Ολα από ένα φιλόδοξο όραμα αρχίζουν. Και ο Χρύσανθος Πανάς, γέννημα-θρέμμα της ακτογραμμής της Αττικής, δεν αφήνει ποτέ τις ιδέες του στο στάδιο της σύλληψης: τις κάνει πράξη. Χάρη σε δική του πρωτοβουλία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκλεκτές εκδόσεις Assouline το λεύκωμα «Athens Riviera» – ένας πολυτελής, καλαίσθητος τόμος τον οποίο μπορείτε να παραγγείλετε από τον ιστότοπο www.assouline.com (κοστίζει 95 ευρώ). Για τον όρο που χάρισε τον τίτλο του στο βιβλίο ευθύνεται άλλωστε ο πολυσχιδής επιχειρηματίας που αυτές τις ημέρες μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ του «Athénée» και του «Island». «Μεγάλωσα στη Βουλιαγμένη και είχα την ευλογία να βλέπω από το παράθυρο του δωματίου μου τη θάλασσα. Εχω δει άπειρα ηλιοβασιλέματα από εκεί και αυτή η ομορφιά με έχει καθορίσει» ξεκινά την εξιστόρησή του. «Είχα την τύχη να είναι οικογενειακός μας φίλος ο Βασίλης Φωτόπουλος, ο βραβευμένος με Οσκαρ σκηνογράφος και καλλιτέχνης, ο οποίος λειτούργησε ως μέντοράς μου – έχει μάλιστα φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο του μενού του «Island». Τρώγαμε καμιά φορά μαζί και βλέποντας το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στη θάλασσα μου έλεγε ότι του φαινόταν τόσο αδιανόητα ωραία η εικόνα που αν τη ζωγράφιζε εκείνος για κάποιο σκηνικό, θα του έλεγαν ότι είναι ψεύτικη. Είχα συνειδητοποιήσει από πολύ νέος ότι η Αττική είναι ένα ιδιαίτερο μέρος, δεν είναι τυχαίο το ότι εδώ γεννήθηκε ο σπουδαίος αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Η Αθήνα και η ακτογραμμή της έχουν εδώ και χιλιετίες μεγάλη σημασία. Το λιμάνι του Πειραιά έχει τη δική του ιστορία, ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον σημερινό Αλιμο, τα ηλιοβασιλέματα από το Καβούρι είναι μαγικά, η ύπαρξη του ναού του Απόλλωνα Ζωστήρα στην παραλία του Αστέρα είναι ξεκάθαρο σημάδι της σχέσης αυτής της τοποθεσίας με τον ήλιο και φυσικά ο εκπληκτικός Nαός του Ποσειδώνα στο Σούνιο αποδεικνύει πόσο σημαντική είναι η θάλασσα για αυτόν τον τόπο. Εχοντας ταξιδέψει πολύ, γνωρίζω ότι νερά σαν της Ελλάδας δεν βρίσκεις πουθενά, ούτε φύση, ούτε ορίζοντα σαν τον δικό μας έχω δει πουθενά αλλού».
