Ανακοίνωση σχετικά για το νομοσχέδιο που ψηφίζεται σήμερα, Πέμπτη, για τις διαδηλώσεις εξέδωσε η Ομάδα Νομικής Βοήθειας, χαρακτηρίζοντάς του αντισυνταγματικό.
Η Ομάδα Νομικής Βοήθειας είναι μια ομάδα δικηγόρων που συστάθηκε ως απάντηση στα δεκάδες περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και ενόψει των κινητοποιήσεων της 17ης Νοεμβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου.
«Το επίμαχο νομοσχέδιο καθιστά την αναγγελία προς την αστυνομική αρχή στοιχείο της νομιμότητας της συνάθροισης, αφού ελλείψει της αναγγελίας και του ταυτόχρονου ορισμού «οργανωτή» αυτής, δίνεται η δυνατότητα στην αστυνομία να τη διαλύει» αναφέρει μεταξύ άλλων η Ομάδα, ενώ σε άλλο σημείο προσθέτει ότι:
«Το νομοσχέδιο πλήττει τις αυθόρμητες συγκεντρώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με πάγια θέσης της νομικής θεωρίας, προστατεύονται συνταγματικά».
Ολόκληρη η ανακοίνωση:
Σήμερα ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο το νομοσχέδιο που κατέθεσε ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη σχετικά με την ρύθμιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο για τον περιορισμό της ελευθερίας συνάθροισης, το οποίο εν πολλοίς επαναλαμβάνει τις αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες στις μέρες μας διατάξεις του χουντικού ν.δ. 794/1971, βάσει του οποίου τέθηκε για τελευταία φορά σε περιορισμό το δικαίωμα της συνάθροισης.
Το δικαίωμα στη διαδήλωση, ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος. Τα συνταγματικά δικαιώματα μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις να περιορίζονται, αλλά μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και πάντοτε με όριο την μη καταπάτηση του πυρήνα τους. Η ελευθερία της συνάθροισης, με βάση το Σύνταγμα, μπορεί να περιοριστεί μόνο για λόγους σοβαρού κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια ή σοβαρής απειλής για τη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Ωστόσο, από τη μεταπολίτευση έως και σήμερα δεν είχε ληφθεί νομοθετική πρωτοβουλία για την εξειδίκευση της εφαρμογής των περιορισμών αυτών.
Πάντως, περιορισμοί σε συνταγματικό δικαίωμα μπορούν επίσης να προβλεφθούν και στις περιπτώσεις που περισσότερα δικαιώματα συγκρούονται, οπότε στην περίπτωση αυτή είτε θα εφαρμοστούν και τα δύο με αναλογική μείωση της εμβέλειας τους, είτε θα υπερισχύσει ένα από αυτά. Με αφετηρία αυτή την παραδοχή, το Υπουργείο επικαλείται την ελευθερία της κίνησης των πολιτών προκειμένου να περιορίσει τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις.
Αυτό, όμως, που συνειδητά δεν αναφέρει το Υπουργείο είναι ότι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, όπως αντίστοιχα και το δικαίωμα στην απεργία, έρχονται εξ ορισμού σε σύγκρουση με άλλα δικαιώματα. Είναι προορισμένα να «ενοχλούν» και υπό αυτή τη λογική θεσπίστηκαν εξάλλου σε όλες τις έννομες τάξεις. Αυτό σημαίνει ότι είναι υποκριτικό να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εφαρμογή τους απλώς και μόνο επειδή μειώνουν την εμβέλεια άλλων δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της κίνησης.
Αλλά και πέρα από αυτό, το προς ψήφιση ν/σ είναι αντισυνταγματικό.
Κατ’ αρχάς, λόγω της απόλυτης διατύπωσης του άρθρου 11 του Συντάγματος, δεν είναι συμβατή προς το Σύνταγμα η εξάρτηση της άσκησης της ελευθερίας του συνέρχεσθαι από προηγούμενη άδεια των αρχών. Κατά πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμα και η απαίτηση προηγούμενης αναγγελίας της συνάθροισης. Το επίμαχο νομοσχέδιο καθιστά την αναγγελία προς την αστυνομική αρχή στοιχείο της νομιμότητας της συνάθροισης, αφού ελλείψει της αναγγελίας και του ταυτόχρονου ορισμού «οργανωτή» αυτής, δίνεται η δυνατότητα στην αστυνομία να τη διαλύει.
Επιπλέον, το νομοσχέδιο πλήττει τις αυθόρμητες συγκεντρώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με πάγια θέσης της νομικής θεωρίας, προστατεύονται συνταγματικά. Το νομοσχέδιο επιτρέπει τις αυθόρμητες συγκεντρώσεις μόνο υπό την προϋπόθεση ορισμού οργανωτή (απαίτηση προφανώς ασύμβατη με τον αυθόρμητό τους χαρακτήρα). Σε διαφορετική περίπτωση αυτές είναι κατά τεκμήριο παράνομες και η αστυνομία μπορεί ελευθέρως να τις διαλύει ή τις επιτρέπει, πράγμα προδήλως αντισυνταγματικό.
