Το φορολογικό σύστημα συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής κυριαρχίας στην ΕΕ καθώς μέσω αυτού εξασφαλίζεται ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος για την αποτελεσματική λειτουργία των κρατών-μελών, υπό το πρίσμα των δεσμευτικών θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Ευρύτερα, η φορολογική πολιτική επηρεάζει την οικονομία και την κοινωνία, αντικατοπτρίζοντας τις κυρίαρχες επιλογές κάθε κράτους σε σημαντικούς τομείς, εθνική άμυνα, εκπαίδευση, υγεία, κλιματική αλλαγή.
Η ιδιαιτερότητα του μείγματος της φορολογικής πολιτικής επέδρασε καταλυτικά και στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, οι οποίες απέκτησαν ιστορικό χαρακτήρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη μετά COVID-19 εποχή η ΕΕ και τα κράτη-μέλη θα πρέπει, αξιολογώντας τις διεθνείς προκλήσεις, να διερευνήσουν δυνατότητες περαιτέρω συνεργασίας για τη διαμόρφωση των φορολογικών συστημάτων.
Η αβεβαιότητα που προκαλούν οι παγκόσμιες εξελίξεις, η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και η ενίσχυση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού περιορίζουν τις προοπτικές άμεσης ανάκαμψης. Ωστόσο, τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να δεσμεύονται στη δημιουργία μιας ισχυρότερης, αλληλέγγυας και αειφόρου οικονομίας, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή. Ποια θα πρέπει να είναι συνεπώς τα συστατικά ενός πιο δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος στην ΕΕ και στη χώρα μας;
1 Ενίσχυση των επενδύσεων και αντιμετώπιση ασύμμετρων επιπτώσεων: Η προσέλκυση και ενίσχυση των επικερδών επενδύσεων και της καινοτομίας ενισχύεται με τη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα του αποτελεσματικού και του οριακού φορολογικού συντελεστή. Η θεσμοθέτηση ταχύτερων αποσβέσεων ή η εισαγωγή δυνατότητας έκπτωσης των κεφαλαίων χρηματοδότησης μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικά μέτρα με τη μείωση των ονομαστικών συντελεστών. Πολλά από αυτά τα κίνητρα συμπεριλαμβάνονται στη μεταρρυθμιστική πρόταση της Επιτροπής για τη δημιουργία Ενιαίας Βάσης για τη Φορολογία Επιχειρήσεων.
2 Δημιουργία φιλικού προς την απασχόληση φορολογικού συστήματος: Η μείωση της φορολόγησης της εργασίας μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο τόνωσης της απασχόλησης και της αειφορίας, ειδικά στις περιπτώσεις που η υψηλή φορολογική επιβάρυνση αποθαρρύνει την αύξηση της απασχόλησης και τη χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, κυρίως για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Στη χώρα μας, παρά τις τελευταίες παρεμβάσεις, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα [το 2019 ανήλθε στο 33,2%, υψηλότερη του μέσου όρου (31,5%) στην ΕΕ ενώ ο τεκμαρτός (ITR) συντελεστής ανήλθε στο 43,3% (36,3%) στην ΕΕ].
3 Καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής: Ο διασυνοριακός χαρακτήρας της κατάχρησης των φορολογικών κανόνων και η οικονομική ολοκλήρωση απαιτούν συντονισμένη προσέγγιση μέσω ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και ευθυγράμμιση των εθνικών πολιτικών. Ειδικά η φοροαποφυγή έχει ξεκάθαρη επίπτωση καθώς τα κέρδη που μεταφέρονται από ή μέσω ενός κράτους-μέλους συνιστούν απολεσθείσα φορολογητέα βάση για κάποιο άλλο κράτος-μέλος. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, το 9,7% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ έχει μεταφερθεί σε δικαιοδοσίες με ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα.
4 Αμβλυνση ανισοτήτων: Η φορολογία λειτουργεί ως κομβικό σημείο στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας δίκαιης, χωρίς ανισότητες. Η στόχευση, μέσω του αναδιανεμητικού της ρόλου, στις πιο ευάλωτες ομάδες και η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιδρούν θετικά στην απασχόληση καθώς και στη δημιουργία επιπλέον δημοσιονομικού χώρου για περαιτέρω ελαφρύνσεις. Ορισμένες ομάδες του πληθυσμού θεωρούνται ότι επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις μεταβολές των μισθών και των φόρων και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να προστατευτούν ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό.
5 Βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου: Το κόστος της φορολογικής συμμόρφωσης είναι αποθαρρυντικό για τις νεοφυείς επιχειρήσεις, υποδαυλίζει την παραοικονομία, επαυξάνει τη μη συμμόρφωση και είναι επιζήμιο για την ανταγωνιστικότητα, μπορεί όμως να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα μέσω ενός απλού, σταθερού φορολογικού συστήματος και μιας αποτελεσματικής φορολογικής διοίκησης.
Συμπερασματικά, η στρατηγική για τον ανασχεδιασμό του φορολογικού συστήματος θα πρέπει να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα, τους διανεμητικούς προβληματισμούς, τις κοινωνικοοικονομικές προτεραιότητες, τη χρηστή φορολογική διοίκηση. Για την επιλογή δε του κατάλληλου μείγματος φορολογικής πολιτικής, σημειώνεται ότι οι φόροι στην εργασία κατατάσσονται υψηλότερα σε σχέση με την αρνητική τους επίδραση στην ανάπτυξη και στην κοινωνική ευημερία. Συνεπώς κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω μείωσή τους στο πλαίσιο προώθησης φορολογικών κινήτρων για πιο αλληλέγγυα, αειφόρο οικονομία. Τέλος, η ενίσχυση του περιβαλλοντικού χαρακτήρα του μείγματος της φορολογικής πολιτικής μαζί με την αύξηση της φορολογητέας βάσης με τη δικαιότερη φορολόγηση των ψηφιακών υπηρεσιών και την παροχή επενδυτικών κινήτρων θα συντελέσουν στο να εξέλθουν το φορολογικό σύστημα και η οικονομία ισχυρότερα από την κρίση.
Η κυρία Αθηνά Κ. Καλύβα (Ph.D.) είναι γενική γραμματέας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας.