Με την υγειονομική κρίση εξελισσόμενη διεθνώς και ικανή να διατηρεί ισχυρές τις αβεβαιότητες τουλάχιστον για τους επόμενους δώδεκα μήνες παντού στον κόσμο, η ελληνική οικονομία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημα που διαμόρφωσαν η κυβέρνηση και οι πολίτες με την αποτελεσματική αντίδρασή τους απέναντι στο εμφανισθέν τον περασμένο Μάρτιο πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η Ελλάδα αντιπαρήλθε την πρώτη εισβολή με σχετικά ελεγχόμενες απώλειες και πλέον επιχειρεί το πιο φιλόδοξο άνοιγμα σε ολόκληρη την Ευρώπη, προσδοκώντας άμβλυνση των όποιων συνεπειών και δημιουργία προϋποθέσεων ταχείας ανάκαμψης στο προπαρασκευαζόμενο περιβάλλον πανευρωπαϊκής κινητοποίησης και σε συνθήκες χρηματοδοτικής άνεσης και επενδυτικής εγρήγορσης.
Η απόπειρα επανεκκίνησης του τουρισμού, με τα όποια ρίσκα της, είναι χαρακτηριστική της ελληνικής προσπάθειας και δηλωτική των διαθέσεων τόσο της κυβέρνησης όσο και των επαγγελματιών του κλάδου.
Η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας δεν έχει την άνεση να περιμένει το τέλος της πανδημίας. Δεν διαθέτει ατέλειωτους πόρους ώστε να επιδοτεί επ’ άπειρον την οικονομική δραστηριότητα, ούτε η πρόσβασή της στις αγορές είναι εξασφαλισμένη στο διηνεκές. Αντιθέτως, παραμένει μετέωρη και εξαρτημένη από το μέγα βάρος του δημοσίου χρέους που την καταδιώκει από την προηγούμενη υπερδεκαετή οικονομική κρίση.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι στην πρώτη στροφή και στον βαθμό που η δημοσιονομική εξυγίανση δεν είναι ευκρινής οι αμφισβητήσεις και η χρηματοδοτική πίεση θα επανέλθουν. Ηδη ο κρατικός προϋπολογισμός πιέζεται διπλά από την κάμψη των δημοσίων εσόδων και την επαύξηση των δημοσίων δαπανών. Αν διατηρηθούν επί μακρόν οι σημερινές τάσεις τα όποια ταμειακά αποθέματα θα τείνουν να εξαντληθούν και τα κρατικά ταμεία θα στεγνώσουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα απαιτηθεί και πάλι από τους πιστωτές επιστροφή στο καθεστώς των πρωτογενών πλεονασμάτων και η επάνοδος σε κάποιο καθεστώς δημοσιονομικής σταθερότητας. Σήμερα το πανδημικό σοκ έχει επιβάλει άμβλυνση των κανόνων δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν θα διαρκέσει για πάντα.
Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχουν περιθώρια αναστολών και αναβολών, παρά μόνο ανάληψη πρωτοβουλιών και ρίσκου. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη εκ των συνθηκών και των προηγούμενων βαρών να επανέλθει ταχύτερα από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης και να διεκδικήσει ξανά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αλλωστε δεν απειλείται μόνο η οικονομική της θέση, αλλά και η εξωτερική της ασφάλεια, καθώς ταυτόχρονα αντιμετωπίζει και την επιθετικότητα των γειτόνων και εξ αυτού του λόγου επιβάλλεται να επιτύχει ταχεία οικονομική ανάκαμψη και σχετική οικονομική ανεξαρτησία, τη μόνη που μπορεί να εγγυηθεί πραγματικά και την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων.
Κοινώς, το ρίσκο είναι επιβεβλημένο και η επιχείρηση δυναμικής επανεκκίνησης της οικονομίας εκ των ων ουκ άνευ.