Πρωτεύουσα-resort
Ο ίδιος θεωρεί ότι η ευρεία χρήση της φράσης «Αθηναϊκή Ριβιέρα» μπορεί να βοηθήσει στην κωδικοποίηση όσων μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη η παραλιακή ζώνη των Αθηνών. «Η «ριβιέρα» είναι άλλωστε μια ιταλική λέξη που σημαίνει «οργανωμένη ακτογραμμή», καταλαβαίνεις ότι εκεί υπάρχουν εστιατόρια, ξενοδοχεία, πλαζ, μπαρ και cafés. Κάποιοι θεωρούν υπερφίαλο τον όρο «Athens Riviera», όμως θεωρώ σημαντικό το να χρησιμοποιούμε μια ορολογία που την καταλαβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο». Ο Χρύσανθος Πανάς, μελετώντας τα βιβλία της σειράς «Destinations» του οίκου Assouline, σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία ιδέα να δημιουργηθεί ένα και για τη δική μας Ριβιέρα ως προορισμό. «Χάρη στη φιλία μου με τον διάσημο ιταλό σχεδιαστή μόδας Βαλεντίνο, γνώρισα τη Μαρτίν Ασουλίν, ιδρύτρια του ομώνυμου οίκου, και είχαμε μια γόνιμη συζήτηση. Πρόκειται για μια γυναίκα ευφυή, καλλιεργημένη και με πολύ υψηλή αισθητική. Η μια γιαγιά της μάλιστα είχε γεννηθεί στα Πριγκιποννήσια και έκανε τον γάμο της στην Αθήνα, έχει δηλαδή μια σύνδεση με την Ελλάδα. Εστειλε τον γιο της να μείνει λίγο καιρό εδώ και ο ενθουσιασμός του την έπεισε ότι αξίζει τον κόπο να αναδειχθεί το καλά κρυμμένο μυστικό της Αθήνας, η ριβιέρα της. Εχουμε ένα μοναδικό πλεονέκτημα ως πρωτεύουσα, τη θάλασσα τόσο κοντά μας, και την έχουμε υποτιμήσει επειδή έχουμε πάρα πολλά και πανέμορφα νησιά. Και θα ήθελα να τονίσω ότι η θάλασσα της Αττικής αφενός δεν είναι τόσο κρύα όσο των νησιών και αφετέρου είναι πολύ καθαρή, αυτό δείχνουν οι αναλύσεις. Η Ασουλίν μού ζήτησε να γράψω τον πρόλογο και πρότεινε να αναθέσουμε τη συγγραφή τού κυρίως κειμένου σε έναν άνθρωπο με ουδέτερη ματιά, μια συγγραφέα και δημοσιογράφο η οποία έχει επιλέξει τα τελευταία χρόνια να ζήσει στην Ελλάδα. Ενα από τα ωραιότερα πράγματα που μου συνέβησαν με αφορμή αυτό το βιβλίο είναι η φιλία μου με τη Στεφανί Αρταρί, μια φοβερή προσωπικότητα, μια Γαλλίδα πολύ ανοιχτόμυαλη, μορφωμένη, έναν άνθρωπο που έχει στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και κοιτάζει μπροστά, χωρίς ταμπού».
Ο αεικίνητος entrepreneur θέλει να υπογραμμίσει τον σημαντικό ρόλο που έχει παίξει ο αδελφός του Σπύρος στο χτίσιμο του Panas Group. «Ο αδελφός μου ευθύνεται για ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτών που έχουμε δημιουργήσει. Υπήρξε αντιδήμαρχος αρχικά του Γρηγόρη Κασιδόκωστα στη Βουλιαγμένη και κατόπιν δήμαρχος Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης και ο ίδιος. Οταν μεταφέραμε το «Island» στην τωρινή του θέση το 1994 – διότι μέχρι τότε ήταν ένα μικρό μπαρ στη νότια παραλία του Ναυτικού Ομίλου Βουλιαγμένης -, η επένδυση ξεκίνησε με έναν βιολογικό καθαρισμό και ανάπλαση του τοπίου, γι’ αυτό και ο βράχος έχει γίνει μια όαση πρασίνου πλέον, μας ενδιέφερε ανέκαθεν ο σεβασμός στο περιβάλλον. Πάντα κινούμασταν με κριτήρια πολιτισμού, δεν βλέπαμε αυτή τη δουλειά απλώς ως μπίζνες. Ξέραμε ότι η εστίαση, ακόμη και η διασκέδαση, είναι μέρος του πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο το ότι στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα ο διάλογος και η ανταλλαγή ιδεών αρχίζουν από ένα φαγοπότι». Ως επίλογο στη συζήτησή μας ανακεφαλαιώνει την αξία τού «Athens Riviera»: «Η Αθήνα με την ακτογραμμή της μπορεί να αποτελεί δημοφιλή προορισμό για πάρα πολλούς μήνες του χρόνου χάρη στην παρατεταμένη ηλιοφάνεια και τις υψηλές θερμοκρασίες. Πρόκειται για μια πρωτεύουσα με μακραίωνη ιστορία, μια σύγχρονη μεγαλούπολη που μπορεί παράλληλα να είναι και παραθεριστικός προορισμός. Αυτό θα ήθελα να επικοινωνηθεί μέσα από αυτό το βιβλίο. Μόνο οι στενόμυαλοι και οι ρηχοί αδυνατούν να δουν τις δυνατότητες της Αθηναϊκής Ριβιέρας». Οπως είναι γραμμένο και στο site της Assouline: «Με το ένα πόδι στο παρελθόν και με το άλλο στο μέλλον, με ταυτόχρονη πρόσβαση στον ηλεκτρισμό της ζωής στην πόλη και στην ηρεμία ενός παραθαλάσσιου θερέτρου, η Αθήνα δεν μπορεί να περιγραφεί με απλοϊκούς όρους. Πρέπει κανείς να βιώσει ο ίδιος την εμπειρία».
