Δεν χρειάζεται να είναι κανείς θρησκευόμενος ή πιστός για να αισθανθεί προσβολή από την απόφαση της Τουρκίας να ανατρέψει την απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ» και να μετατρέψει την εμβληματική Αγία Σοφία σε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί). Θα αρκούσε μία επίσκεψη σε αυτό το κτίριο για να κατανοήσει το «μέγεθος» και το «βεληνεκές» της επίδρασης που ασκεί. Η «γωνία» όμως υπό την οποία κάποιος πρέπει ή υποχρεούται να προσεγγίσει την κίνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ιδιαίτερα εφόσον ανήκει στους λήπτες αποφάσεων – είναι πολύ κρίσιμη. Και αυτό διότι σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να παρασυρθεί από το θυμικό, αντί να ιεραρχήσει με ψυχραιμία τις προτεραιότητες.
Στην Ελλάδα, η εύκολη λύση είναι να αποδίδονται όλες οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον νέο-οθωμανισμό. Ο όρος αυτός έχει λάβει χαρακτηριστικά «μαϊντανού» και κολλάει σε κάθε ανάλυση. Δυστυχώς μάλιστα στην Ελλάδα, οι αναλύσεις που κυκλοφορούν με επίκεντρο τον νέο-οθωμανισμό είναι τόσες πολλές που καταντούν χυλός. Ένα δεύτερο στοιχείο που κυριαρχεί είναι ότι οι επιλογές Ερντογάν, ή έστω η πλειοψηφία αυτών, γίνονται με επίκεντρο την Ελλάδα ή και εναντίον της. Η ταπεινή εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι ιδιαίτερα το δεύτερο στοιχείο οδηγεί στη διαμόρφωση μίας ετεροκαθοριζόμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αντί για ένα ολιστικό σχέδιο, ένα δόγμα άσκησής της.
Ανατοποθέτηση με τη Δύση
Η μετατροπή της Αγιά-Σοφιάς σε τζαμί δεν είναι μία κίνηση ανθελληνική – τουλάχιστον στον πυρήνα της. Αναμφίβολα έχει ανθελληνικές συνιστώσες λόγω της ταύτισης μεγάλου μέρους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας με το Βυζάντιο, αλλά είτε μας αρέσει είτε όχι υπερβαίνει την Ελλάδα. Υπάρχει νέο-οθωμανική παράμετρος; Φυσικά και υπάρχει. Αντικατοπτρίζει τη συμμαχία, ειλικρινή ή εξ ανάγκης, του Ερντογάν με τους εθνικιστές μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016; Καμία αμφιβολία.
Αποκαλύπτει όμως η υπόθεση της Αγιά-Σοφιάς και μία τρίτη διάσταση, την οποία στην Ελλάδα συνέλαβε αρχικά μόνο ο Ευάγγελος Βενιζέλος, λέγοντας στη σχετική δήλωσή ότι το κυριότερο σημείο της απόφασης Ερντογάν για την Αγία-Σοφιά είναι ότι αποτελεί «δήλωση ανατοποθέτησης της σχέσης της Τουρκίας με τη Δύση. Το ζήτημα είναι βεβαίως και πολιτιστικό και θρησκευτικό και ιστορικό. Είναι όμως πρωτίστως γεωπολιτικό».
Ο Ερντογάν έχει προχωρήσει σε μία συγκεκριμένη ανάγνωση του διεθνούς συστήματος. Κεντρική θέση στην ανάγνωση αυτή κατέχει η άποψη ότι η Δύση βρίσκεται σε υποχώρηση – αν όχι σε ανεπίστρεπτη παρακμή. Η σημερινή κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών και η συνεχιζόμενη αναβλητικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σε θέματα «σκληρής ισχύος» επιβεβαιώνει την ανάγνωση αυτή – σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της επιρροής της Κίνας και τη σχετική επανάκαμψη της Ρωσίας.
Όσοι συνομιλούν με έμπειρους παρατηρητές των τουρκικών πραγμάτων περιγράφουν έναν Ερντογάν που προσπαθεί να τοποθετήσει τον εαυτό του και τη χώρα του – με τα δεδομένα προβλήματά της – αν όχι εκτός, τουλάχιστον στο όριο της Δύσης. Σε αυτή τη σκακιέρα, ο Ερντογάν επιδιώκει να ηγηθεί ενός ισλαμικού πόλου, που θα είναι ανεξάρτητος και δεν θα καθοδηγείται από τις εντολές ή τις επιθυμίες της Δύσεως.
H πρόκληση για την Ελλάδα
Αυτή η γεωπολιτική ανάγνωση θα κριθεί φυσικά εκ του αποτελέσματος. Είναι ιδιαίτερα φιλόδοξη και κατά πολλούς, επίσης, ανιστόρητη. Επιπλέον, έχει τα όριά της και δεν είναι σαφές ότι η εσωτερική συνοχή της Τουρκίας (πολιτική, οικονομική, οικονομική) είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την ανάπτυξη μίας στρατηγικής που να λειτουργεί εφαρμοστικά. Συνιστά όμως για την Ελλάδα μία τεράστια πρόκληση. Ο Ερντογάν έχει επιλέξει μία τακτική με την οποία θίγει το θυμικό των Ελλήνων σε σειρά θεμάτων και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Η υπόθεση της Αγιά-Σοφιάς αποτελεί κλασικό παράδειγμα αυτής της τακτικής. Δεν πρέπει να πέσουμε σε αυτή την παγίδα. Αν θέλουμε να αποδείξουμε ότι ανήκουμε στη Δύση οφείλουμε να είμαστε μεθοδικοί, ρεαλιστές, ακόμη και κυνικοί, να αφήσουμε στην άκρη εξυπνακισμούς, όπως οι πρόσφατες ιδέες περί του σπιτιού του Κεμάλ. Δυστυχώς, δεν έχουμε πολύ χρόνο.