Εν μέσω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, και μάλιστα σε μια πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών που επλήγη εντονότατα από αυτήν, στη Νέα Υόρκη, η Ναόμι Κλάιν πήγε τις προάλλες μέχρι το γραφείο της, στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, προκειμένου να συνομιλήσει, μέσω τηλεδιάσκεψης, με μια ομάδα ελλήνων δημοσιογράφων. «Το Βήμα» ήταν εκεί. «Σας εύχομαι καλό καλοκαίρι, αν και όλοι το λέμε αυτό με κάποιον τρόμο, γιατί ξέρουμε ότι θα είναι σκληρό, με πυρκαγιές και άλλα ακραία φυσικά φαινόμενα. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στις κρίσεις με τις οποίες είμαστε συγχρόνως αντιμέτωποι, γι’ αυτό και μας είναι απαραίτητη μια ολιστική απάντηση στα προβλήματα» τόνισε στην αρχή.
Στην πορεία της συζήτησης εμφανίστηκε αρκετές φορές επικριτική (σχεδόν ανακλαστικά, θα έλεγε κανείς) απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, με διάφορες αφορμές. «Στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες, τα πήγατε καλά στη διαχείριση της πανδημίας. Είδα και τον πρωθυπουργό σας που ανακοίνωσε το «άνοιγμα» των υπέροχων ακρογιαλιών σας, με κάποια μέτρα ασφαλείας. Αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω τι θα σημαίνει αυτό μετά το τέλος μιας τέτοιας τουριστικής περιόδου» σχολίασε, μεταξύ άλλων, η Ναόμι Κλάιν.
Το νέο βιβλίο της 50χρονης καναδής συγγραφέως, δημοσιογράφου και ακτιβίστριας, της «πλέον επιδραστικής μορφής της αμερικανικής Αριστεράς», σύμφωνα με το περιοδικό «The New Yorker», έχει τίτλο Στις φλόγες – Το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής και μόλις κυκλοφόρησε στη χώρα μας (μτφρ. Μιχ. Μακρόπουλος, εκδόσεις Κλειδάριθμος).
Αλλαγή οικονομικού μοντέλου
Εν προκειμένω, συσσωματώνει μια σειρά δοκιμίων, τα οποία έχουν γραφτεί στο διάστημα μιας δεκαετίας, και ορίζοντα έχουν τη θεμελίωση αυτού που η ίδια (εμπνευσμένη από το Νιου Ντιλ του αμερικανού προέδρου Φ. Ν. Ρούζβελτ στη δεκαετία του 1930) ονομάζει «Πράσινο Νιου Ντιλ». Η ιδέα, όπως αναφέρει, είναι απλή: «Κατά τη μεταμόρφωση της υποδομής των κοινωνιών μας με την ταχύτητα και στην κλίμακα που έχουν απαιτήσει οι επιστήμονες, η ανθρωπότητα έχει μια μοναδική ευκαιρία να διορθώσει ένα οικονομικό μοντέλο που απογοητεύει την πλειονότητα των ανθρώπων σε πολλά μέτωπα. Επειδή οι παράγοντες που καταστρέφουν τον πλανήτη μας καταστρέφουν και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων από πολλές απόψεις – από τη μισθολογική στασιμότητα έως τις μεγάλες ανισότητες, και από τις υπό κατάρρευση υπηρεσίες έως την πλήρη κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής. Απέναντι σε τούτες τις υποβόσκουσες δυνάμεις, είναι μια ευκαιρία να λύσουμε διαμιάς πολλές αλληλένδετες κρίσεις».
Αυτό είναι το πλαίσιο, λοιπόν, και έχει στον πυρήνα του την «κλιματική δικαιοσύνη», η οποία είναι εφικτή μόνο στον βαθμό που θα συνοδεύεται από μια πολιτική κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης. «Δεν βλέπω την κλιματική κρίση ως κάτι διαχωρίσιμο από τις πιο εντοπισμένες κρίσεις που δημιουργούν οι αγορές και τις οποίες έχω καταγράψει όλα αυτά τα χρόνια», σε παλαιότερα βιβλία της, λόγου χάριν, Το δόγμα του σοκ – H άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής. Ωστόσο, συνεχίζει η Κλάιν στο βιβλίο της, αυτό δεν σημαίνει «ότι κάθε πολιτική για το κλίμα θα πρέπει να ακυρώνει τον καπιταλισμό, ειδάλλως θα απορρίπτεται (όπως έχουν υποστηρίξει, παράλογα, ορισμένοι επικριτές)».
