άλλο.
Στη βάση αυτών των συγκεκριμένων στοχεύσεων και επιλογών παίρνει αποστάσεις από τη Δύση, δηλώνει πιο κοντά στην Ανατολή και με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί δείχνει σε όλους τους μουσουλμάνους ότι είναι έτοιμος να αναλάβει βάρη και κόστος προκειμένου να τους εκπροσωπήσει έναντι των απίστων.
Γεωπολιτική είναι η κατά βάση η στόχευσή του, αυτήν υπηρετεί με την περιφρόνηση και την προσβολή ενός οικουμενικού μνημείου, από τα εμβληματικότερα της Χριστιανοσύνης.
Ο Ερντογάν λέει καθαρά σε αμερικανούς, ευρωπαίους και βεβαίως σε εμάς ότι παίζει σε άλλο τεραίν, ότι επανατοποθετείται στα παγκόσμια πράγματα, ότι διεκδικεί θέση και απαιτεί ρόλο στον νέο κόσμο που πάει να συγκροτηθεί.
Ο ίδιος έχει διακηρύξει πως θέλει να ηγεμονεύσει στη Μεσόγειο, σε όλη και όχι μόνο στην Ανατολική, διεκδικεί παρουσία στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Περσικό Κόλπο, επιδιώκει έλεγχο της Συρίας, θα ήθελε μερίδιο από το Ιράκ και μαζί να ελευθερώσει το εμβληματικό ισλαμικό τέμενος Αλ Ακτσά της Ιερουσαλήμ…
Με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί όλα τα παραπάνω δηλώνει και το κάνει με τρόπο προκλητικό, χωρίς να νοιάζεται για τις αντιδράσεις και τις συνέπειες.
Το ζήτημα είναι τι είμαστε εμείς, τι εκπροσωπούμε, τι θέλουμε και τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι σε ένα σχήμα που δείχνει διαθέσεις και δεν ορρωδεί προ ουδενός.
Εχουμε επιλογές; Ποιες είναι αυτές; Πόσο μπορούν να υποστηριχθούν διεθνώς; Πόσο ρεαλιστικές είναι και πόσο ο ελληνικός λαός είναι διατεθειμένος να τις υπηρετήσει;
Αυτή η συζήτηση εσωτερικά δεν έχει γίνει, ουδείς την έχει αποτολμήσει.
Ολοι γύρω – γύρω αναμασούν διάφορα ηρωικά και πένθιμα, αλλά επί της ουσίας, επί του πρακτέου ουδέν… Ωστόσο, δεν υπάρχει χρόνος, τα γεγονότα τρέχουν και τα τετελεσμένα επίσης.