Ο Σπύρος Παπαδόπουλος φθάνει στο ραντεβού μας με τη μηχανή του. Είναι το προσωπικό του γραφείο, λέει. Οδηγώντας την σκέφτεται, παίρνει αποφάσεις. Moυ διηγείται ότι μια φορά μπήκε σε ένα ταξί ξεχνώντας να βγάλει το κράνος του. Και κάπως έτσι, λίγο ανορθόδοξα, ξεκινά η συζήτησή μας, όχι από την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό», στην οποία πρωταγωνιστεί μαζί με τους Θανάση Παπαγεωργίου, Αρη Σερβετάλη και Ορφέα Αυγουστίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, αλλά από την παροιμιώδη αφηρημάδα του. Και μιλάει με αδιάσειστα στοιχεία. Πριν από πολλά χρόνια, την εποχή που το βράδυ έπαιζε στο θέατρο και το πρωί δούλευε σε ένα ασφαλιστικό γραφείο για να τα βγάζει πέρα, ξέχασε τσάντα με εισπράξεις 600.000 δραχμών, παραμονή Χριστουγέννων, στο πολύβουο Μινιόν, δοκιμάζοντας μια ρακέτα πινγκ πονγκ. «Η αλήθεια είναι ότι έχω και «καλύτερη» ιστορία να διηγηθώ» λέει. Εχω ξεχάσει τον γιο μου, μωρό, στο σουπερμάρκετ. Υπάρχει κάτι χειρότερο;».
Κύριε Παπαδόπουλε, κανονικά τέτοια εποχή θα σαλπάρατε µε το φουσκωτό σας. Τι σας έκανε να µείνετε στην Αθήνα και να ξεκινήσετε πρόβες για το έργο του Σάµιουελ Μπέκετ «Περιµένοντας τον Γκοντό»;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να δουλεύω το καλοκαίρι και το φουσκωτό ήταν έτοιμο για απόπλου. Στη διάρκεια της καραντίνας, όμως, ήμασταν κλεισμένοι με κάτι φίλους στο σπίτι, ανάμεσά τους ήταν και ο Γιάννης Κακλέας. Περάσαμε δύο μήνες κάπως σαν κοινόβιο. «Δεν κάνουμε κάτι; Ετσι, για τη σημαία, δεν ανεβάζουμε το «Περιμένοντας τον Γκοντό;» μάς πετάει ο Γιάννης μια ημέρα. Σας θυμίζω, ήταν η εποχή που δεν κουνιόταν φύλλο, ήμασταν όλοι απογοητευμένοι».
Και έπειτα;
«To λέμε στον Θανάση Παπαγεωργίου. Απαντάει «ναι, με τα χίλια», το ίδιο και ο Σερβετάλης, το ίδιο και ο Αυγουστίδης. Αφού δέχθηκαν όλοι, λέω «μάλλον πρέπει να γίνει». Μπήκαμε με τα μπούνια λοιπόν, γιατί δεν είχαμε πολύ χρόνο. Και διαβάζουμε πολύ. Εχω κατεβάσει ό,τι βιβλίο υπάρχει για τον Μπέκετ. Δεν στοχεύουμε σε κάποιο κέρδος. Μεταξύ μας το κάνουμε, ούτε παραγωγό έχουμε, ούτε τίποτα. Και το πράττουμε με μια ελαφράδα. Πώς όταν δίνεις έναν αγώνα φιλικό που δεν είσαι σφιγμένος και τα πόδια σου είναι πιο χαλαρά, οπότε κάνεις ωραιότερα πράγματα; Ε, ίσως και εμάς αυτό μας βγει σε καλό. Επαναλαμβάνω, ίσως…».
Τι συµβολίζει για εσάς αυτό το εµβληµατικό έργο; Ο Πίτερ Χολ είχε πει στους ηθοποιούς του κατά τη διάρκεια των δοκιµών για την πρώτη παρουσίασή του στην αγγλική σκηνή: «Πραγµατικά, δεν έχω ιδέα τι σηµαίνουν πολλά από όσα λέγονται, αλλά αν αρχίσουµε να συζητάµε την κάθε φράση δεν θα κάνουµε ποτέ πρεµιέρα».
«Ναι, έτσι είναι. Για αυτό έχει και τόσες αναγνώσεις. Ο Μπέκετ είναι μάστορας. Δεν τον πιάνεις πουθενά. Δεν θα βρεις απαντήσεις, γιατί δεν θέλει να σου δώσει. Μιλάει για τα συστατικά της ζωής, το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης, για όλα αυτά που θα μείνουν αναπάντητα».
