Σε αντίθεση με τη μητέρα του, η οποία τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της έχανε σταδιακά τη μνήμη της, ο Λουίς Μπουνιουέλ θυμόταν όλα όσα θαυμαστά έζησε. Γιατί η μνήμη του Δον Λουίς τον βοήθησε να γράψει την «Τελευταία πνοή», την αυτοβιογραφία του, ένα πραγματικά αριστουργηματικό βιβλίο, θαρρείς σαν μία ακόμη ταινία του. «Η μνήμη είναι που φτιάχνει όλη μας τη ζωή» γράφει στο βιβλίο του, «είναι η συνοχή μας, η λογική μας, το συναίσθημά μας, ακόμη και η δράση μας. Χωρίς αυτήν δεν είμαστε τίποτε».

Αφορμή για αυτή την επιστροφή στον Λουίς Μπουνιουέλ 37 χρόνια μετά τον θάνατό του σε ηλικία 83 ετών στην Πόλη του Μεξικού δίνει η τελευταία ταινία της ζωής του, το «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» (1977), που πρόσφατα προβλήθηκε στους κινηματογράφους σε νέα, επεξεργασμένη κόπια (διανομή Bibliotheque).

Είναι μια πολύ «λοξή» μεταφορά του έργου «Η γυναίκα και το νευρόσπαστο» του Πιέρ Λουί, το οποίο μάλιστα είχε ήδη γυριστεί στο σινεμά το 1959 από τον Ζιλιέν Ντιβιβιέ με πρωταγωνίστρια την Μπριζίτ Μπαρντό. Η ταινία του Μπουνιουέλ είναι το οδοιπορικό ενός ηλικιωμένου αστού (Φερνάντο Ρέι), ο οποίος είναι στοιχειωμένος από δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας γυναίκας (την υποδύονται η Γαλλίδα Καρόλ Μπουκέ και η Ισπανίδα Ανχελα Μολίνα). Πρόκειται για μια ταινία που κινείται στον αστερισμό του παθιασμένου έρωτα και των ιδιοτροπιών της τύχης η οποία έχει – κυριολεκτικά – την εικόνα ενός κουβά με κρύο νερό.

Λόρκα, Νταλί και ποίηση

Γεννήθηκε στην Καλάντα της Αραγωνίας το 1900, ήταν γιος εύπορης οικογένειας, είδε για πρώτη φορά ταινία στα οκτώ του χρόνια και οι σπουδές του τον βοήθησαν να διευρύνει τους ορίζοντές του – πάντα όμως από την πλευρά του αμφισβητία. Σπούδασε σε κολέγιο Ιησουιτών της Σαραγόσα και αργότερα φιλοσοφία στη Μαδρίτη. Η σχέση του με την Εκκλησία ήταν πάντα «ηλεκτρισμένη» διότι από κάποια στιγμή και μετά δεν υπήρχε περίπτωση ο Μπουνιουέλ να γυρίσει ταινία χωρίς να σαρκάσει τον κλήρο με τον δικό του, σαρδόνιο τρόπο. Στη Μαδρίτη, ως φοιτητής, γνωρίστηκε με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον Σαλβαδόρ Νταλί, με τον οποίο αργότερα θα εντάσσονταν στην ομάδα των σουρεαλιστών στο Παρίσι όπου βρέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 (εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη του Ζαν Επστάιν). Για τον Λόρκα ο ίδιος ο Μπουνιουέλ γράφει ότι πολλές φορές «με θεωρούσε – και όχι εντελώς άδικα – υπερβολικά ακαλλιέργητο και χωριάτη για να εκτιμήσω τις λεπτές αποχρώσεις της δραματικής λογοτεχνίας». Σε μια περίπτωση, μάλιστα, ο Μπουνιουέλ τον διέκοψε από την ανάγνωση ενός έργου του αποκαλώντας το (με σύμμαχο τον Νταλί) «μια αηδία». Χαρακτηρίζει το έργο του Λόρκα «ρητορικό και εικονογραφημένο», λέει ότι «η ζωή του Λόρκα, η προσωπικότητά του ξεπερνούσαν κατά πολύ το έργο του».

Στη Μαδρίτη πάντως ο Μπουνιουέλ γνώρισε καλύτερα τον κόσμο του κινηματογράφου, σε μια εποχή που ο κινηματογράφος ήταν η νέα μορφή διασκέδασης και σινεμά άνοιγαν παντού βρίσκοντας πιστό κοινό. «Πηγαίναμε στο σινεμά είτε με κάποια φιλενάδα για να μπορέσουμε να την πλησιάσουμε στο μισοσκόταδο – και σε αυτή την περίπτωση πηγαίναμε σε οποιαδήποτε ταινία, γιατί η ίδια η ταινία ελάχιστη σημασία είχε – είτε με φίλους από την Εστία» γράφει στην «Τελευταία πνοή». Η αμερικανική μπουρλέσκ κωμωδία ενθουσίαζε την παρέα που γοητευόταν από κωμικούς όπως ο Μπάστερ Κίτον, ο Χάρολντ Λόιντ και ο Μπεν Τάρπιν. «Ο Τσάπλιν ήταν αυτός που μας άρεσε λιγότερο» ομολογεί ο Μπουνιουέλ.

