Κατά το κοινώς λεγόμενο, στην πολιτική ζωή του τόπου έχει διαμορφωθεί ένα σκηνικό έντονης αντιπαράθεσης. Η εξέλιξη της υπόθεσης Novartis-Παπαγγελόπουλου έχει δημιουργήσει ένα ντόμινο αποκαλύψεων και με βάση αυτές, η πολιτική σύγκρουση κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει επανέλθει στα γνωστά μονοπάτια των ατέρμονων τηλεμαχιών και του ξεκατινιάσματος από τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες.
Παρά ταύτα, υπάρχει κάτι πολύ διαφορετικό και – κατά ευχάριστο τρόπο – παράδοξο σε αυτό το σκηνικό.
Η παρατηρούμενη ένταση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων γίνεται περίπου ερήμην των πολιτών. Ουδείς έχει την όρεξη και το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές κοκορομαχίες για το τι είπε ο Παππάς, τι δεν είπε, τι λέει τώρα και τι θα πει μετά. Ούτε φαίνεται να καίγεται τόσο πολύ ο κόσμος για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτό που λέει ότι είναι, αν θα γίνει αυτό που θέλει να γίνει και πώς θα το πετύχει αυτό.
Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει βεβαίως ότι η δράση των πρώην κυβερνητικών στελεχών και η αντιθεσμική τους συμπεριφορά δεν πρέπει να διερευνηθούν ώστε να καταδειχθεί τι επιδίωκαν και με ποια αθέμιτα μέσα. Αν υπάρχουν και συνέπειες να επιβληθούν, αυτό πρέπει να συμβεί.
Πλην όμως, δεν υπάρχει κάποια κοινωνική αντιστοίχιση όλης αυτής της έντασης. Οι πολίτες δεν έχουν την διάθεση ή την αντοχή να περιπέσουν και πάλι σε μία συνθήκη τυφλής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, διχασμού και διχόνοιας.
Μπορεί κανείς κάλλιστα να συγκρίνει το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον σήμερα, με εκείνο της αντίστοιχης περιόδου του 2015. Θέλοντας και μη, όλοι βρέθηκαν τότε σε ένα στρατόπεδο και ένα χαράκωμα και πολεμούσαν για όσα θεωρούσαν δίκαια και ιερά. Η περίοδος εκείνη πέρασε και η ελπίδα είναι να έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Σήμερα και ενώ το σοκ του κορωνοϊού παραμένει και συνοδεύεται από την αγωνία για την οικονομία, ουδείς (ή έστω ελάχιστοι) είναι έτοιμος να ξαναζήσει εκείνη την τραυματική εμπειρία. Η πολιτική ένταση είναι περισσότερο… ενδοκλαδικής κατανάλωσης, γίνεται για να δικαιολογηθούν ρόλοι ή να ακουστούν ατάκες. Ό,τι είναι να διερευνήσει η δικαιοσύνη ας το διερευνήσει, ό,τι πολιτική επίπτωση είναι να υπάρξει, ας υπάρξει.
Υπό αυτό το πρίσμα, υπάρχει κάτι το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά την κυβέρνηση. Με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να αφήσει τα στελέχη της και τους βουλευτές της να συμβάλλουν σε αυτό το νοσηρό πολιτικό κλίμα. Καλό θα είναι να αποφύγουν ακόμη και να εμφανίζονται σε τηλεοπτικά παράθυρα και να διαπληκτίζονται με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία ως γνωστόν είναι ικανά να υποστηρίζουν επί ώρες ότι ο ήλιος ανατέλει από τη Δύση.
Με κεντρική εντολή θα όφειλε ίσως το Μέγαρο Μαξίμου να δώσει σχετικές οδηγίες και να «μαζέψει» βουλευτές και υπουργούς από τα τηλεοπτικά στασίδια των τυφλών αντιπαραθέσεων. Το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία πρέπει να διαφυλαχθεί και η χώρα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της.
Όλα αυτά ισχύουν φυσικά, στον βαθμό που η κυβέρνηση έχει ως βασικό στοιχείο του σχεδιασμού της την άσκηση μίας πολιτικής με στόχο την υπέρβαση του παρελθόντος, την αποτροπή των χειρότερων λόγω της οικονομικής κρίσης και την πρόοδο της χώρας και των πολιτών της.
Ακόμη και αν ο σχεδιασμός περιλαμβάνει κάτι άλλο, όπως φερ’ επείν ο εκλογικός αιφνιδιασμός, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από κάποιους, ότι με τις κακές συνήθειες του παρελθόντος προκοπή δεν θα υπάρξει…