Πέραν της ανεπιτρέπτως ευρύτατης εξουσίας της αστυνομίας για κατασταλτική διάλυση των συναθροίσεων, ανεπιτρέπτως διευρύνονται και οι λόγοι για την προληπτική απαγόρευση της συνάθροισης. Συγκεκριμένα, προστίθεται η απαγόρευση της «αντισυγκέντρωσης», τυποποιώντας το είδος της συγκεκριμένης συνάθροισης ως περίπτωση τεκμαιρόμενης επικινδυνότητας. Κριτήριο δε για την κρίση περί επικινδυνότητας της συνάθροισης που μπορεί να οδηγήσει στην απαγόρευσή της, καθίσταται και ο αριθμός των συμμετεχόντων, κριτήριο όλως αόριστο που συνεπάγεται την απεριόριστη ελευθερία των αρχών για απαγόρευση οποιασδήποτε μαζικής συνάθροισης.
Εμπνευσμένο από το δικτατορικό νομοθέτημα 794/1971 το προς ψήφιση νομοσχέδιο εισάγει μια νέα ιδιότητα αυτή του «οργανωτή» της συνάθροισης. Από την συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων του επίμαχου νομοσχεδίου προκύπτει ότι στο εν λόγω πρόσωπο αποδίδονται καθήκοντα εποπτικού – αστυνομικού – κατασταλτικού χαρακτήρα (ενδεικτικώς: «οφείλει να συνεργάζεται με την αστυνομία, να συμμορφώνεται στις υποδείξεις της παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης»). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις καθιστούν το συγκεκριμένο πρόσωπο ρυθμιστικό όργανο περιστολής της ελεύθερης άσκησης του δικαιώματος της διαδήλωσης, τον τοποθετούν δηλαδή σε θέση τοποτηρητή της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και τον μετατρέπουν αναγκαστικώς και υποχρεωτικώς σε συνδετικό κρίκο των αστυνομικών αρχών. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι η εκ του νόμου υποχρέωση ανάληψης της εν λόγω ιδιότητας από φυσικό πρόσωπο που πρωταρχικώς αποτελεί φορέα άσκησης του δικαιώματος της συλλογικής συνάθροισης πέραν της αντίφασης την οποία ενέχει (–αυτός που διαδηλώνει και διαμαρτύρεται υποχρεούται να επιτηρεί και να καταστέλλει την διαμαρτυρία–) οδηγεί στην κατάλυση της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος, θέτοντας σοβαρούς περιορισμούς και αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα στην ανάληψη του εν λόγω ρόλου από προβοκάτορες.
Ως προς την ευθύνη του τελευταίου στο νομοσχέδιο η ανάληψη της ιδιότητας του «οργανωτή» συνεπάγεται αυτομάτως και την αστική του ευθύνη. Καθιερώνεται δηλαδή ευθύνη του οργανωτή προς αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Κατ’ ουσίαν εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του τελευταίου, δηλαδή ο «οργανωτής» θεωρείται ότι κατ’ αρχήν ευθύνεται εκ της ιδιότητας του και μόνο, και επωμίζεται το βάρος να αποδείξει ο ίδιος ενώπιον του Δικαστηρίου το αντίθετο, δηλαδή ότι έπραξε όσα όφειλε να πράξει. Καταληκτικά πέραν της προφανούς οικονομικής αφαίμαξης που μπορεί να οδηγήσει η ενέργοποίηση των ανωτέρω διατάξεων για τον οργανωτή αλλά και συνακόλουθα για τον συλλογικό φορέα στον οποίο ανήκει, η νομοθετική εισαγωγή της εν λόγω ιδιότητας επιδιώκει να «διαπλάσει» με όρους υποχρεωτικότητας το συλλογικό δικαίωμα της διαδήλωσης κατά το δοκούν της εκάστοτε αστυνομικής και κρατικής αρχής και ουσιαστικά να επιτρέψει στην τελευταία -δια του οργανωτή- να καθορίζει το χρόνο, το τόπο, τον τρόπο, τα άτομα, τις συνθήκες και τα μέσα συναθροίσεως, απονεκρώνοντας την ελευθερία άσκησης του δικαιώματος της συνάθροισης.
Αν συνυπολογίσουμε σε όλα αυτά τα φαινόμενα ακραίας καταστολής των οποίων έχουμε γίνει προσωπικοί μάρτυρες λόγω της ιδιότητας μας όλο το τελευταίο διάστημα, τις επιδείξεις δύναμης από την αστυνομία απέναντι σε πολλές κοινωνικές ομάδες, την ίδια αστυνομία η οποία τίθεται με βάση το νομοσχέδιο ως εγγυητής της ομαλότητας και με αποφασιστικό ρόλο στην απαγόρευση ή μη της συνάθροισης, γίνεται κατανοητό ότι το νομοσχέδιο το οποίο κατατίθεται πλήττει βάναυσα θεμελιώδεις ελευθερίες και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, και στόχο έχει τον περιορισμό των αντιδράσεων στις κυβερνητικές αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν.
Είναι σαφές ότι το πραξικοπηματικό και αντισυνταγματικό αυτό νομοσχέδιο πρέπει να απορριφθεί από το Κοινοβούλιο, και σε περίπτωση που δεν συμβεί αυτό, θα πρέπει να απορριφθεί από την ίδια την κοινωνία.