Την περίοδο των capital controls η λιμνάζουσα ρευστότητα έπρεπε με κάποιον τρόπο να αξιοποιηθεί. Τότε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε να θεσπίσει ως κατώτατο όριο εισόδου σε μια εταιρική ομολογιακή έκδοση τα 1.000 ευρώ, όταν για ένα αντίστοχο εταιρικό ευρωομόλογο ο επενδυτής θα έπρεπε να τοποθετήσει τουλάχιστον 125.000 ευρώ.
Ετσι δημιουργήθηκε στην Ελλάδα η λιανική αγορά εταιρικών ομολόγων που αποτέλεσε μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης για τις εταιρείες, αλλά και μια εναλλακτική επιλογή για τους επενδυτές, αφού δεν είχε το ρίσκο των μετοχών με τις έντονες διακυμάνσεις, ούτε και τις πενιχρές αποδόσεις των τραπεζικών καταθέσεων.
Ο ομολογιούχος δάνειζε π.χ. για πέντε χρόνια μια εταιρεία, κάθε χρόνο έπαιρνε το αντίτιμο που προέβλεπε το κουπόνι και στη λήξη του ομολόγου λάμβανε το αρχικό του κεφάλαιο. Απο τότε έχουν πραγματοποιηθεί περίπου 15 εκδόσεις από μικρές και μεγάλες εταιρείες με επιτόκια που κυμαίνονταν από 3% έως 5,5%. Αποδόσεις που ικανοποιούσαν και τους επενδυτές αλλά και τους εκδότες, αφού στο εξωτερικό η τιμολόγηση θα ήταν μεγαλύτερη.
Ολα αυτά μέχρι που τα προβλήματα στους ισολογισμούς της MLS προκάλεσαν πτώση των τιμών των ομολόγων της και ανησυχία στις τάξεις των επενδυτών που είχαν συνηθίσει να βλέπουν το περιουσιακό τους στοιχείο μπετόν αρμέ.
Η MLS να σημειώσουμε ότι πληρώνει κανονικά τα κουπόνια, αλλά στάθηκε αφορμή να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με τις εγγυήσεις που πρέπει να έχει μια έκδοση.
Κατά κόρον τα εταιρικά ελληνικά ομόλογα δεν έχουν εγγυήσεις όπως, για παράδειγμα, περιουσιακών στοιχείων της εκδότριας, τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τυχόν απώλειες των επενδυτών αν η εταιρεία βρεθεί σε αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών της.
Βεβαίως μέχρι σήμερα οι εκδότες είναι μεγάλοι όμιλοι με ισχυρούς ισολογισμούς και ένα τέτοιο ενδεχόμενο μοιάζει μακρινό. Από την άλλη πλευρά, για αυτές τις επιχειρήσεις η παροχή εγγυήσεων προς τους επενδυτές θα τους επέτρεπε να τιμολογήσουν τις εκδόσεις τους με χαμηλότερα επιτόκια.