«Το Βήμα» είχε την ευκαιρία να της θέσει δύο ερωτήματα. Γιατί αυτό το «Πράσινο Νιου Ντιλ», ενώ μας αφορά όλους ανεξαιρέτως, παραμένει κυρίως ένα αριστερό αίτημα; Γιατί δεν έχει καταφέρει να διαχυθεί, ουσιαστικά, σε όλο το ιδεολογικό φάσμα; «Πιστεύω ότι αυτό συνδέεται αρκετά και με τις πολιτικές συνθήκες. Εδώ στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, στους κόλπους της Δεξιάς είναι εκτεταμένη η άρνηση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, δεν πιστεύουν καν ότι υφίσταται η κλιματική αλλαγή. Επομένως οτιδήποτε «πράσινο» αποκρούεται ακαριαία. Υπάρχουν όμως και ενδιαφέρουσες εξελίξεις. Από πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ειδικά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, προκύπτει ότι την ιδέα του «Πράσινου Νιου Nτιλ» την υποστηρίζει το 70% των Αμερικανών. Τα ποσοστά μεταξύ των Δημοκρατικών και ανεξάρτητων ψηφοφόρων είναι, αντιστοίχως, υψηλότατα και υψηλά. Ομως μεταξύ των Ρεπουμπλικανών είναι 48%. Δεν είναι πλειοψηφικό το ποσοστό αλλά και πάλι είναι πολύ. Πιστεύω, ωστόσο, ότι μια τέτοια πολιτική μπορεί να διεκδικήσει την ευρεία υποστήριξη σε όλο το πολιτικό φάσμα. Το κρίσιμο για εμένα δεν είναι αν θα το δεχτούν οι απλοί άνθρωποι – πολλοί το κάνουν ήδη, ακόμη κι αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί – αλλά το κατά πόσον θα το πολεμήσουν τα κόμματα της Δεξιάς, και όχι μόνο στις ΗΠΑ, τα οποία είναι τόσο αιχμάλωτα από τις σχέσεις που έχουν με τις εταιρείες πετρελαίου και αερίου. Θα επικαλεστώ εδώ το παράδειγμα του Ρούζβελτ, για τον οποίο γράφω και στο βιβλίο μου. Οταν ο ίδιος κέρδισε τις εκλογές το 1933 δεν είχε μεγάλη απήχηση στις παραδοσιακά ρεπουμπλικανικές περιοχές. Ομως μετά την εφαρμογή των μέτρων του Νιου Ντιλ – κι αυτό είναι το πλέον ενδιαφέρον – οι ψηφοφόροι των συγκεκριμένων περιοχών είδαν τις θέσεις εργασίας, είδαν τα θετικά αποτελέσματα στις ζωές και στις κοινότητές τους και σταδιακά μεταστράφηκαν πολιτικά υπέρ του. Συνεπώς, δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι αναγκαστικά αριστερό όλο αυτό. Επειδή όμως είμαι σίγουρη ότι οι πολιτικοί και τα κόμματα της Δεξιάς δεν πρόκειται να το υιοθετήσουν, κρίνω ότι πρέπει να προσπαθήσουμε πρώτα να κερδίσουμε στην κάλπη, μετά να ξεδιπλώσουμε πολιτικές ευεργετικές για τους πολλούς και ύστερα να χτίσουμε την εμπιστοσύνη μέσα από την εμπειρία» υπογράμμισε η Ναόμι Κλάιν που στάθηκε ανοιχτά στο πλευρό του Μπέρνι Σάντερς εν όψει των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.
Κλιματική αλλαγή και πανδημίες
Της επισημάναμε πάντως ότι μάλλον δεν αναλύθηκε πολύ, στον διεθνή δημόσιο διάλογο, η σημερινή πανδημία μέσα από το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Χάθηκε μια ευκαιρία; «Συμφωνώ μαζί σας. Δεν έχουμε κάνει αρκετά για να συνταιριάξουμε τα δεδομένα και να δείξουμε πόσο σχετικοί είναι αυτού του είδους οι ιοί με την κλιματική αλλαγή. Ομως ο πλανήτης, η Γη, θα μας δώσει κι άλλες, ίσως ακόμη χειρότερες, ευκαιρίες. Είναι κάτι που δεν το λέω με την παραμικρή ικανοποίηση. Δυστυχώς όμως αυτό θα συμβαίνει όσο εξακολουθούμε να βλέπουμε την περιβαλλοντική καταστροφή ως κάτι μελλοντικό και όχι ως κάτι το οποίο βιώνουμε ήδη. Προσωπικά, παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πολύ στη νεότερη γενιά, σε αυτά τα παιδιά που εξεγείρονται βλέποντας το μέλλον τους να καίγεται, όχι μόνο από την κλιματική κρίση αλλά και από τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Αυτή η νεότερη γενιά είναι πολύ διαφορετική, αυτή η νεολαία έχει περισσότερη όρεξη να παλέψει κινηματικά για το κλίμα, να συνδυάσει τα δεδομένα των ποικίλων κρίσεων που απειλούν τη ζωή της και να σκεφτεί έξω από τα «κουτάκια» με τα οποία σκέφτονται οι προηγούμενες γενιές. Η κρίση του νέου κορωνοϊού αποδείχθηκε ένας ενισχυτής, ένας πολλαπλασιαστής της ευρύτερης απειλής που συναισθάνεται η νεότερη γενιά. Δηλαδή, οτιδήποτε ήταν δυσλειτουργικό και άδικο πριν από την πανδημία (η μεταχείριση των εργαζομένων ως προϊόντων μιας χρήσης, ο συστημικός ρατσισμός, η έμφυλη βία κ.τ.λ.) απορρίπτεται τώρα δύο φορές. Και δεν πρόκειται όλο αυτό – μια επιπρόσθετη αγχωτική αγωνία – να γίνει αποδεκτό χωρίς αντίδραση» κατέληξε.