Το ευτύχημα είναι ότι σε αυτές τις τόσο προβληματικές συνθήκες δεν είμαστε μόνοι. Οι πλούσιοι της Ευρώπης αποδέχθηκαν αυτή τη φορά τη συμμετρικότητα του πανδημικού σοκ, αντιλήφθηκαν και κατανόησαν τον κίνδυνο διάσπασης της ευρωζώνης και μαζί τις ανυπολόγιστες ζημιές που τούτη η υγειονομική κρίση μπορεί να συσσωρεύσει για τις ισχυρότερες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτή τη στιγμή ο γαλλογερμανικός άξονας επέλεξε και προωθεί ένα υψηλών πόρων και προσδοκιών σχέδιο οικονομικής αναγέννησης και ανασυγκρότησης της Γηραιάς Ηπείρου, ξεπερνώντας προηγούμενα δόγματα και αγκυλώσεις. Το αποκληθέν Ταμείο Ανάκαμψης θα προικοδοτηθεί με 750 δισ. ευρώ και συνδυαζόμενο με το χρηματοδοτικό κύμα άνετης ρευστότητας ύψους 1,5 τρισ. ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δύναται να προσφέρει μια δυναμική και ουσιαστική ευρωπαϊκή απάντηση στο σοκ της πανδημίας. Μπορεί προσώρας να καθυστερεί η υιοθέτησή του, αλλά εκτιμάται ότι προϊόντος του χρόνου θα πεισθούν και οι «φειδωλοί» Ολλανδοί και Σκανδιναβοί. Ολα τα στοιχεία και οι πληροφορίες βεβαιώνουν ότι οι διαπραγματεύσεις θα κορυφωθούν στο επόμενο διάστημα και αναμένεται να υπάρξει ευτυχής κατάληξη στο πλαίσιο της ισχυρής γερμανικής προεδρίας.
Η Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να απορροφήσει περίπου 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αν μάλιστα προστεθούν και εκείνα του ΕΣΠΑ και των άλλων προγραμμάτων για την απασχόληση, το ύψος των διαθέσιμων πόρων, σύμφωνα με υπολογισμούς αρμοδίων κυβερνητικών στελεχών, μπορεί να ξεπεράσει τα 65 δισ. ευρώ στη διάρκεια της προσεχούς επταετίας. Ωστόσο οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων και των χαμηλότοκων δανείων θα καθυστερήσουν και κατά τα φαινόμενα δεν πρόκειται να εισρεύσουν πριν από την άνοιξη του 2021. Αυτός είναι και ένας επιπρόσθετος λόγος που επιβάλλει την ανάληψη ρίσκου από την ελληνική πλευρά. Το υπουργείο Οικονομικών οφείλει στη διάρκεια των προσεχών μηνών και τουλάχιστον μέχρι την προσεχή άνοιξη να ελέγξει τις ταμειακές και χρηματοδοτικές ροές και ταυτόχρονα να προστρέξει στην έγκαιρη κατάρτιση του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης ώστε να καταστεί δυνατή η απορρόφηση του πλήθους των κοινοτικών κονδυλίων.
Ηδη προς αυτή την κατεύθυνση έχει κινητοποιηθεί το πρωθυπουργικό γραφείο, το οποίο επεξεργάζεται ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων έργων, ιδιωτικών επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων ικανών να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις ανασυγκρότησης και αναγέννησης της ελληνικής οικονομίας. Στην προσπάθεια συμμετέχει πλήθος ειδικών, οι συναντήσεις είναι πολλές και εξαντλητικές και οι προπαρασκευαζόμενες παρεμβάσεις φαντάζουν συνεκτικές και ικανές να αποδώσουν ένα σχήμα ολοκληρωμένης πολιτικής που δεν θα συγκροτείται ως άθροισμα αιτημάτων, παρά ως αποτέλεσμα αξιολόγησης των πραγματικών αναγκών της χώρας.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι μέσα στην περιπλοκή της περιόδου αναδεικνύονται ευκαιρίες δυναμικής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Στον βαθμό δε που η πανδημία είτε ελεγχθεί είτε εξαντληθεί, οι προοπτικές ανάκαμψης μπορεί να εξελιχθούν δυναμικά. Γεγονός που θα ευνοήσει κυρίως τις χώρες που θα επιτύχουν ταυτόχρονα τον έλεγχο των οικονομικών και υγειονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα μπορεί να δει το ποτήρι μισογεμάτο και να προετοιμάζεται αναλόγως. Εχει με άλλα λόγια την ευκαιρία να επιχειρήσει ένα άλμα προόδου, αναδεικνύοντας όλα τα πλεονεκτήματα που εξασφάλισε τόσο στη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού όσο και κατά την υπερδεκαετή δοκιμασία της μεγάλης προηγούμενης οικονομικής κρίσης. Ισως αυτή, στον βαθμό που επιβεβαιωθεί, να συνιστά τη καλύτερη τιμή στους πολίτες της πολύπαθης χώρας μας, οι οποίοι υπέμειναν τόσο πολλά επί τόσο πολλά χρόνια.