Οπως και ο Λιούις Κάρολ, ο Φίλιπ Πούλμαν είναι πλέον υπεύθυνος για τη διάδοση ενός ονόματος: η Χώρα των θαυμάτων έκανε διάσημη την Αλίκη, η Τριλογία του Κόσμου τη Λύρα. Σύμφωνα με τον «Guardian», 362 κορίτσια έλαβαν αυτό το όνομα το 2018 στη Βρετανία, ένδειξη της πολιτισμικής διάχυσης των έργων ενός πολυβραβευμένου συγγραφέα γνωστού τόσο για τα παιδικά βιβλία όσο και για τον αθεϊσμό του.
Η πρόσφατη έκδοση της Μυστικής κοινοπολιτείας, δεύτερου τόμου μιας νέας τριλογίας, έγινε αφορμή ώστε τα αγγλοσαξονικά κυρίως μέσα να τονίσουν εμφατικά το ειδοποιό χαρακτηριστικό του – την εκλεπτυσμένη, αμφίσημη γραφή που, πέρα από τις περιπετειώδεις αφηγήσεις για εφήβους, γνέφει υπαινικτικά με το πλήθος των κειμενικών αναφορών και των κρυμμένων νοημάτων της στο κοινό των ενηλίκων.
Η Λύρα Μπελάκουα, κάτοχος ενός αληθειόμετρου, επιστημονικής συσκευής προορισμένης ως άλλος ηλεκτρονικός υπολογιστής να φανερώνει την αλήθεια των πραγμάτων, μπλέκεται μαζί με τον Παντελεήμονα, το δαιμόνιό της (εξωτερίκευση της ψυχής στον δικό της εναλλακτικό κόσμο), σε μια αναζήτηση του στοιχειώδους σωματιδίου της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία ταυτόχρονα εγγράφεται σε έναν πόλεμο πολιτικοθρησκευτικών φατριών, βαρυτικό επίκεντρο της Τριλογίας του Κόσμου. Για τους ανήλικους οι μάγισσες, οι θωρακισμένες αρκούδες, το ταξίδι στον Κάτω Κόσμο, η μείξη επιστήμης και μαγείας. Για τους ενηλίκους ο Χαμένος Παράδεισος του Τζον Μίλτον, η διαμάχη εκκοσμίκευσης και θρησκείας, το παιχνίδι των λέξεων και των σημασιών. Στη σκηνή του Πούλμαν εμφανίζονται φυσικά και μεταφυσικά πλάσματα, κυκλοφορούν ζέπελιν αντί αεροπλάνων, ο Πάπας Ιωάννης Καλβίνος έχει μεταφέρει την Αγία Εδρα από τη Ρώμη στη Γενεύη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει επιβιώσει και τα «σκοτεινά υλικά» του Θεού παραπέμπουν στη «σκοτεινή ύλη» της φυσικής.
Αντί του Χαμένου Παραδείσου, το τωρινό Βιβλίο της Σκόνης, κλείνει το μάτι σε ένα άλλο, εξίσου θεμελιώδες κείμενο της αγγλικής γραμματείας, το Faerie Queene. Επικό ποίημα γραμμένο από τον Εντμουντ Σπένσερ, ιπποτική αλληγορία που λειτουργεί ως έπαινος και κριτική της μοναρχίας της Ελισάβετ Α΄, χρονολογείται γύρω στα τέλη της βασιλείας της (1590-1596) και στα δικά του παραμυθικά στοιχεία στρέφεται ο συγγραφέας ήδη από τον πρώτο τόμο, La Belle Sauvage, όπου εξιστορεί τη διάσωση της Λύρα σε βρεφική ηλικία και τη φυγάδευσή της στο κολέγιο της Οξφόρδης, που αποτέλεσε έκτοτε κατοικία και καταφύγιό της. Ο τίτλος του δεύτερου τόμου είναι ακόμη σαφέστερος: Η μυστική κοινοπολιτεία είναι «ο κόσμος των ξωτικών, των φαντασμάτων, των νεράιδων». Είναι ταυτόχρονα και ένα από τα γνωστότερα αγγλικά δοκίμια για τη λαϊκή μυθολογία του υπερφυσικού, έργο του σκώτου ιερέα και λαογράφου Ρόμπερτ Κερκ που εκδόθηκε το 1815.
Για την εικοσάχρονη Λύρα της Μυστικής κοινοπολιτείας η ευτυχισμένη περιπετειώδης παιδική ηλικία έχει παρέλθει – το τώρα σχετίζεται με τη δύσκολη μετάβαση στον κόσμο των ενηλίκων, την έξοδο από την προστατευμένη κοινότητα του κολεγίου, την πάλη με τον εαυτό της. Οχι πως λείπει η πλοκή. Για την ακρίβεια, όλα τα παραπάνω είναι εγγεγραμμένα στην πάλη μεταξύ θρησκευτικών και κοσμικών αρχών για τον έλεγχο της γνώσης και η Λύρα, εξαναγκασμένη από το παρελθόν της, θα παρασυρθεί και πάλι, σταδιακά, στη δίνη της. Εδώ όμως ο Πούλμαν εξαρχής απευθύνεται σε πιο ενήλικο κοινό, όπως επεσήμανε σε περυσινή του συνέντευξη στον «New Yorker». Στο La Belle Sauvage μεγάλο μέρος της δράσης ορίζεται από μια περιβαλλοντική καταστροφή. Στη Μυστική κοινοπολιτεία η υπεράσπιση του δημοκρατικού καθεστώτος επαφίεται σε μια ολιγομελή μυστική εταιρεία. Τη σύνοδο της θρησκευτικής αρχής της Γενεύης πλαισιώνουν εταιρικοί χορηγοί. «Η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται τον λαό και ο λαός φοβάται την κυβέρνηση» διαπιστώνει ένας χαρακτήρας για την πολιτική κατάσταση. Μετανάστες χωρίς χαρτιά από την Τουρκία και το Λεβάντε αναζητούν εργασία στη Βρετανία και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης δουλεμπόρων.
Εξελισσόμενος, ο εναλλακτικός κόσμος του Πούλμαν μοιάζει να γυρίζει όλο και περισσότερο γύρω από τον άξονα του ασταθούς δικού μας. Οι λογοτεχνικές αναφορές του, από τίτλους έργων του Στίβεν Χόκινγκ ως στίχους του Ζεράρ ντε Νερβάλ, εξακολουθούν να προκαλούν τον αναγνώστη στο παιχνίδι της διακειμενικότητας. Προσθέτοντας τις αντανακλάσεις και τις διαθλάσεις της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αντί ενός απλού μυθιστορήματος για νέους βρίσκεται εντός ενός πολυδιάστατου συμβολικού πεδίου. Λογοτέχνης ολκής, στον «New Yorker» ο ίδιος ο Φίλιπ Πούλμαν αρκείται στη ρήση του Τζ. Κ. Τσέστερτον: «Η λογοτεχνία είναι πολυτέλεια, η μυθοπλασία αναγκαιότητα».