Το καλοκαίρι του 1921, στο πλαίσιο των λεγομένων Επιχειρήσεων Θέρους, η Μικρασιατική Στρατιά αναπτύσσει επιχειρησιακή δράση στα ενδότερα της Ανατολίας, σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων από τις ακτές του Αιγαίου.
Η Στρατιά Μικράς Ασίας, που αριθμούσε στις αρχές Απριλίου του ιδίου έτους 4.364 αξιωματικούς και 122.164 οπλίτες, έχει ενισχυθεί μετά τις προηγηθείσες Εαρινές Επιχειρήσεις σε προσωπικό και υλικό.
Έτσι, στις 16 Ιουνίου 1921 οι δυνάμεις Πεζικού που έχει στη διάθεσή της η Στρατιά Μικράς Ασίας είναι εξοπλισμένες με 106.007 τυφέκια και 908 πολυβόλα.
Το Γ’ ΣΣ και η κατάληψη του Εσκί Σεχίρ
Την προέλαση προς το σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο του Εσκί (Εσκή) Σεχίρ έχει αναλάβει το Γ’ ΣΣ, που συνιστά το βόρειο μέτωπο (Προύσας) των ελληνικών δυνάμεων.
Για την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ το Γ’ ΣΣ έχει διαθέσει 27 τάγματα Πεζικού δυνάμεως 16.190 τυφεκιοφόρων και 228 πολυβόλων.
Οι άνδρες του Γ’ ΣΣ, δίνοντας επικές μάχες, πετυχαίνουν λαμπρές νίκες παρά τη λυσσώδη τουρκική αντίσταση.
Το τίμημα είναι βεβαίως βαρύτατο, οι απώλειες σοβαρότατες, καθώς οι Τούρκοι μάχονται σε οργανωμένες τοποθεσίες άμυνας και κάθε σπιθαμή εδάφους κερδίζεται με τεράστια προσπάθεια και κυρίως διά της λόγχης.
Στις 6 Ιουλίου 1921 οι δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού καταλαμβάνουν μετά την Κιουτάχεια και το χτισμένο σε περιοχή υψηλής στρατηγικής σημασίας Εσκί Σεχίρ, το πάλαι ποτέ Δορύλαιο (αρχικά φρυγικό κέντρο, που γνώρισε περίοδο ακμής κατά τους Ρωμαϊκούς και τους Βυζαντινούς Χρόνους).
Δυστυχώς, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν να πραγματοποιήσουν τον αντικειμενικό σκοπό τους, που είναι η καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων.
Έτσι, προϊόντος του χρόνου η ελληνική εκστρατεία προς την Άγκυρα θα ανακοπεί, καθώς η Μικρασιατική Στρατιά νικά στο επίπεδο της τακτικής, αλλά ηττάται, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, στο πεδίο της στρατηγικής.