Το φθινόπωρο του 1976, κάτι παραπάνω από έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση, άρχισαν στην Ελλάδα τα γυρίσματα της ταινίας «Ο έλληνας μεγιστάνας» («The Greek Tycoon», 1978) με πρωταγωνιστές τον Αντονι Κουίν και τη Ζακλίν Μπισέ. Με δεδομένο ότι ο θάνατος του Ωνάση ήταν ακόμη νωπός στη μνήμη του κόσμου, η αμερικανική αυτή παραγωγή, σκηνοθέτης της οποίας ήταν ο Τζέι Λι Τόμσον – ο οποίος είχε ξαναδουλέψει στην Ελλάδα και μάλιστα ξανά με τον Κουίν στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» του 1961 – αποφάσισε να αλλάξει τα ονόματα των ηρώων, παρότι η ταινία θα αναπαριστούσε σχεδόν κατά γράμμα πολλά από τα περιστατικά που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Ωνάση. Ανάμεσά τους και ο τραγικός θάνατος του γιου του, Αλέξανδρου, σε αεροπορικό δυστύχημα, μια τραγωδία που συνέβη το 1973 και από την οποία ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν ανάρρωσε ποτέ.
Ετσι λοιπόν, για λογαριασμό του «Ελληνα μεγιστάνα», το όνομα Αριστοτέλης Ωνάσης γίνεται Τέο Τομάσης (Κουίν), το όνομα της Τζάκι Κένεντι μετατρέπεται σε Λιζ Κάσιντι (Μπισέ) και το πολιτικό πρόσωπο που υπήρξε σύζυγός της και δολοφονήθηκε είναι και πάλι πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που όμως ονομάζεται Τζέιμς Κάσιντι (Τζέιμς Φρανσίσκους). Στην ταινία, ο ζάμπλουτος έλληνας εφοπλιστής Τέο Τομάσις χωρίζει από την πρώτη γυναίκα του Σίμι (Καμίλα Σπαρβ – που προφανώς είναι alter ego της Τίνας Λιβανού – και μπλέκει σε ένα θυελλώδες ειδύλλιο με μια τραγουδίστρια της όπερας ονόματι Σοφία Ματάλας. Ωστόσο, ο Τομάσης δεν παντρεύεται τη σοπράνο αλλά τη χήρα του προέδρου στο μικρό εκκλησάκι ενός ιδιόκτητου νησιού (Σκορπιός). Φυσικά, σημαίνοντα ρόλο στην ιστορία παίζει ο γιος του Τέο με τη Σίμι, ο Νίκο Τομάσις (όπως μετονομάστηκε ο Αλέξανδρος Ωνάσης), τον οποίο ο πρώτος λατρεύει και θέλει να τον δει να ακολουθεί τα χνάρια του. Ομως ο Νίκο (τον υποδύεται ο Εντουαρντ Αλμπερτ), απολαμβάνει τα προνόμια της ζωής των υψηλών στάνταρντ, εκείνα που γεύονται μόνο οι εκπρόσωποι του jet set. Είναι ένας τολμηρός, ριψοκίνδυνος νέος, ειδικά στον αέρα…
Ενας από τους παραγωγούς αλλά και συν-σεναριογράφος του «Ελληνα μεγιστάνα», πρόσωπο-κλειδί στη δημιουργία της ταινίας και ο άνθρωπος που είχε την απόλυτη ευθύνη των γυρισμάτων στη χώρα μας, ήταν ο Νίκος Μαστοράκης, κάπου 35 ετών τότε, πασίγνωστος δημοσιογράφος κυρίως της τηλεόρασης και αργότερα κινηματογραφιστής. Σε συνεντεύξεις της εποχής, ο Μαστοράκης επέμενε ότι ο «Ελληνας μεγιστάνας» είναι ένα «προϊόν μυθοπλασίας, μια φανταστική ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα». Αυτό βέβαια συμβαίνει με όλες τις ταινίες μυθοπλασίας που βασίζονται στην πραγματικότητα (εφόσον δεν είναι ντοκιμαντέρ). Από την άλλη πλευρά, ο κ. Μαστοράκης επεσήμαινε επίσης ότι «αν ο κόσμος επιλέξει να πιστέψει ότι η Ζακλίν Μπισέ υποδύεται την Τζάκι Ωνάση στην πραγματική ζωή της ή ότι ο Αντονι Κουίν υποδύεται τον Αριστοτέλη Ωνάση στην πραγματική ζωή του, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει, γιατί κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τη φαντασία των ανθρώπων» («The Washington Post»).
