Στην κρισιμότερη καμπή της πρόσφατης ιστορίας της ΕΕ και εν αναμονή δύσκολων αποφάσεων, οι πολιτικές διεργασίες στη Γερμανία προσλαμβάνουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Από τον Ιούλιο η χώρα αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Η Ανγκελα Μέρκελ καλείται να προωθήσει μία φιλόδοξη φιλοευρωπαϊκή ατζέντα, από κοινού με την πρόεδρο της Επιτροπής και πρώην υπουργό της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Ομως δεν μπορεί να αγνοήσει το εσωτερικό μέτωπο, την επέλαση των λαϊκιστών και των Πρασίνων και το διαφαινόμενο κενό στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών εν όψει των εκλογών του 2021.
Σε αναζήτηση διαδόχου στη CDU
Η εσωκομματική μάχη για τη διαδοχή της «πάγωσε» λόγω της πανδημίας. Μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τις αποφάσεις για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων σε ολόκληρη την Ευρώπη, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη ίσως κρίση του από την εποχή της αποχώρησης του Χέλμουτ Κολ. Η καγκελάριος είχε ήδη παραδώσει την ηγεσία στην Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ από το 2018. Ομως και εκείνη είχε ήδη από τις αρχές του έτους ανακοινώσει την παραίτησή της, έπειτα από τα απογοητευτικά αποτελέσματα στις εκλογές του κρατιδίου της Θουριγγίας.
Για την ηγεσία είχαν θέσει υποψηφιότητα ο Φρίντριχ Μερτς, αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Οικονομικών, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Αρμιν Λάσετ, σε συμμαχία με τον υπουργό Υγείας Γενς Σπαν και ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Νόρμπερτ Ρέτγκεν, ο πιο «πράσινος» από τα στελέχη της CDU. Παράλληλα, το ενδιαφέρον του για τη διεκδίκηση της καγκελαρίας εκδήλωσε ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ.
Επειτα όμως, ήρθε η κρίση του κορωνοϊού. Η δημοφιλία της καγκελαρίου εκτοξεύτηκε σε πρωτοφανή επίπεδα της τάξεως του 65%, οι υποψήφιοι διάδοχοί της ανέστειλαν δραστηριότητες, κάποιοι αποσύρθηκαν, άλλοι αναζητούν ευκαιρίες και πολιτικές αφορμές ώστε να επανακάμψουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μερτς, ο οποίος θεωρείται ένας πόλος που θα μπορούσε να συγκρατήσει τη διαρροή ψήφων προς τους λαϊκιστές του AfD. Ενδεικτική ήταν μία δήλωσή του προ μερικών εβδομάδων, με την οποία επισήμαινε ότι δεν θα είναι δυνατόν να παραμένουν επί μακρόν σε τόσο υψηλά επίπεδα οι δημόσιες δαπάνες.
Η αφλογιστία των Σοσιαλδημοκρατών
Ολα αυτά συμβαίνουν όσο στη Γερμανία παρατηρείται μία ενδιαφέρουσα μετατόπιση των πολιτικών δυνάμεων, λόγω της καταλυτικής επίδρασης της πανδημίας. Οι πολιτικές λιτότητας και ισοσκελισμένων προϋπολογισμών αποκηρύσσονται, όλοι – πλην των λαϊκιστών και των ακροδεξιών – στρέφονται προς την Ευρώπη, η CDU και το SPD φαίνεται ότι θα δώσουν την εκλογική μάχη στο ίδιο πολιτικό πεδίο, αναζητώντας μία ισορροπία μεταξύ αυξημένων δημοσίων δαπανών και μετριασμού των πάγιων ανησυχιών των γερμανών φορολογουμένων έναντι της χρηματοδότησης των ασθενέστερων οικονομιών της ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό και ενώ έχει αρχίσει να συζητείται, έστω σε επίπεδο εκτιμήσεων, το ενδεχόμενο μιας νέας υποψηφιότητας της κυρίας Μέρκελ, μόλις προ ημερών έγινε γνωστό ότι την καγκελαρία εκ μέρους του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος θα διεκδικήσει ο σημερινός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών, Ολαφ Σολτς. Πρόκειται για ένα πρόσωπο το οποίο επίσης μεταμορφώθηκε πολιτικά εν μέσω πανδημίας, εγκαταλείποντας τις πολιτικές λιτότητας και προτάσσοντας την αναγκαιότητα στήριξης της οικονομίας μέσω των δημοσίων δαπανών.
