O ελληνικός τουρισμός έχει εισέλθει στην πιο ιδιότυπη σεζόν της ιστορίας του. Το στοίχημα τόσο για τους ανθρώπους του κλάδου, όσο και για την κυβέρνηση είναι μεγάλο και δύσκολο.
Η χώρα μας καλείται να διεκδικήσει το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο μιας – ούτως ή άλλως – συρρικνωμένης τουριστικής πίτας ελαχιστοποιώντας την ίδια στιγμή τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Η επιχείρηση επανεκκίνησης του τουρισμού καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη λόγω της αναζωπύρωσης της πανδημίας. Οι προσδοκίες ότι η άνοδος της θερμοκρασίας θα έκαμπτε τις αντοχές του ιού δεν επαληθεύθηκαν. Αντιθέτως, η πανδημία επανακάμπτει. Μόλις προχθές ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε πως η εξάπλωση της πανδημίας επιταχύνεται και ότι ακόμη βρισκόμαστε μακριά από το τέλος της.
Ωστόσο, η απόφαση για την υπό περιορισμούς επανεκκίνηση του τουρισμού ήταν μονόδρομος και το ρίσκο επιβεβλημένο. Η εξάρτηση της εγχώριας οικονομίας από τον τουρισμό είναι γνωστή. Η ανακάμπτουσα από την υπερδεκαετή κρίση οικονομία δεν είχε την πολυτέλεια να χάσει εντελώς την τουριστική σεζόν.
Αρκεί να σημειώσουμε ότι οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες που αφορούν τον εισερχόμενο τουρισμό ξεπέρασαν πέρυσι τα 18 δισ. ευρώ φθάνοντας στο 9,7% του ΑΕΠ. Ακόμη και με τους αισιόδοξους υπολογισμούς του υπουργείου Τουρισμού, τη φετινή χρονιά οι απώλειες εισπράξεων θα προσεγγίσουν τα 10 δισ. ευρώ, διατηρώντας μόλις 8 δισ. ευρώ έναντι του 2019.
Προκειμένου η χώρα μας να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, θα χρειαστεί συνεχής εγρήγορση, ετοιμότητα για τη διόρθωση τυχόν αστοχιών και άριστη συνεργασία.
Η άσκηση ισορροπίας που έχει ξεκινήσει είναι ιδιαιτέρως απαιτητική. Τα οφέλη όμως εφόσον τα καταφέρουμε θα είναι πολλαπλά.
ΤΟ ΒΗΜΑ