Μοιραία και αναπόφευκτα, τα όσα εκτυλίσσονται στην Προανακριτική και τα απόνερά τους, διαμορφώνουν πολιτικό κλίμα και περιβάλλον.
Αναδεικνύουν υπόγειες διαδρομές της προηγούμενης περιόδου, συμπλέγματα της ακόμη πιο προηγούμενης και αδιέξοδα της Αριστεράς, η οποία όποτε βρέθηκε στην εξουσία, είτε με δημοκρατικό τρόπο είτε με άλλον, ουδέποτε μπόρεσε να τα υπερβεί.
Τα εφευρήματα των τελευταίων ημερών είναι αποκαλυπτικά. Από την μία για παράδειγμα, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ασυναίσθητα και παρασυρόμενος ίσως από την ΠαΣοΚική δεξαμενή ψηφοφόρων που διαθέτει, τόλμησε να μιλήσει για ένα νέο «βρώμικο ’89». Το οποίο κατά την άποψή του, επιχειρεί να στήσει η Δεξιά. Ξεχνά όμως ότι το «βρώμικο ΄89» δεν θα είχε στηθεί δίχως την Αριστερά. Η αντίφαση είναι τέτοια και τόσο μεγάλη, που ακόμη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. Σάκης Παπαδόπουλος) σπεύδουν να πάρουν αποστάσεις.
Παρά ταύτα, πρώην στελέχη του ΠαΣοΚ εξακολουθούν και χειροκροτούν με πάθος τον Τσίπρα, υπερθεματίζουν σε εκδηλώσεις αντιδεξιάς ρητορικής, μιλούν συχνά εκτός θέματος και εκτός κλίματος, θεωρώντας ότι υπάρχει εύφορο έδαφος για διχασμό και εχροπάθεια (βλ. Γιάννης Ραγκούσης). Υπάρχουν και άλλα, όπως ο Φώτης Κουβέλης, που ενστερνίζονται τις απόψεις περί «βρώμικου ΄89», έχοντας ίσως ξεχάσει τον κομβικό ρόλο που διαδραμάτισαν εκείνη την περίοδο. Ο συγκεκριμένος, από την θέση του υπουργού Δικαιοσύνης… Κωμικά πράγματα.
Παρεμπιπτόντως, αυτό που ακόμη δεν έχουν συνειδητοποιήσει στην Αριστερά, είναι ότι στην συγκεκριμένη εκείνη ιστορική συγκυρία, ο Συνασπισμός έγινε ένα εργαλείο στα χέρια της ΝΔ και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν και όπως φάνηκε από τις πολιτικές και εκλογικές επιπτώσεις στην συνέχεια.
Στο ορατό αυτό πολιτικό αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν κάποιοι που βλέπουν τον κίνδυνο. Δεν έχουν όμως ούτε τα μέσα, ούτε τις δυνατότητες να τον αποτρέψουν ή να τον υπερβούν.
Ήταν μάλλον μία από τις πιο ρεαλιστικές τοποθετήσεις των τελευταίων ημερών, αυτή που ακούστηκε στην κομματική συνεδρίαση του προηγούμενου Σαββατοκύριακου. Ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ διατρέχει τον κίνδυνο να παραμείνει κολημμένος στο 25%, ένα κόμμα δηλαδή αιωνίως δεύτερο και η Κεντροδεξιά της ΝΔ να καταλάβει έναν χώρο της τάξεως του 40%. Το 25% θα αντιστοιχεί σε μία πολιτική δύναμη ικανή μεν να φωνάζει, αλλά δίχως πρόταση και προοπτική εξουσίας και δίχως ικανότητα προόδου, προσαρμογής στις νέες συνθήκες και απαλλαγής από τα μετεμφυλιακά σύνδρομα.
Υπό αυτό το πρίσμα, υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ενδεχόμενο να παρακολουθούμε την εξέλιξη μίας πολιτικής στρέβλωσης, της οποίας οι επιπτώσεις ακόμη δεν είναι ορατές. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι στην πολιτική τίποτε δεν είναι στατικό και τίποτε δεν μένει για πάντα όπως κάποιος το επιθυμεί και το φαντασιώνεται. Οι εξελίξεις ουδέποτε είναι γραμμικές και κάποτε συμβαίνουν αιφνιδιαστικά.
Ο κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ να εγκλωβιστεί στο 25% (ή το 20% ή το 15%…), είναι υπαρκτός, υπό όρους και προϋποθέσεις και πάντως όσο δεν είναι σε θέση να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες του και την μέθοδο πολιτικής αντιπαράθεσης στην οποία έχει ασκηθεί και συνηθίσει.
Αν αυτό επιβεβαιωθεί, τα μαθηματικά της πολιτικής θα αποκτήσουν μία νέα διάσταση: θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ότι το 25% (ή το 20% ή το 15%…) δεν διαφέρει σε πολλά από το 3%…