Ερωτας α λα ελληνικά
Για τη Στεφανί Αρταρί η εμπλοκή με το λεύκωμα προέκυψε από μια τυχαία συνάντηση. «Γνωρίζω το ζεύγος Ασουλίν εδώ και πολλά χρόνια, είχαμε ωστόσο μια εικοσαετία να βρεθούμε και συναντηθήκαμε τυχαία πέρυσι στην Αντίπαρο» αφηγείται. «Περάσαμε μέρος των διακοπών μαζί, μου είπαν ότι σκόπευαν να εκδώσουν ένα λεύκωμα για την Αθηναϊκή Ριβιέρα, τους είπα ότι βρίσκω την ιδέα υπέροχη και όταν επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη – που είναι η βάση τους – μου τηλεφώνησαν για να μου προτείνουν να γράψω το κείμενο. Στην αρχή ήμουν διστακτική γιατί δεν θεωρούσα ότι γνωρίζω την Αθήνα εις βάθος, φοβήθηκα λίγο και δεν ήθελα να τους απογοητεύσω, όμως συνειδητοποίησα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία να αποτίσω έναν ειλικρινή φόρο τιμής σε μια χώρα με την οποία είμαι ερωτευμένη. Εχω άλλωστε επιλέξει να ζω εδώ». Η στενή σχέση της με την Ελλάδα άρχισε πριν από περίπου 12 χρόνια. Ζούσε στο Τόκιο τότε και προσπαθούσε να πείσει τον σύζυγό της να έρθουν για διακοπές εδώ διότι εκείνος δεν είχε επισκεφθεί ποτέ τη χώρα μας. Μια μέρα της πρότεινε να βρει ένα σπίτι σε κάποιο ωραίο νησί για να νοικιάσουν το καλοκαίρι, με τον όρο να μην είναι κάπου πολύ τουριστικά, όπως στη Μύκονο ή στη Σαντορίνη. Εκείνη βρήκε ένα μικρό σπίτι στην Πάρο, στην Αγία Ειρήνη, το οποίο ωστόσο δεν ήταν διαθέσιμο προς ενοικίαση αλλά προς πώληση. Σε μια παρόρμηση της στιγμής αποφάσισαν να το αγοράσουν. Ηρθαν για τις διακοπές τους και γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι είχαν αγαπήσει την Αντίπαρο ακριβώς απέναντι. Η Στεφανί άνοιξε μια μπουτίκ εκεί, το «Petit Tipota», στο «Beach House» του νησιού της Μανταλένας, το οποίο δυστυχώς δεν θα λειτουργήσει εφέτος λόγω πανδημίας. Εκτοτε πούλησαν το σπίτι στην Πάρο, όμως η Αρταρί σκοπεύει να ανοίξει σύντομα ένα εμπορικό κατάστημα στη Νάουσα.