Για εσάς ποιος είναι τελικά ο Γκοντό που µάταια περιµένουν οι δύο άνδρες στη µέση του πουθενά;
«Δεν είναι κανένας. Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει. Ισως πάλι είναι όλα αυτά που έχουν εφεύρει οι εξουσίες ή η θρησκεία ή κάθε μεταφυσική για να μας χειρίζονται, ενώ εμείς καταφεύγουμε ανακουφιστικά σε αυτές. Αν δεις, στο έργο υπάρχει μια στείρα επανάληψη, στην οποία οι ήρωες καταφεύγουν για να αναβάλουν το τέλος. Κάποια στιγμή ο Εστραγκόν λέει στον Βλαδίμηρο: «Μα, τι τον περιμένουμε; Δεν πάμε να φύγουμε;». Και εκείνος του απαντά: «Οχι, θα μας τιμωρήσει». Χρησιμοποιείται ο φόβος που γίνεται ελπίδα. Για αυτό ανανεώνουν την αναμονή τους για να δουν τι στο καλό είναι αυτό που περιμένουν. Είναι η λύτρωση; Είναι ο Θεός; Είναι ποιος;».
Εσείς στον Θεό πιστεύετε;
«Οχι. Μεγάλωσα με γιαγιάδες πολύ ένθεες. Πήγαινα και εγώ μικρός στην εκκλησία. Ξέρω απ’ έξω όλη τη θεία λειτουργία. Kάτι μέσα μου αντιδρούσε. Λέει κάποια στιγμή ο Μπέκετ ότι η μάνα μας μάς γεννά πάνω από τον τάφο μας. Και αυτό το διάστημα, από την κοιλιά της μέχρι να πέσουμε στη μαρμάρινη πλάκα, αυτό το φωτεινό διάλειμμα, είναι η ζωή. Θαυμάζω πάντως τους ανθρώπους που πιστεύουν. Τους σέβομαι. Καμιά φορά τους ζηλεύω κιόλας…».
Τηρήσατε µια πολύ παλικαρίσια στάση όταν περάσατε τη σοβαρή περιπέτεια της υγείας σας µε τον καρκίνο. Ούτε τότε στραφήκατε στον Θεό;
«Κοίτα, είπα ο καρκίνος τη δουλειά του και εγώ τη δική μου. Ισως όταν δεν πιστεύεις, σου είναι και πιο εύκολο. Λες: «Εντάξει, ήρθε η ώρα μου, μια χαρά περάσαμε, τέλος τώρα»».
Μπορεί όµως να συµβιβαστεί ο άνθρωπος µε κάτι τέτοιο;
«Νομίζω μια σοβαρή παράμετρος που το καθορίζει αυτό είναι το αν έχεις τη συνείδησή σου καθαρή ή όχι. Εγώ νιώθω ότι δεν έχω εκκρεμότητες με ανθρώπους, βαρίδια. Νιώθω ειρήνη μέσα μου. Ισως αυτή η στάση ζωής μου ερμηνεύεται και από τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός. Κυνηγήθηκε. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά του Πειραιά που όλους μάς ένοιαζε απλά πώς θα βγει η μέρα, το τώρα. Ακόμη και σήμερα δεν έχω σχέση με τη διάσταση του χρόνου που λέγεται μέλλον. Δεν με αφορά».
Κι όµως, έχετε σκεφτεί ότι ο ιστορικός του µέλλοντος πιθανότατα να µελετά το ενηµερωτικό σποτ στο οποίο πρωταγωνιστήσατε για την COVID-19 και σηµάδεψε τις ηµέρες της καραντίνας µας;
«Οχι. Ποτέ. Κάπου διάβασα όμως ότι σε μερικά χρόνια θα ρωτάνε τους μαθητές ποιος είπε το «νίπτω τας χείρας μου» και θα απαντούν «ο Σπύρος Παπαδόπουλος». E, γέλασα πολύ».
