«Το Συνέδριο δεν διαπιστώνει καμιά ικανοποιητική επιστημονική θεμελίωση της υπόθεσης ότι η φυλή των Νέγρων είναι κατώτερη των άλλων φυλών σε ό,τι αφορά τη φυσική δομή και τη ζωτικότητα. Οι παρατηρούμενες διαφορές στη θνησιμότητα φαίνονται να εξηγούνται ικανοποιητικά από τις συνθήκες διαβίωσης, ενώ οι φυσιολογικές παράμετροι αποδεικνύουν ότι ο Νέγρος είναι ένα κανονικό ανθρώπινο ον, ικανό να επιτύχει ό,τι και ο μέσος άνθρωπος».
Αυτή ήταν η κατακλείδα στα πρακτικά των εργασιών του ενδέκατου Συνεδρίου για τη Μελέτη των Προβλημάτων των Νέγρων το οποίο έλαβε χώρα στην Ατλάντα των ΗΠΑ στις 26 Μαΐου 1906. Τα πρακτικά διασώθηκαν από τον κοινωνιολόγο, ιστορικό και συγγραφέα Ουίλιαμ Ντιμπουά (William E. D. Du Bois, 1868-1963). Πρωτεργάτης στον αγώνα για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των αφρικανικής προέλευσης Αμερικανών (African American), ο Ντιμπουά είχε σημειώσει σε ένα από τα βιβλία του ότι «το πρόβλημα του 20ού αιώνα είναι το πρόβλημα της γραμμής χρώματος», εννοώντας τη νοητή μεν αλλά απολύτως υπαρκτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ λευκών και εγχρώμων στις ΗΠΑ. Τα πρόσφατα γεγονότα στη Μινεάπολη και η ανάπυξη του κινήματος Black Lives Matter καταδεικνύουν βεβαίως ότι το πρόβλημα υφίσταται και στον 21ο αιώνα!
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, τόσο ο Ντιμπουά όσο και οι σύγχρονοί του επιστήμονες φαίνεται να αποδέχονται την ύπαρξη διαφορετικών ανθρώπινων φυλών, σύμφωνα με την επικρατούσα τότε άποψη. Βεβαίως, υποστηρίζοντας ότι οι παρατηρούμενες διαφορές (στο προσδόκιμο επιβίωσης και άλλες φυσιολογικές παραμέτρους) οφείλονται στις συνθήκες διαβίωσης και όχι σε ενδογενή βιολογικά χαρακτηριστικά, στην ουσία αναιρούν την αξία του διαχωρισμού του ανθρώπινου είδους σε φυλές.
Είναι γεγονός ότι η έννοια της φυλής έχει ταλανίσει τη Βιολογία για περισσότερο από έναν αιώνα. Χαρακτηριστική του μεγέθους των προβλημάτων που έχει επιφέρει η χρήση του όρου «φυλή» είναι η στάση του κορυφαίου εξελικτικού βιολόγου Θεοδοσίου Ντομπζάνσκι (Theodosius Dobzhansky, 1900-1975), ο οποίος, ενώ αρχικά σημείωνε ότι «το πρόβλημα με τη φυλή δεν είναι η επιστημονική χρήση του όρου, αλλά η μη επιστημονική κατάχρησή του», προς το τέλος της ζωής του δήλωσε ότι «η μελέτη της ανθρώπινης ποικιλομορφίας έχει κατακλυστεί από σύγχυση και παρεξηγήσεις».