Την ίδια άποψη είχε βεβαίως και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Αντονι Κουίν, του οποίου οι δεσμοί με την Ελλάδα ξεκινούσαν από το σινεμά και ταινίες όπως τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και φυσικά ο «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) και έφθαναν μέχρι την πραγματικότητα και την ελληνική γη που διεκδικούσε στο Αιγαίο. «Φαντάζομαι», είχε πει ο Κουίν στα γυρίσματα, «ότι είναι αναπόφευκτο να έρχεται στον νου του κόσμου ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ναι, ομοιότητες υπάρχουν. Ο Ωνάσης είχε ένα πολύ μεγάλο γιοτ, όπως και ο Τέο Τομάσης, ο ήρωάς μου. Και οι δυο τους παντρεύτηκαν χήρες αμερικανών προέδρων. Φοράω σκούρα γυαλιά όπως φορούσε και ο Ωνάσης και έχω γκρίζα μαλλιά σαν τα δικά του. Αλλά δεν είμαι ο Ωνάσης. Υποδύομαι έναν άνθρωπο που μοιάζει με τον Ωνάση». Για τον Κουίν μια τέτοια ταινία ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα γυριζόταν, επομένως ο λόγος που προχώρησε (παρά τις αντιρρήσεις της Τζάκι Κένεντι, γιατί είχαν επικοινωνήσει προηγουμένως) ήταν επειδή θεώρησε ότι «αυτή τη δουλειά θα την έκανα καλύτερα από κάθε άλλον».
Αυτό που ίσως να μην είναι και τόσο γνωστό και που ο Κουίν είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στον αμερικανό δημοσιογράφο Τζέρι Χάρπερ, αφορά την προσωπική επαφή του Κουίν με τον εφοπλιστή. Σύμφωνα με τον Κουίν, ο μεγαλοεφοπλιστής τον θαύμαζε ως ηθοποιό γιατί είχε υποδυθεί τον Αλέξη Ζορμπά, έναν ήρωα πρότυπο για τον Ωνάση. Πάντα σύμφωνα με τον Κουίν, ο Ωνάσης πίστευε επίσης ότι αν γυριζόταν ταινία η ζωή του, ο Κουίν θα έπρεπε να τον υποδυθεί.
Το γεγονός παραμένει: στην εποχή των γυρισμάτων του, ο «Ελληνας μεγιστάνας» είχε γίνει αντικείμενο τεράστιου ενδιαφέροντος παγκοσμίως, αλλά όχι και η ταινία που πολύς κόσμος περίμενε με λαχτάρα. Η Τζάκι Κένεντι-Ωνάση ήταν φυσικά η πρώτη που άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς να δει την ταινία του Τόμσον.
«Λένε για εμένα ότι δεν έχω class» είχε πει ο Αριστοτέλης Ωνάσης στον Πίτερ Εβανς που το 1968 ανέλαβε τη συγγραφή του βιογραφικού βιβλίου για τον εφοπλιστή περνώντας εννέα μήνες στο πλάι του ιδίου και των συνεργατών του. «Ευτυχώς οι άνθρωποι που έχουν class είναι συνήθως έτοιμοι να ξεπεράσουν αυτό το μειονέκτημα διότι είμαι πάρα πολύ πλούσιος». Διόλου λανθασμένη εκτίμηση από αυτόν τον ιδιοφυή άνθρωπο ο οποίος ήταν ικανός να καλύψει τα καθίσματα του μπαρ στο γιοτ του με δέρμα από την ακροποσθία φάλαινας έτσι ώστε να είναι σε θέση να πει σε καλεσμένους του, όπως π.χ. στην Γκρέτα Γκάρμπο, «Μαντάμ, κάθεστε πάνω στο μεγαλύτερο πέος του κόσμου». Ολα αυτά και άλλα πολλά βρίσκονται στο βιογραφικό βιβλίο «Ari: The Life and Times of Aristotle Socrates Onassis» που υπογράφει ο Εβανς και στο οποίο στηρίζεται η βιογραφική τηλεταινία «Ωνάσης: Ο θρύλος» (Onassis: The Richest Man in the World», 1988).