Μιλώντας για την COVID-19, την κυβέρνηση Μητσοτάκη συνολικά πώς την κρίνετε;
«Να σου πω την αλήθεια, δεν παρακολουθώ στενά την πολιτική. Δεν βλέπω ειδήσεις. Αλλά έχω μια αίσθηση που σπάνια πέφτει έξω. Οταν ήρθε η ΝΔ στα πράγματα μού φάνηκε ότι είχαν σχέδιο, ότι ήταν οργανωμένοι, δουλεμένοι. Στην πανδημία είναι κοινώς αποδεκτό ότι έκαναν εξαιρετική δουλειά. Δεν κάλεσαν τους ημέτερους. Ακόμα και εμένα που με φώναξαν για το σποτάκι. Θα μπορούσαν να πάρουν κάποιον φίλα προσκείμενο. Δεν το έκαναν, ενώ ξέρουν ότι δεν ανήκω στον χώρο τους. Τώρα, δεν θέλω να μπω στον άξονα της πολιτικής τους. Δεν ξέρω αν περνάνε αντιεργατικά νομοσχέδια, για παράδειγμα. Μπορεί και να περνάνε. Δεν το γνωρίζω. Εγώ μιλώ για την αίσθηση που έχω».
Αν δεν απατώµαι, συνοµιλήσατε µία φορά τηλεφωνικά µε τον Πρωθυπουργό.
«Δύο. Εντάξει, την πρώτη φορά με κάλεσε στο τηλέφωνο για να με ευχαριστήσει. Τη δεύτερη τού τηλεφώνησα εγώ. Καθόμουν με τους φίλους μου και είδαμε ένα video στο Facebook με έναν νεαρό φοιτητή στο αεροδρόμιο που έλεγε ότι καμιά 80αριά, αν θυμάμαι καλά, έλληνες φοιτητές είχαν εγκλωβιστεί στο Λονδίνο. Μου λένε οι φίλοι μου, «δεν παίρνεις τον Μητσοτάκη;». Hταν 10 το βράδυ, τηλεφωνώ στο γραφείο του και πράγματι το σηκώνει μια κοπέλα. Μου λέει: «Δεν είναι εδώ. θα τον ειδοποιήσω όμως ότι πήρατε να σας καλέσει». Kαι πράγματι, σε πέντε λεπτά χτυπάει το τηλέφωνο και είναι εκείνος. Του εξηγώ την κατάσταση και απαντά: «Σε ευχαριστώ που με κάλεσες για κάτι που δεν σε αφορά. Είμαι απόλυτα ενημερωμένος. Εχω ειδοποιήσει τον Χαρδαλιά. Αυτό είναι το κινητό μου. Κράτα το». Νομίζω αυτή η στάση δείχνει κάτι».
Αριστερός παραµένετε;
«Πάντα θα είμαι. Αλλά πολλοί άνθρωποι είναι τελικά αριστεροί και δεν το ξέρουν».
Τι εννοείτε;
«Νομίζω ότι η ιδεολογία έχει να κάνει με το πώς διάγεις τον βίο σου. Τι να σε κάνω αν είσαι αρπακτικό και δηλώνεις αριστερός; Καλύτερα να δηλώνεις δεξιός που σου ταιριάζει και πιο πολύ. Αυτά τα έχω ξεπεράσει πλέον. Και δεν είναι κάτι όψιμο. Πολύ νωρίς είχα πάρει ένα μάθημα. Τότε που ήμουν μάλιστα και πολύ αντιδεξιός. Και εγώ από τα μαθήματα μαθαίνω».
Τι µάθηµα;
«Ηταν μια εποχή που το βράδυ δούλευα στο θέατρο και το πρωί σε μια επιπλοποιία. Κάποια στιγμή είναι να παραδώσω ένα τραπέζι στο όνομα Βαρβιτσιώτης. Λέω στην αφεντικίνα μου: «Αν είναι ο γνωστός, δεν το κάνω». Mε τα πολλά, πήγα. Μου ανοίγει μια κοπέλα, μπαίνω στον χώρο και αρχίζω να συναρμολογώ. Κατεβαίνει μετά από λίγο ο πατήρ Βαρβιτσιώτης, ένας ευγενέστατος, καλλιεργημένος άνθρωπος. Μου πιάνει κουβέντα. Του λέω ότι είμαι ηθοποιός. Αρχίζουμε να μιλάμε για θέατρο και πριν φύγω μού δίνει ένα φιλοδώρημα που ήταν περίπου όσο ο μισθός μου. Βγαίνω από το σπίτι και λέω: «Τώρα τι είναι αυτό που σου συνέβη;». «Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου» που λέει και ο ποιητής».
Περνάω σε µια µεγάλη σας αγάπη, τον Ολυµπιακό.
«Δεν είναι αγάπη. Είναι τρέλα».
