Η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) στην Ελλάδα δεν έχει πετύχει ουσιαστικά ούτε την ένταξη των αποφοίτων της στην αγορά εργασίας, ούτε την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων, επισημαίνει σε έρευνά του ο ΣΕΒ. Αναπόφευκτα θεωρείται δεύτερη, αν όχι ύστατη επιλογή μετά από χρόνια ποιοτικής και ποσοτικής υποβάθμισης, αλλά και κοινωνικής απαξίωσης.
Παρά το γεγονός ότι η ζήτηση για εργαζόμενους μεσαίου επιπέδου προσόντων ήταν ανέκαθεν υψηλή, ο δρόμος της ΕΕΚ για τους νέους δεν αναγνωρίζεται ως ελκυστική και πειστική εκπαιδευτική διαδρομή. Η παγιωμένη αντίληψη ότι η γενική, και κυρίως, η τριτοβάθμια εκπαίδευση διασφαλίζει καλύτερες προοπτικές απασχόλησης, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές γονέων και μαθητών. Σύμφωνα με στοιχεία των ετών 2015-2017 , στην Ελλάδα, το 2017, μόνο το 28,8% των σπουδαστών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (έναντι 29,9 %, το 2015) επιλέγει την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 47,8%.
Επίσης, στην Ελλάδα η απασχόληση των αποφοίτων της αρχικής ΕΕΚ είναι σχεδόν κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη από την αντίστοιχη των αποφοίτων της γενικής εκπαίδευσης, όταν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι απόφοιτοι της αρχικής ΕΕΚ απολαμβάνουν υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης. Αυτό αναδεικνύει και τη δυσκολία κάλυψης κενών θέσεων εργασίας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.
Λόγοι της υστέρησης της ΕΕΚ στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι λόγοι υστέρησης της ΕΕΚ στην Ελλάδα είναι οι εξής επτά:
1. Η απουσία των επιχειρήσεων από το σχεδιασμό και την οργάνωση της ΕΕΚ, κυρίως στο επίπεδο επιλογής των ειδικοτήτων και καθορισμού του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών, και η εν γένει περιορισμένη αλληλεπίδραση και συνεργασία των υπευθύνων χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής με την επιχειρηματική κοινότητα περιορίζουν τη διασύνδεση της παρεχόμενης εκπαίδευσης με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τελικά απομακρύνουν την ΕΕΚ από την κεντρική θεσμική αποστολή της.
2. Οι συνεχείς νομοθετικές αλλαγές, αντί μίας εθνικής στρατηγικής μεταρρύθμισης, ολοκληρωμένης και μακροπρόθεσμης, δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση για τις δυνατότητες που, θεωρητικά, θα μπορούσε να παρέχει.
3. Κατακερματισμός των επιμέρους συστημάτων (Επαγγελματικά Λύκεια –ΕΠΑΛ, Επαγγελματικές Σχολές –ΕΠΑΣ, Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης –ΚΕΕ, Μεταλυκειακό έτος-Τάξη Μαθητείας, ΙΕΚ), απουσία αξιόπιστων εκπαιδευτικών διαδρομών για την απόκτηση αναγνωρισμένων επαγγελματικών προσόντων μεσαίου επιπέδου και η ατελής μεταξύ τους επικοινωνία, οδηγούν σε διαρκή απαξίωση των σπουδών αλλά και σε δυσλειτουργίες της αγοράς εργασίας, αφού κενές θέσεις απασχόλησης αντίστοιχου επιπέδου ζητούμενων γνώσεων και δεξιοτήτων καλύπτονται συχνά από αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση της ΕΕ-28, όσον αφορά στο ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων της αρχικής ΕΕΚ, ηλικίας 20-34 ετών και μεσαίου επιπέδου εκπαίδευσης (ISCED 3-4), με σημαντική απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (63,1% έναντι 80,5%, το 2018).
4. Η μαθητεία, αν και προσφέρεται πλέον μέσω τριών εκπαιδευτικών διαδρομών ΕΕΚ (ΕΠΑΣ ΟΑΕΔ, ΙΕΚ, Μεταλυκειακό έτος – Τάξη Μαθητείας ΕΠΑΛ), παραμένει περιθωριακή, ενώ η πρακτική άσκηση, παρά την χρησιμότητά της, έχει επίσης εξαιρετικά περιορισμένη εφαρμογή.
5. Απουσία ολοκληρωμένου Εθνικού Πλαισίου για τη Διασφάλιση Ποιότητας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, με συγκεκριμένα κριτήρια και δείκτες για το σύνολο των χαρακτηριστικών της (εισροές, διαδικασίες, εκροές), η οποία περιορίζει την αποτελεσματικότητα της όποιας, αποσπασματικής, προσπάθειας για την ενίσχυση της ελκυστικότητάς της.