Τη ρωτάω αν υπάρχει εξήγηση για την αγάπη της για τη χώρα μας. «Οταν ήμουν 25 ετών, είχα γράψει ένα μυθιστόρημα, η πλοκή ξεκινούσε στην Ισπανία και τελείωνε στην Ελλάδα. Κάτι με ένωνε με τη χώρα σας από την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα στα 18-19 μου. Είναι το πιο όμορφο μέρος στον κόσμο, όλα έχουν ανθρώπινη κλίμακα και οι Ελληνες είναι καλοί. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο στη ζωή πέραν της καλοσύνης και της απλότητας. Ο κόσμος περπατάει στον δρόμο και γελάει δυνατά. Υπάρχει φως, νόστιμες ντομάτες, χαμόγελα, μουσική και χορός. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;» δηλώνει με παρρησία γελώντας και εκείνη δυνατά. Και συμπληρώνει: «Πάντως, δεν ήθελα να φτιάξω κάτι σαν οδηγό πόλης. Η βασική μου επιδίωξη ήταν να είμαι ειλικρινής, έτσι έγραψα μόνο για τα πράγματα που ξέρω καλά, ανέφερα το «Σερσέ λα Φαμ», για παράδειγμα, διότι το φαγητό εκεί είναι απλό και πεντανόστιμο». Αστείες και θρυλικές ιστορίες από τους έλληνες φίλους της έμαθε πάρα πολλές, αλλά «κανείς δεν ήθελε να τις δει δημοσιευμένες και τις έχω κρατήσει μέσα μου». Από τις γειτονιές της πόλης ξεχωρίζει το Μοναστηράκι και το Μεταξουργείο.
Η Αρταρί ήρθε στην Ελλάδα την περίοδο που άρχισε να δείχνει τα δόντια της η οικονομική κρίση. Πώς της φάνηκαν τα χρόνια που οι Βορειοευρωπαίοι μάς αντιμετώπιζαν ως παράσιτα; «Ο σύζυγός μου είναι μαθηματικός, αλλά έχει εργαστεί με οικονομικά μοντέλα και με είχε ενημερώσει εγκαίρως ότι η φούσκα των αγορών θα έσκαγε. Υποστήριζα πάντα τους Ελληνες. Χρειάζεται κάποιου είδους ρύθμιση στις διεθνείς αγορές, δεν είναι δυνατόν κάποιοι άνθρωποι να έχουν περιουσίες δεκάδων δισεκατομμυρίων, δεν τα χρειάζονται όλα αυτά τα χρήματα, είναι παρανοϊκό. Δεν έχω τίποτα εναντίον των πολύ πλουσίων, μπράβο τους αν δουλεύουν σκληρά και πετυχαίνουν, όμως ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ένα όριο». Από όλες τις ρήσεις που έχει χρησιμοποιήσει για να συνοδεύσει το φωτογραφικό υλικό του λευκώματος η ανήσυχη Γαλλίδα ξεχωρίζει αυτές του φιλέλληνα συμπατριώτη της Ζακ Λακαριέρ. «Διάβασα πραγματικά πάρα πολλά βιβλία για να προετοιμαστώ, ήθελα να απορροφήσω το πνεύμα της Ελλάδας, είχα την ανάγκη να το κάνω προτού καθίσω να γράψω κι εγώ». Κατά την κουβέντα μας με ξαφνιάζει με μια σκέψη που δεν είχα ξανακούσει: η Ελλάδα τής θυμίζει πολύ την Ιαπωνία. «Από μία άποψη οι Ελληνες με τους Ιάπωνες είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι» εξηγεί. «Οι Ελληνες είναι χαοτικοί, εξωστρεφείς και αυθόρμητοι, οι Ιάπωνες εσωστρεφείς και της τάξης. Στις πόλεις τους, ωστόσο, επικρατεί αναρχία, ειδικά αρχιτεκτονικά, το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο, υπάρχει μια έλλειψη αρμονίας και οι άνθρωποι δεν είμαστε αρμονικοί, είμαστε γεμάτοι συγκρούσεις και αντιθέσεις. Τους δύο λαούς ενώνει ωστόσο η ίδια αυθεντικότητα, μια δημιουργική φλέβα που χτυπάει δυνατά. Σέβονται επίσης πολύ την παράδοση. Ακόμη και οι γλώσσες σας ηχούν παρόμοια μερικές φορές. Με την ευκαιρία, να πω πόσο μου αρέσουν η παραδοσιακή ελληνική μουσική και τα πανηγύρια». Μα τίποτα δεν την ενοχλεί εδώ; «Με ενοχλούν όλα, ποτέ τίποτα δεν γίνεται στην ώρα του και, ως γνήσια Γαλλίδα, παραπονιέμαι όλη την ώρα. Ομως πάντα στο τέλος υπάρχει ένας καλός κύριος ή μια καλή κυρία που θα σου φερθεί όμορφα και θα σε εξυπηρετήσει. Με τρελαίνει αυτό».