Κατέκτησε εφέτος και το πρωτάθληµα. Πώς βλέπετε, αλήθεια, την οµάδα;
«Ε, είναι πολύ καλή. Παίζει ωραίο ποδόσφαιρο. Και ο προπονητής, ο κ. Μαρτίνς, είναι πολύ εργατικός και πολύ σοβαρός. Να δούμε τώρα τι θα γίνει με τη Γουλβς».
Κεφάλαιο γυναίκες. Τον πρώτο σας έρωτα τον θυµάστε;
«Ημουν 12-13. Της είχα πιάσει το χέρι και της είχα δώσει ένα φιλί στο μάγουλο».
Θυµάστε το όνοµά της;
«Και τηλέφωνο: 284564. Το λέω γιατί πλέον έχουν αλλάξει. Ηταν εξαψήφια τότε».
Ο άνθρωπος είναι µονογαµικό ον;
«Οχι. Πρόκειται μάλλον για συμβάσεις που μας επιβλήθηκαν. Οι σχέσεις είναι συνήθως αδιέξοδες γιατί από τη μία θέλεις να είσαι με έναν άνθρωπο και από την άλλη θέλεις και την ελευθερία σου. Μια ωραία επιπολαιότητα είναι ο έρωτας, αν το σκεφτείς. Χωρίζεις με έναν άνθρωπο και δεσμεύεσαι – δεν είναι τυχαία η λέξη που χρησιμοποιούμε – με έναν άλλον. Αλλά τελικά, στο ίδιο σημείο δεν θα καταλήξεις και με εκείνον σε μερικά χρόνια;».
Ο έρωτας όµως δεν είναι εν γένει κτητικός; Ο ερωτευµένος µπορεί να δεχτεί την απιστία;
«Ο πόνος που σου προκαλείται συμβαίνει γιατί έχεις, όπως λέει και ο Μπέκετ, μέσα σου κάποια παραδεδεγμένα αξιώματα. Γιατί έτσι σε μάθανε. Για αυτό σε πονάει».
Θεωρητικά ωραία τα λέτε. Στην πράξη µια απιστία συγχωρείται όµως;
«Το έχω κάνει. Είχε έρθει η ίδια και μου το είπε. Πήγα και κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα σε έναν βράχο. Ημασταν σε νησί. Είπα μέσα μου «σε έχουν μεγαλώσει να είσαι ο Γιώργος Φούντας, αλλά μην είσαι ηλίθιος, για να σ’ το πει πάει να πει ότι σε θέλει». Τη συγχώρεσα. Μισό πακέτο τσιγάρα κόστισε αυτή η ιστορία. Τίποτα παραπάνω».
Με τον γιο σας είστε περισσότερο µπαµπάς ή φίλος;
«Θα έλεγα 51% μπαμπάς και 49% φίλος. Νομίζω ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη πιο πολύ έναν πατέρα παρά έναν φίλο. Είχα κάποτε μια φίλη που ο μπαμπάς της είχε χωρίσει, ήταν νέος, ωραίος. Βγαίνανε, πηγαίνανε για ορειβασία και της έλεγε «πες μου για τον δικό σου να σου πω κι εγώ για τη δικιά μου». Kαι τη θυμάμαι να μου λέει: «Ρε συ, φίλους έχω. Πατέρα χρειάζομαι»».
Αλήθεια, η πετυχηµένη παράστασή σας «Δείπνο ηλιθίων» θα συνεχιστεί τον χειµώνα για πέµπτη χρόνια;
«Ναι. Λες να πάει και αυτό σαν το «Στην υγειά μας»; Συνήθως, πάντως, όποιες παραστάσεις κάνω κρατάνε τρία, τέσσερα χρόνια. Αφου έχω έναν φίλο που μου λέει: «Οταν με το καλό πεθάνεις, στο πλούσιο βιογραφικό σου θα λένε ο Σπύρος Παπαδόπουλος ανέβασε τις εξής τέσσερις παραστάσεις»».
Είναι αλήθεια ότι γίνατε ηθοποιός σχεδόν τυχαία, µεταφέροντας µια κοπέλα που σας άρεσε στη σχολή του Πέλου Κατσέλη;
«Ναι. Και δεν πήγα για να ανέβω στο σανίδι. Πήγα για τη μόρφωση. Από τα 15 μου είχα αρχίσει να διαβάζω. Πάω έξω από τη σχολή και ακούω να μιλούν για Αριστοφάνηδες, Αμλετ και τέτοια. Λέω: «Τι είναι αυτά; Θέλω να τα μάθω». Τον Κατσέλη τον λάτρεψα πάντως. Και με αγάπησε και εκείνος, αλλά στο τρίτος έτος. Τα δύο πρώτα έτη έλεγε «ο αλήτης από τον Πειραιά, με τα μακριά μαλλιά, τις μηχανές και τις κοπέλες». Τη δραματική σχολή την τελείωσα στα τέσσερα χρόνια. Παρακάλεσα δηλαδή τον Κατσέλη να κάνω και τέταρτο έτος, επειδή δούλευα και δεν πολυπήγαινα. Μου λέει: «Είσαι βλαμμένος. Φύγε να παίξεις». Δεν ήθελα».