6. Ατελείς μηχανισμοί σύζευξης ζήτησης και προσφοράς, που δε διασφαλίζουν επάρκεια ποιοτικών θέσεων μαθητείας και πρακτικής άσκησης, ενώ δημιουργούν δικαιολογημένες επιφυλάξεις και ως προς το τελικό αποτέλεσμα για τους αποφοίτους.
7. Η συγκεντρωτική δομή και οργάνωση της αρχικής ΕΕΚ και ο κεντρικός σχεδιασμός της συνοδεύονται από εξαιρετικά δύσκαμπτο και γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας, που δυσχεραίνει την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων συντελεστών (κράτος, πάροχοι ΕΕΚ, επιχειρήσεις) και ταυτόχρονα απαιτεί μεγάλη προσπάθεια συντονισμού για τη λήψη αποφάσεων, πόσο μάλλον για την υλοποίησή τους.
Προτάσεις σε τέσσερις άξονες
Για τον ΣΕΒ, ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας, με ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας και μετάβαση στην ψηφιακή και στην πράσινη οικονομία, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες και προτείνει τη ριζική μεταρρύθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, βασισμένης σε τέσσερις κεντρικούς άξονες:
1. Βελτίωση του συστήματος διακυβέρνησης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και υιοθέτηση αποτελεσματικής διοίκησης, για ενίσχυση της ευελιξίας και της εξωστρέφειας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
2. Ενίσχυση της μάθησης με βάση την εργασία (μαθητεία και πρακτική άσκηση) εντός του συστήματος τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης.
3. Ανάπτυξη και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου Πλαισίου Ποιότητας για την ΕΕΚ και αξιολόγηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, με στόχο τη συστηματική ανατροφοδότηση του συστήματος και τη συνεχή αναβάθμισή του.
4. Σχεδιασμός ειδικών προγραμμάτων σπουδών κλαδικού/τομεακού χαρακτήρα, με στόχο τη βελτίωση της σύνδεσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων.
Οι προτάσεις του ΣΕΒ για το σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕΚ
• Άρση κατακερματισμού του συστήματος διακυβέρνησης, με την ανάθεση όλων των αρμοδιοτήτων σχεδιασμού και εποπτείας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης σε μία διοικητική δομή του Υπουργείου Παιδείας, για τη γρήγορη λήψη αποφάσεων και τον αποτελεσματικό συντονισμό όσων εμπλέκονται στο σύστημα της ΕΕΚ.
• Συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, με θεσμικά αναγνωρισμένο ρόλο, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης του συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
• Σύσταση ολιγομελούς Εθνικού Οργάνου, για τη διαρκή επικαιροποίηση του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναβάθμισης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και της Μαθητείας (2016), και της διασύνδεσής του με τις ανάγκες παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Το Εθνικό Όργανο θα υποβοηθείται από ομάδες εργασίας/επιτροπές με ανάλογη, κατά περίπτωση, σύνθεση και εκπροσώπηση, και θα συνεργάζεται με το ΙΕΠ και τον ΕΟΠΠΕΠ, όπου και όποτε απαιτείται, για το σχεδιασμό της εθνικής πολιτικής (π.χ. προσδιορισμός τομέων και ειδικοτήτων, Πλαίσιο Ποιότητας, λειτουργία συστήματος μαθητείας).
• Αποκεντρωμένη διοίκηση συστήματος: Λειτουργία περιφερειακών οργάνων για το σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, με συμμετοχή εκπροσώπων κλάδων επαγγελμάτων και επιχειρήσεων, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
• Προαγωγή της ανάπτυξης δεξιοτήτων σε κλαδικό/τομεακό επίπεδο: Λειτουργία Κλαδικών/Τομεακών Συμβουλίων Δεξιοτήτων, με συμμετοχή εκπροσώπων της επιχειρηματικής και της εκπαιδευτικής κοινότητας, για τον προσδιορισμό των αναγκών και απαιτήσεων συγκεκριμένων κλάδων/ τομέων, σε εθνικό /περιφερειακό επίπεδο που πρέπει να καλύπτει η ΕΕΚ. Τα Συμβούλια Δεξιοτήτων θα είναι άμεσα συνδεδεμένα με το αντίστοιχο Εθνικό Όργανο ή Περιφερειακά Όργανα της ΕΕΚ, στα οποία θα μπορούν να γνωμοδοτούν και να εισηγούνται.