Παρότι το βιβλίο τελικά εκδόθηκε πολλά χρόνια μετά τις συναντήσεις του Ωναση με τον Εβανς (το 1986 στα αγγλικά), η συμφωνία ανάμεσα στον συγγραφέα και τον εφοπλιστή είχε ακυρωθεί και ο λόγος ήταν η δεύτερη σύζυγος του Ωνάση, Τζάκι. Οπως όλος ο κόσμος πλέον γνωρίζει, η σχέση του Ωνάση με την Κένεντι δεν ήταν ακριβώς ειδυλλιακή, παρότι όταν παντρεύτηκαν οι τίτλοι των ΜΜΕ αναφέρονταν στον «γάμο του αιώνα». Λέγεται ότι η χήρα του Κένεντι συνήθιζε να ταξιδεύει χωρίς τον Ωνάση και δεν του επέτρεπε καν να μένει στο διαμέρισμά της στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, με το πρόσχημα ότι οι διακοσμητές εσωτερικών χώρων δυσκολεύονταν στη δουλειά τους. Η Κένεντι δεν στάθηκε καν στο πλευρό του κοντά στο τέλος, όταν ο Ωνάσης ήταν πια παραιτημένος από τη ζωή χωρίς τον αγαπημένο του Αλέξανδρο, ενώ ο Εβανς μπαίνει σε πολύ βαθιά νερά όταν αγγίζει τις υποθέσεις των κληρονομικών του Ωνάση και την εξαγορά του μεριδίου της Κένεντι από την κόρη του εφοπλιστή, Χριστίνα.
Βέβαια, το τραγικό τέλος του Ωνάση, όσο δελεαστικό και αν είναι για το δημόσιο ενδιαφέρον, δεν αποτελεί τη μόνη γλαφυρή αφήγηση και αποκλειστικότητα του βιβλίου. Η αρχή της ζωής του Ωνάση είναι εξίσου συναρπαστική, τότε που στα 22 του χρόνια έζησε την καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό από την πατρογονική εστία και κατάφερε να προστατεύσει τόσο τον εαυτό του όσο και μέλη της οικογένειάς του. Ο Ωνάσης όχι απλώς ήξερε πώς να επιβιώσει, αλλά και πώς να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Ενας Πορτορικανός σε ρόλο Ελληνα
Η βιογραφία του Ωνάση από τον Πίτερ Εβανς είναι ένα βιβλίο που μπορεί να δώσει τις βάσεις για ένα σενάριο πολύ πιο στιβαρό, συγκρινόμενο με τη λαϊκίζουσα σαπουνόπερα που στην ουσία είναι ο «Ελληνας μεγιστάνας». Ετσι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η τηλεταινία «Ωνάσης: Ο θρύλος» («Onassis: The Richest Man in the World») γυρίστηκε στην Ισπανία από έναν επίσης έμπειρο σκηνοθέτη, κυρίως της τηλεόρασης, τον Γουόρις Χουσεΐν. Πρωταγωνιστής αυτή τη φορά ένας επίσης λατίνος ηθοποιός (ο Αντονι Κουίν γεννήθηκε στο Μεξικό), ο Πορτορικανός Ραούλ Τζούλια. Χωρίς ποτέ να γίνεται κάτι το αξέχαστο, το «Ωνάσης: Ο θρύλος» βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην έννοια της κλασικής βιογραφίας, είναι μια παραγωγή πολύ πιο πλούσια σε εικόνες, πληροφορίες, ακόμα και άποψη για τον Ωνάση. Και έχει και ένα… κλείσιμο του ματιού, αφού τον πατέρα του εφοπλιστή, τον Σωκράτη Ωνάση, υποδύεται εδώ ο Αντονι Κουίν, ενώ ο γιος του τελευταίου, ο Λορέντζο Κουίν, υποδύεται τον Αλέξανδρο.
Γνωστός από ταινίες υψηλού επιπέδου, όπως το «Φιλί της γυναίκας αράχνης» (1985) του Εκτορ Μπαμπένκο, το «Επόμενο πρωινό» (1986) του Σίντνεϊ Λουμέτ και το «Μια μέρα, ένας έρωτας» (1981) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Ραούλ Τζούλια, πολύτιμος τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο (όπου ποτέ δεν τιμήθηκε όπως θα έπρεπε), είναι ο βασικός λόγος για να δει κανείς αυτή την παραγωγή. Ο έλληνας μεγαλοεφοπλιστής υπήρξε ένα από τα ελάχιστα πραγματικά πρόσωπα που υποδύθηκε στην καριέρα του ο Τζούλια – μια καριέρα που φτάνει τις 50 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εμφανίσεις (οι θεατρικές του ήταν εξίσου πολλές, γιατί το σανίδι ήταν ο έρωτάς του).
Πρόβλημα αρκετά σύνηθες στις κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές βιογραφίες που φιλοδοξούν να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής των εμβληματικών προσωπικοτήτων που βρίσκονται στο επίκεντρό τους – μια τέτοια περίπτωση ήταν, για παράδειγμα, ο «Γκάντι» του σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο – είναι η απόφαση σχετικά με το τι θα αφήσεις μέσα στην ιστορία και τι όχι. Δεν πρόκειται πάντα για μια εύκολη απόφαση, πρόσωπα που είχαν σχέση με το θέμα μπορεί να θιγούν και μέσα σε όλα – το κυριότερο – οφείλεις να κρατάς διαρκώς σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του θεατή.