Ηταν ακριβώς η ανάγκη να μελετηθεί η ανθρώπινη ποικιλομορφία, της οποίας ίσως το εντονότερο χαρακτηριστικό είναι το χρώμα του δέρματος, που οδήγησε στην τεχνητή κατάταξη των ανθρώπων σε φυλές. Καθόλου περίεργο δε το γεγονός ότι οι φυλές εμφάνιζαν συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή, καθώς το χρώμα του δέρματος, όπως και άλλα λιγότερο εμφανή χαρακτηριστικά, σχετίζεται άμεσα με προσαρμογές στο περιβάλλον (το λευκό δέρμα στον Βορρά επιτρέπει καλύτερη αξιοποίηση της λιγοστής ηλιακής ακτινοβολίας για την παραγωγή βιταμίνης D, το σκούρο χρώμα νοτιότερα προστατεύει από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία). Ωστόσο, η κατάχρηση του όρου για την εφαρμογή ρατσιστικών πολιτικών επιλογών (οι οποίες δεν περιορίζονται ούτε χρονικά, ούτε γεωγραφικά στη ναζιστική Γερμανία) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πληγές στη συλλογική συνείδηση της παγκόσμιας βιολογικής κοινότητας.
Πώς προέκυψε όμως η ανάγκη να μελετηθεί η ανθρώπινη ποικιλομορφία; Το τρέχον και μείζον παγκόσμιο πρόβλημα της πανδημίας του SARS-CoV-2 είναι ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα: σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης οι γυναίκες πλήττονται ηπιότερα από τον ιό (τόσο σε αριθμό μολύνσεων όσο και στην ένταση των συμπτωμάτων και εν τέλει στον αριθμό των θανάτων) σε σχέση με τους άνδρες. Παρά το γεγονός ότι οι επιστήμονες δεν έχουν εντοπίσει επακριβώς τους λόγους της γυναικείας ανθεκτικότητας στον ιό, είναι σαφές ότι αυτή οφείλεται στις γενετικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Η μελέτη της ανθρώπινης ποικιλομορφίας (η οποία εν προκειμένω αποτυπώνεται στις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων) δίνει σημαντικές πληροφορίες για την ευπάθεια συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων σε ασθένειες.
Ποια είναι όμως η γενετική βάση αυτής της ποικιλομορφίας; Σημείο καμπής στην κατανόηση της ανθρώπινης ποικιλομορφίας υπήρξε η αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος στις αρχές του αιώνα που διανύουμε και η μεταμόρφωση της Βιολογίας σε μια επιστήμη μεγάλων δεδομένων. Η μελέτη των γονιδιωμάτων κατέδειξε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε γενετικά όμοιοι σε ποσοστό 99,9% και πως η διαφορετικότητα του καθενός οφείλεται στο 0,01%. Χάρη σε αυτό το 0,01%, δηλαδή, ξεχωρίζουμε τον Γιώργο από τον Γιάννη όταν τους βλέπουμε, αλλά και εξαιτίας αυτού του 0,01% ο Γιάννης θα πάθει Πάρκινσον εκεί γύρω στα 50, κάτι που δεν θα συμβεί στον Γιώργο.
Περιττό να επισημάνουμε ότι στη χρονική περίοδο κατά την οποία η ιατρική υπόσχεται εξατομίκευση θεραπειών, το να μπορούμε να ξεχωρίσουμε με τη βοήθεια της γενετικής τις θεραπευτικές ανάγκες του Γιώργου από τις ανάγκες του Γιάννη είναι μείζονος σημασίας.
Με άλλα λόγια, ενώ είναι συνετό να μελετούμε την ανθρώπινη ποικιλομορφία, είναι ξεκάθαρο ότι η έννοια της φυλής στερείται πραγματικού βιολογικού νοήματος. Οχι μόνο επειδή πολλές φορές έχει διαπιστωθεί ότι οι γενετικές διαφορές μεταξύ δύο ατόμων της ίδιας «φυλής» μπορούν να είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τις γενετικές διαφορές μεταξύ ατόμων διαφορετικών «φυλών», αλλά και για έναν ακόμη λόγο: όσο περισσότερα γονιδιώματα μελετούμε, τόσο περισσότερο φανερό γίνεται ότι το ανθρώπινο DNA είναι ένα ψηφιδωτό στο οποίο αντανακλάται η ανθρώπινη ιστορία, μια ιστορία μεταναστεύσεων, συνευρέσεων και επιμειξιών.