Πήρατε τον πρώτο σας ρόλο στο Αµφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, ωστόσο για πολλά χρόνια ήσασταν µε το ένα πόδι εκτός θεάτρου. Πότε είπατε για πρώτη φορά στον εαυτό σας «είµαι καλός»;
«Δεν το είπα ποτέ. Χρειάστηκε πάντως να περάσει μια επταετία για να πω «δεν φοβάμαι τη σκηνή, το απολαμβάνω»».
Στα πρώτα χρόνια της πορείας σας «αναµετρηθήκατε» και µε το ιερό τέρας του νεότερου ελληνικού θεάτρου, τον Λευτέρη Βογιατζή…
«Είχαμε μια τρελή σχέση. Ημασταν μαζί στο Αμφι-θέατρο και με πήρε για τη θρυλική «Σπασμένη στάμνα» με τον θίασο που δημιούργησε τότε με Καταλειφό, Παπαβασιλείου και λοιπούς. Είχα έναν μικρό ρόλο. Ο Λευτέρης κατάφερε και με μπλόκαρε. Κάποιος είπε καλά λόγια για μένα και εκείνος το αμφισβήτησε. Αποφάσισα να φύγω. Είπα «δεν κάνω για το θέατρο», και αυτό στη διάρκεια των παραστάσεων, ενώ ήμασταν κάθε βράδυ sold out. Του το δήλωσα. Δεν με πίστεψε. Βρήκα όμως έναν ηθοποιό, του έκανα πρόβες, γιατί ουσιαστικά ένα μονολογάκι είχα, και του είπα: «Ορίστε. Είναι έτοιμος. Εγώ χαιρετώ»».
Και φύγατε;
«Ναι. Είχα πει τέλος το θέατρο για μένα. Δεν έφταιγε βέβαια ο Λευτέρης. Τέλος πάντων, ενώ έχω πει τέλος, έρχεται ο Κώστας Νταλιάνης, που ήμασταν μαζί στη σχολή, και μου λέει: «Ελα να ανεβάσουμε την «Εξαίρεση και τον κανόνα» του Μπρεχτ». Με τα πολλά, με καταφέρνει. Το έργο σκίζει. Eνα βράδυ έρχεται να με δει και ο Λευτέρης. Μπαίνει στα καμαρίνια και μπροστά του τυγχάνει να βρίσκεται ένας σπουδαίος άνθρωπος, ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, γερμανοτραφής, μεγάλος γνώστης του Μπρεχτ. Μου λέει: «Εχω δει τόσα έργα στη Γερμανία. Και εσύ παιδί μου ήσουν τόσο υπέροχος». O Λευτέρης από πίσω τρωγόταν. Εγώ ποτέ δεν ρωτάω τον άλλον πώς του φάνηκα. Τελικά μου λέει: «Εντάξει, στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει, αλλά ήρθα να σου πω να γυρίσεις πίσω στη «Σπασμένη στάμνα» στην περιοδεία». Και πράγματι, γύρισα και μάλιστα έπαιξα και μεγαλύτερο ρόλο, τον δεύτερο τη τάξει, αν θες».
Οι συνάδελφοί σας λένε ότι είστε εργάτης στο θέατρο. Πηγαίνετε στο καµαρίνι δύο ώρες προτού ξεκινήσει η παράσταση, «περνάτε» όλο το έργο. Και στη σκηνή έχετε ένα παίξιµο φυσικό, σαν να είναι έµφυτο, σαν να πηγάζει χωρίς προσπάθεια…
«Ετσι αντιλαμβάνομαι την υποκριτική: ο ηθοποιός να κρύβει, παρά να δείχνει. Οχι, δεν είναι έμφυτο αυτό. Αντίθετα, θέλει πολλή δουλειά. Γιατί δεν ήμουν ποτέ καμιά ταλεντάρα».