Για τον Τζούλια, ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια ήταν να πλησιάσει τον Αριστοτέλη Ωνάση όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινα και να «περάσει» στη δουλειά του τα όσα ο ίδιος φανταζόταν για το πρόσωπο, έχοντας φυσικά προηγουμένως μελετήσει ενδελεχώς τον βίο του. Kαι είναι ένας βίος που παρουσιάζεται με όλες τις βασικές λεπτομέρειες, ενώ συν τοις άλλοις ο Ωνάσης, στα νιάτα του, έχει εδώ τη μορφή του ελληνικής καταγωγής αμερικανού ηθοποιού Ελίας Κοτέας, η Τζέιν Σίμορ ενσαρκώνει τη Μαρία Κάλλας και η Φραντσέσκα Ανις αποτελεί καλή επιλογή ως Τζάκι Κένεντι.
Το πλοίο της αγάπης
Ανάλογα προβλήματα, βέβαια, μπορεί να έχει μια δουλειά της τηλεόρασης ή του κινηματογράφου στην οποία οι δημιουργοί έχουν αποφασίσει να περιοριστούν σε συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του προσώπου στο οποίο αναφέρονται, όπως π.χ. συνέβη με την «Πιο σκοτεινή ώρα» του Τζο Ράιτ, όπου παρακολουθούμε τη δράση του βρετανού πρωθυπουργού Γουίνστον Τσόρτσιλ σε μια συγκεκριμένη περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το 2005 η ναπολιτάνα ηθοποιός Λουίζα Ρανιέρι και ο παριζιάνος συνάδελφός της Ζεράρ Νταρμόν υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση σε μια βιογραφική μίνι σειρά που όπως φαίνεται και από τον τίτλο της, «Callas e Onassis», στοχεύει σε κάτι επίσης συγκεκριμένο: στην «αναπαράσταση» της ρομαντικής αλλά θυελλώδους σχέσης του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο με τη διασημότερη λυρική τραγουδίστρια όλων των εποχών. Τη σκηνοθεσία αυτής της σειράς είχε αναλάβει για λογαριασμό της ισπανικής τηλεόρασης ο βετεράνος ιταλός δημιουργός Τζόρτζιο Καπιτάνι, γνωστός από ερωτικά μελοδράματα, γουέστερν και κωμωδίες που γύριζε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 – από την «Ιστορία του Σαν Μικέλε» (1962) με τη Ροζάνα Σκιαφίνο έως τον «Αρχάγγελο» (1969) με τον Βιτόριο Γκάσμαν.
Στο «Callas e Onassis» ο Kαπιτάνι προσπαθεί να παρουσιάσει το πάθος και τις πολεμικές που συνόδευαν πάντα τον Ωνάση σε ό,τι αφορούσε τα ναυτιλιακά του και την ντίβα της όπερας. Η ρομαντική διάθεση της σειράς φαίνεται από την αρχή. Το νήμα της ιστορίας αρχίζει να ξετυλίγεται το καλοκαίρι του 1959 όταν ο Ωνάσης και η Κάλλας έκαναν ρομαντικούς περιπάτους πάνω στο κατάστρωμα της «Χριστίνας», απολαμβάνοντας μεγάλης διάρκειας βραδινές συνομιλίες και υπέροχα δείπνα με σαμπάνια – το πλαίσιο, με άλλα λόγια, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η ιστορία αγάπης μεταξύ του έλληνα μεγιστάνα και της λυρικής ερμηνεύτριας. Παρά το γεγονός ότι ο μεγαλοεφοπλιστής ήταν παντρεμένος με την Τίνα Λιβανού (Σερένα Αουτιέρι) και ήδη πατέρας του Αλέξανδρου και της Χριστίνας, η βαθιά έλξη του για την Κάλλας (η οποία από την πλευρά της ήταν παντρεμένη με τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι) ωρίμασε κατά τη διάρκεια αυτής της κρουαζιέρας. Στις περίπου τρεισήμισι ώρες διάρκειας της μίνι σειράς βλέπουμε το ζευγάρι να ζει μια περίοδο ευτυχίας σε συναισθηματικό επίπεδο – περίοδο που συμπίπτει με τη σχετική απόσυρση της Κάλλας από την όπερα, υποκινούμενη από τα αυξανόμενα φωνητικά της προβλήματα. Η Μαρία Κάλλας θεωρούσε πάντα τον Αριστοτέλη Ωνάση τη μεγάλη αγάπη της ζωής της, αν και η αυλαία του θυελλώδους ρομάντζου τους έπεσε όταν εκείνος την άφησε για να παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι (Aνα Βάλε).