Παρά ταύτα, τα τελευταία χρόνια η ατζέντα του SPD έχει επί της ουσίας ακυρωθεί από την Ανγκελα Μέρκελ. Ο συνδυασμός των ηγετικών της ικανοτήτων, του κεντρώου πολιτικού της προφίλ και της δυνατότητάς της να καθησυχάζει τους Γερμανούς σε κάθε περίσταση, έχουν αφαιρέσει το στοιχείο της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης. Εξ ου και η σταδιακή εκλογική εξάντληση των Σοσιαλδημοκρατών, με την παράλληλη ενίσχυση των Πρασίνων, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και διαθέτουν σαφέστερες διαχωριστικές γραμμές με τη CDU.
O Σόιμπλε και η επιστροφή στις ρίζες
Στις μεταμορφώσεις και στην επίδραση που αναμένεται να έχουν σε πολλά πεδία, καταλυτικό ρόλο δείχνει ότι συνεχίζει να διεκδικεί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Με καίριες συνεντεύξεις και δηλώσεις του, ο βετεράνος πολιτικός κάνει παρεμβάσεις, οι οποίες φαίνεται ότι είναι πιθανόν να διαμορφώσουν το πολιτικό περιβάλλον στη Γερμανία για τους επόμενους μήνες. Προσφάτως, σε συνέντευξή του στο «Spiegel», ο κ. Σόιμπλε επιφύλασσε άλλη μία έκπληξη: απαρνήθηκε τον ρόλο του εμπνευστή του «δημοσιονομικού φρένου», ενώ δήλωσε απερίφραστα οπαδός του Τζον Μέιναρντ Κέινς και των διδαγμάτων του για τον ενισχυμένο ρόλο του κράτους σε περιόδους κρίσεων.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά συνιστούν για τον κ. Σόιμπλε περισσότερο μία επιστροφή στις πολιτικές του ρίζες, παρά μία πολιτική μεταμόρφωση. Οσοι τον έχουν παρακολουθήσει από τις αρχές της σταδιοδρομίας του, θυμούνται ότι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, ο σημερινός πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου ήταν ένα από τα πλέον προοδευτικά στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών. Με πολιτικό μέντορα τον τότε γενικό γραμματέα της CDU Κουρτ Μπίντεκοπφ, ο κ. Σόιμπλε επιχείρησε και κατόρθωσε μαζί με μία ομάδα στελεχών να δώσουν έναν νέο χαρακτήρα στο κόμμα τους και να το απαλλάξουν από τα μεταπολεμικά στερεότυπα. Προς επίτευξη αυτού του στόχου, ασπάστηκε τα διδάγματα του Μπίντενκοπφ περί της «κατάκτησης των εννοιών», ως προϋπόθεσης για την πολιτική ηγεμονία. Με τον τρόπο αυτόν, έγινε δυνατή η προσέγγιση μεγάλων μερίδων νεαρών ψηφοφόρων, οι οποίοι άρχισαν να ακούν από τα στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών έννοιες πρωτόγνωρες, όπως η «κοινωνική οικονομία της αγοράς», ή η «συνδιαχείριση».
Σήμερα, όσο η CDU εμφανίζεται σε δυσχέρεια εξεύρεσης ενός διαδόχου της Ανγκελα Μέρκελ, ο Σόιμπλε είναι εκείνος που επιχειρεί να κάνει κάτι αντίστοιχο: να θέσει το πολιτικό πλαίσιο, αρχικώς στη Γερμανία και σε ό,τι αφορά το κόμμα του, κατ’ επέκταση στην Ευρώπη, η οποία βρίσκεται στο κρίσιμο σταυροδρόμι.