Η εκποµπή «Στην υγεία µας» έκλεισε 16 χρόνια. Θα συνεχίσει και την επόµενη σεζόν;
«Ναι, έτσι λέμε».
Αλήθεια, ποια είναι η πιο αγαπηµένη σας εκποµπή όλα αυτά τα χρόνια;
«Ισως εκείνες του Μίκη. Θυμάμαι όταν τον συνάντησα πρώτη φορά. Μιλάγαμε με τις ώρες. Χείμαρρος. Μου έλεγε μαγικά πράγματα. Εκείνο το καλοκαίρι πριν από την εκπομπή, μπορεί να διάβασα ίσως και 2.000 σελίδες για τον Μίκη. Δεν με ενδιέφερε αν όλα αυτά θα αναφέρονταν στην εκπομπή. Εγώ όφειλα να τα ξέρω. Ωστε αν πει κάποιος κάτι να μην κοιτάζω σαν χάννος».
Τα τελευταία χρόνια έχετε κάνει ανοίγµατα σε καλλιτέχνες που ίσως δεν περίµενε κανείς. Παλαιότερα ήσασταν πιο δογµατικός, θα έλεγα…
«Ναι, είναι αλήθεια. Εχουν έρθει άνθρωποι στην εκπομπή που τα τραγούδια τους δεν με αφορούν, είτε γιατί τους φώναξε κάποιος καλλιτέχνης στον οποίο κάναμε αφιέρωμα – και εκεί δεν μπορείς να πεις τίποτα – είτε γιατί καμιά φορά εκτός από το κέφι το δικό μου, κάνω και αυτό των συνεργατών μου. Eγώ δεν ασχολούμαι ποτέ με νούμερα, με την τηλεθέαση. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Αλλά εκείνοι καμιά φορά φοβούνται, όποτε τους κάνω και κανένα χατίρι».
Η Πάολα ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις;
«Ξεκάθαρα όχι. Ανθρωποι πολύ σοβαροί μού είχαν μιλήσει για εκείνη. Πήγα να τη δω στο μαγαζί. Δεν ήξερα κανένα τραγούδι της. Ούτε τώρα ξέρω. Προς το τέλος του προγράμματος είπε δύο τραγούδια από αυτά που αγαπάω εγώ και καταλαβαίνω πόσο καλή είναι. Ανεβαίνω στο καμαρίνι της και τη ρωτάω: «Θέλεις να κάνουμε μία εκπομπή;». «Σαν τρελή» μου λέει. «Tιμή μου». Kαι ξέρεις, θα μπορούσε άνετα να αρνηθεί. «Ωραία» της λέω. «Θέλω να πεις όμως άλλα τραγούδια». Kαι τότε μου απαντά: «Αυτά που αγαπάς εσύ. Αυτά αγαπώ και εγώ. Αλλά άλλο αυτά και άλλο το μεροκάματο». Kαι ήπιαμε δυο ουισκάκια εκείνο το βράδυ και πιάσαμε το τραγούδι. Και την ένιωσα. Στην πρώτη εκπομπή κάποιοι έπεσαν να με φάνε. Τώρα το γύρισαν, βέβαια. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα εξαιρετικό πλάσμα. Ξωτικό. Δεν είναι του κόσμου τούτου».
Eίστε ένα πρόσωπο αγαπητό. Η αναγνωσιµότητα αυτή γίνεται ποτέ ενοχλητική;
«Μερικές φορές υπάρχουν άνθρωποι ενοχλητικοί. Να σε τραβάει τώρα ο άλλος να βγάλεις φωτογραφία με το εγγόνι του και αυτό να μη θέλει, πώς σου φαίνεται; Αλλά ποτέ δεν αντιδρώ γιατί θυμάμαι τον εαυτό μου πώς ένιωσε όταν είδα παιδί από κοντά τυχαία τον Βέγγο. Κοκάλωσα. Και μολονότι ήταν βιαστικός, μου μίλησε. Δεν είναι ωραίο να απογοητεύσεις τον άλλον που θέλει να σου πει κάτι. Ισως δεν τον ξαναδείς ποτέ. Γιατί να του χαλάσεις τη μέρα;».
INFO
«Περιμένοντας τον Γκοντό»: Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Βύρωνας, στις 15, 16 και 17 Ιουλίου. Θέατρο Πέτρας, Πετρούπουλη, στις 22 Ιουλίου. Βεάκειο Θέατρο Πειραιά, στις 23 και 24 Ιουλίου. Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου, στις 28, 29 και 30 Ιουλίου. Σπάρτη, στις 3 Αυγούστου.