Ηταν μια εποχή στην οποία ο σουρεαλισμός δεν είχε ακόμη εμφανιστεί και ο Μπουνιουέλ έγραφε ποίηση. Για εκείνον ο κινηματογράφος δεν ήταν παρά απλή ψυχαγωγία, ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι κάποια στιγμή θα γινόταν κινηματογραφιστής. Το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Orquestación» (ενορχήστρωση) δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Ultra» και αφορούσε 30 μουσικά όργανα τα οποία ο Μπουνιουέλ παρουσίαζε με λίγες λέξεις το καθένα. Μεγάλο βήμα στην πορεία του τού πρόσφερε ο Ερνέστο Χιμένεθ Καμπαγιέρο, διευθυντής στο πιο σημαντικό περιοδικό ποίησης εκείνης της εποχής, το «La Gaceta Literaria», το οποίο φιλοξένησε ποιήματα του πρώτου. Ο Μπουνιουέλ λέει ότι οφείλει πολλά στον Καμπαγιέρο. Ωστόσο αργότερα, ενώ πλησίαζε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ο Καμπαγιέρο επέλεξε το στρατόπεδο των φασιστών και ο Μπουνιουέλ του έκοψε κυριολεκτικά την καλημέρα.

Σουρεαλισμός και σκάνδαλα

Σύμφωνα με τον Μπουνιουέλ, ο «Ανδαλουσιανός σκύλος», η εμβληματική ταινία που γύρισε με τον Νταλί το 1929 οριοθετώντας τον σουρεαλισμό στον κινηματογράφο, γεννήθηκε μέσα από μια ανταλλαγή ονείρων των δημιουργών της. Ο Μπουνιουέλ είχε δει στον ύπνο του «ένα μακρόστενο σύννεφο να κόβει το φεγγάρι και ένα ξυράφι να σκίζει ένα μάτι» και ο Νταλί «ένα χέρι γεμάτο μυρμήγκια». Ο Νταλί πρότεινε τη δημιουργία «μιας ταινίας με όλα αυτά». Οπως και έγινε. Ο «Ανδαλουσιανός σκύλος» είναι μια ταινία όπου όλα μπορούν να ειπωθούν ή να παρουσιαστούν χωρίς τίποτε να εξηγηθεί. Γι’ αυτό και γυρίστηκε χωρίς διαφωνίες ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες. Οταν η ταινία προβλήθηκε, ο Μπουνιουέλ βρέθηκε να πίνει καφέ στο «Σιρανό» των Παρισίων συναντώντας ανθρώπους όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Πολ Ελιάρ, ο Μαν Ρέι, ο Λουί Αραγκόν και ο Μαγκρίτ – μια συνάντηση ουσίας που καθόρισε όλη την υπόλοιπη ζωή του. «Μέσω του σουρεαλισμού κατάλαβα ότι η ζωή έχει ένα ηθικό νόημα, το οποίο ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγνοήσει» θα έλεγε στον ιστορικό τού κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, υποστηρίζοντας επίσης ότι «η σουρεαλιστική όψη των πραγμάτων μπορεί να εφαρμοστεί και στην πραγματικότητα».

Η λέξη σκάνδαλο ήταν ταυτόσημη με τον Λουίς Μπουνιουέλ, και αυτό φάνηκε αμέσως με τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» αλλά κυρίως με τη δεύτερη ταινία του, «Η χρυσή εποχή», που γυρίστηκε το 1930. Ο Τύπος της Δεξιάς διερρήγνυε τα ιμάτιά του εναντίον της και λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα της στο Studio 28 του Παρισιού, μέλη της Πατριωτικής Νεολαίας και αντισημιτικές ομάδες βανδάλισαν την αίθουσα καταστρέφοντας τους σουρεαλιστικούς πίνακες της έκθεσης (έργα Τανγκί, Νταλί, Μιρό κ.ά.) που είχε στηθεί στην είσοδο, πετώντας μελάνι στην οθόνη και σπάζοντας τα καθίσματα. Οι συνέπειες που είχε για τον Μπουνιουέλ το σκάνδαλο της προβολής αυτής της ταινίας (η οποία απαγορεύτηκε επισήμως από τον αρχηγό της Αστυνομίας εν ονόματι της διατήρησης της δημόσια τάξης) τον ακολούθησαν πολλά χρόνια αργότερα και εκτός ισπανικών συνόρων. Στην Αμερική, το 1942, ο Μπουνιουέλ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση που είχε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης επειδή η σχέση του με την ταινία φάνηκε σε ένα βιβλίο που είχε εκδώσει ο παλιός φίλος του, ο Νταλί. Παλιός, γιατί οι σχέσεις τους είχαν στο μεταξύ «παγώσει». Το φιλμ δεν προβλήθηκε ξανά δημοσίως παρά στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Παρόμοια σκάνδαλα προκάλεσαν και άλλες ταινίες του, όπως οι «Ναζαρέν» (1959), «Βιριδιάνα» (1961) και «Ο εξολοθρευτής άγγελος» (1962). Ιδιαίτερα η «Βιριδιάνα», η πρώτη ταινία που γύρισε στην πατρίδα του ύστερα από 29 χρόνια απουσίας, προκάλεσε παροιμιώδες σκάνδαλο, επειδή αποτελεί ακραία επίθεση εναντίον του τρόπου σκέψης και των παραδόσεων των Καθολικών. Οπως ήταν φυσικό, λογοκρίθηκε βάναυσα όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά στις αίθουσες, παρότι είχε αποσπάσει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1961.

