Με την ανάληψη της εκ περιτροπής προεδρίας της ΕΕ από το Βερολίνο την 1η Ιουλίου δίνεται στην Άγκελα Μέρκελ η τελευταία ευκαιρία για να περάσει στην ιστορία ως μια μεγάλη ευρωπαία πολιτικός. Η ευρωπαϊκή ήπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με την ιστορικών διαστάσεων κρίση του κορωνοϊού και ελπίζει τώρα στην επούλωση των τραυμάτων της, ίσως ακόμα και σε σωτηρία. Τα βλέμματα είναι στραμμένα στη Γερμανία και κυρίως στην Άγκελα Μέρκελ.
Οι προκλήσεις είναι πολλές και μεγάλες: το ξεπέρασμα της πανδημίας, οι μελλοντικές σχέσεις Βρυξελλών-Λονδίνου, το προσφυγικό, η κλιματική αλλαγή και η ενίσχυση της θέσης της Ευρώπης σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε περίπτωση που η γερμανίδα καγκελάριος καταφέρει να δρομολογήσει λύσεις σε όλα αυτά τα ζητήματα δεν αποκλείεται να χαρακτηριστεί ακόμα και «βασίλισσα της Ευρώπης».
Θα κρατήσει ενωμένη την Ευρώπη;
Η ίδια αρνείται να απαντήσει σε επίμονες ερωτήσεις δημοσιογράφων για την πολιτική της παρακαταθήκη. Γεγονός είναι ότι το επόμενο εξάμηνο θα κριθούν πολλά: τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την καγκελάριο. Για αρκετό καιρό η Άγκελα Μέρκελ κατηγορούνταν για απουσία οραμάτων, διστακτικότητα και νωθρότητα. Και τώρα είναι εκείνη, από την οποία πολλοί περιμένουν να κρατήσει ενωμένη την Ευρώπη.
Στις 18 Μαΐου, μετά από βιντεοσύσκεψη με τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, η γερμανίδα καγκελάριος πραγματοποιούσε στροφή 180 μοιρών και αποδεχόταν ένα Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 500 δις ευρώ, με το οποίο οι Ευρωπαίοι ευελπιστούν ότι θα βγουν από την ύφεση. Ένα σημείο καμπής για την Άγκελα Μέρκελ, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή, απέρριπτε τη διόγκωση του χρέους για όλες τις χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Προφανώς, ο λόγος για την στροφή της καγκελαρίου ήταν η συνειδητοποίηση ότι ΕΕ θα μπορούσε να διαλυθεί υπό το βάρος της κρίσης.
Η Γερμανία με ΑΕΠ 3,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ, είναι με διαφορά σήμερα η ισχυρότερη οικονομία της ΕΕ και σε θέση να στηρίξει με πολλά δις την οικονομία της. Χώρες όμως, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, έχουν σε σύγκριση με τη Γερμανία περιορισμένες δυνατότητες. Μια οικονομική κατάρρευση αυτών των χωρών δεν θα είχε μόνο ως συνέπεια την απώλεια σημαντικών αγορών για τη γερμανική οικονομία. «Ας μη γελιόμαστε», έλεγε η καγκελάριος: «Οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις, οι ακραίοι και τα αυταρχικά κινήματα καραδοκούν περιμένοντας την επόμενη οικονομική κρίση για να την εκμεταλλευθούν πολιτικά».
Πρόκληση η επίτευξη συμφωνίας ΕΕ και Βρετανίας
Όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης Παρίσι και Βερολίνο έχουν στο πλευρό τους τις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ. Μόνο τέσσερεις χώρες, Αυστρία, Ολλανδία, Δανία και Σουηδία εκφράζουν αντιρρήσεις. Η γερμανική κυβέρνηση ωστόσο αισιοδοξεί ότι οι όποιες διαφορές θα επιλυθούν στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 17 και 18 Ιουλίου.
Καθοριστικό θα είναι το επόμενο διάστημα και για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας για το μελλοντικό καθεστώς των μεταξύ τους σχέσεων μετά την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου τέλη του 2020. Μέχρι, το αργότερο, μέσα Νοεμβρίου θα πρέπει συνεπώς να έχει βρεθεί μια κοινά αποδεκτή συμβιβαστική λύση, έτσι ώστε να αποφευχθεί η οικονομική ρήξη με απρόβλεπτες συνέπειες και για τις δύο πλευρές.
Μένουν μια σειρά άλλων προβλημάτων και ζητημάτων, τα οποία λόγω της πανδημίας έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα: Ανάμεσά τους, η προστασία το κλίματος, η ψηφιοποίηση, καθώς και η θέση της ΕΕ στη παγκόσμια τάξη πραγμάτων μεταξύ υπερδυνάμεων όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Το Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής του Βερολίνου, εκτιμά, εν όψει της γερμανικής προεδρίας την ερχόμενη Τετάρτη, ότι απαιτείται μια προεδρία ισχυρή, αλλά όχι παντοδύναμη. Κακά τα ψέματα. Το δίδυμο Μέρκελ και φον ντερ Λάιεν προκαλεί σε πολλούς καχυποψία. Από την καγκελάριο αναμένεται ηγετική παρουσία, αλλά χωρίς να χάνεται το μέτρο. Με ρεαλισμό, αλλά όχι χωρίς ενθουσιασμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προεδρία αυτή θα είναι για την Άγκελα Μέρκελ σχοινοβασία χωρίς προηγούμενο στο λυκόφως της πολιτικής σταδιοδρομίας της.
Βερένα Σμιτ-Ρόσμαν, Μίχαελ Φίσερ (dpa)
Επιμέλεια: Στέφανος Γεωργακόπουλος