Αν διαβάσει κάποιος την ενδιάμεση έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και σταθεί σε κάποια σημεία, δεν θα δυσκολευτεί να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Εναν χρόνο έπειτα από τις εκλογές και με δεδομένη και αισθητή την αλλαγή στο πολιτικό κλίμα και τις διαθέσεις στην χώρα, τα προβλήματα παραμένουν. Μπορεί εν τέλει το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της νέας διακυβέρνησης να αναλώθηκε στην αντιμετώπιση των τριών μεγάλων κρίσεων (προσφυγικό, ελληνοτουρκικά, πανδημία), ωστόσο τώρα πλησιάζει εκείνο το χρονικό σημείο, στο οποίο πρέπει να γίνουν αποφασιστικές κινήσεις. Αν δεν γίνουν, οι παγίδες είναι πολλές και οι κίνδυνοι περισσότεροι.
Αναφέρει μεταξύ των άλλων ο Γιάννης Στουρνάρας, εν είδει υπενθύμισης και επισήμανσης: «Η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα (το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το μεγάλο επενδυτικό κενό) που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010», και συμπληρώνει: «Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση, την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδος».
Το εκρηκτικό αυτό μείγμα προβλημάτων, υστερήσεων και προκλήσεων καθιστά την νέα περίοδο διακυβέρνησης ίσως την κρισιμότερη των τελευταίων δεκαετιών. Απαιτείται πλέον τόλμη, ταχύτητα στην λήψη αποφάσεων και ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση και επιμονή στην εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών.
Αν δεν γίνουν αυτά άμεσα, η χώρα θα βαλτώσει, η ικανοποίηση από την διαχείριση της κρίσης θα δώσει την θεση της στην υπαρξαική ανησυχία για το μέλλον, ενώ αν έλθει ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας, ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε σε διάφορα εσχατολογικά σενάρια.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα, η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Στον ένα χρόνο από την εκλογική νίκη της ΝΔ, έχει την ευκαιρία και την υποχρέωση να κάνει μία τολμηρή επανεκκίνηση, σε πολλά πεδία ταυτόχρονα και χωρίς δισταγμούς.
Επιστροφή στο παρελθόν δεν νοείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ενώ οι διαθέσεις των πολιτών μεταβάλλονται πολύ εύκολα όταν ακούν διαρκώς τα ίδια λόγια και δεν διαπιστώνουν στις τσέπες και την καθημερινότητά τους αλλαγές και βελτιώσεις.
Σε αυτό το περιβάλλον ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία να υπερβεί πολλά και να τολμήσει εκεί που άλλοι δίστασαν ή σκοπίμως το απέφυγαν.
Ευκαιρίες τέτοιες δεν παρουσιάζονται συχνά και οι οραματιστές πολιτικοί διακρίνονται μόνο υπό μία προϋπόθεση: αν είναι σε θέση να τις αρπάξουν και να τις εκμεταλλευτούν για το καλό της χώρας.