Η ενασχόληση του Λουίς Μπουνιουέλ με τον «πραγματικό κινηματογράφο» άρχισε με το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ του «Γη χωρίς ψωμί» (1933) και ωρίμασε πολλά χρόνια αργότερα, όταν σε ηλικία περίπου 50 χρόνων σκηνοθέτησε στο Μεξικό την ταινία «Λος Ολβιδάδος» (ή «Ξεχασμένοι από την κοινωνία»), έναν συνδυασμό ντοκιμαντέρ και ονειρικής αναδρομής. Με αυτήν ουσιαστικά την ταινία ο Μπουνιουέλ μπήκε στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών του κινηματογράφου. Η περίοδός του στο Μεξικό (η αγαπημένη τού συμπατριώτη του Πέδρο Αλμοδόβαρ σε ό,τι αφορά το έργο του Μπουνιουέλ) είναι πλούσια σε ταινίες, ιδέες και στυλ. Στο «Εl» («Αυτός», 1953) συνδύασε τις σουρεαλιστικές αρχές των πρώτων ταινιών του με το μελόδραμα τύπου «ιψενικό τρίγωνο», ενώ τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» («Abismos de pasión», 1954), μια διασκευή του μυθιστορήματος της Εμιλι Μπροντέ (γνωστού κυρίως από την ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ με τους Λόρενς Ολίβιε και Μερλ Ομπερον) είναι η μελοδραματική κορύφωσή του.

Η Ωραία Ντενέβ, η καμαριέρα Μορό

Οι ταινίες που ο Μπουνιουέλ γύρισε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1960 και του 1970, ανάμεσά τους το «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας» (1964) με τη Ζαν Μορό, η «Ωραία της ημέρας» (1967) και η «Τριστάνα» (1970) με την Κατρίν Ντενέβ, το «Φάντασμα της ελευθερίας» (1974) και ο «Γαλαξίας» (1969), αποτελούν δείγματα δουλειάς ενός καλλιτέχνη ο οποίος συναισθάνεται ότι βρίσκεται σε περίοδο ακμής των δυνάμεών του. Ηταν πια 73 ετών όταν το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης (η αγγλόφωνης, όπως λεγόταν εκείνη την εποχή) ταινίας δόθηκε στην «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», την αντιπροτελευταία ταινία της ζωής του και ίσως το ζενίθ της καριέρας του. Και πίστευε σταθερά στην εξέλιξη του κινηματογράφου ως μαζικής κουλτούρας παρότι την ίδια στιγμή ήταν της γνώμης ότι η άρχουσα τάξη, επιμελώς, εμπόδιζε την ανάπτυξη μιας πραγματικά λαϊκής κουλτούρας, διότι «ο κινηματογράφος ελέγχεται και επηρεάζεται από οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές σκοπιμότητες πολύ συγκεκριμένης φύσεως» (απόσπασμα συνέντευξής του στον Μανουέλ Μισέλ δημοσιευμένο στην έκδοση «Μπουνιουέλ» από τη σειρά Πρόσωπα & Ιδέες – Κινηματογράφος). Ισως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την προσφορά της Metro-Goldwyn-Mayer να δουλέψει στο Χόλιγουντ («δεν με ενδιαφέρει να γυρίζω ταινίες κάτω από αυτές τις συνθήκες»).

Λέγεται ότι η άνεσή του αυξανόταν κάθε φορά που έβρισκε νέο κοινό, πρόθυμο να δεχθεί τα έργα του, ακόμη και τις πρώτες εκείνες μικρής διάρκειας σουρεαλιστικές ταινίες της πρώιμης περιόδου του. Και έτσι γινόταν. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ακόμα και σήμερα, ενενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη, ο «Ανδαλουσιανός σκύλος» προκαλεί ακόμη ανατριχίλα με χιλιάδες χτυπήματα στο YouΤube. Σημαίνει ότι το κοινό του ανανεώνεται, σημαίνει ότι το έργο του Μπουνιουέλ είναι αθάνατο.