Ο τούρκος πρόεδρος θέλει να ανασυστήσει έναν άξονα επιρροής, με αναφορές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς τούτο, επιχειρεί να προσεταιριστεί μουσουλμανικές και τουρκικές μειονότητες απανταχού, αναζητεί ερείσματα σε περιοχές με οθωμανικό παρελθόν, ενώ, παρότι το εγχείρημα δημιουργίας μιας οθωμανικής κοινοπολιτείας με φίλα προσκείμενα καθεστώτα, στον απόηχο των αραβικών εξεγέρσεων, απέτυχε, δεν το βάζει κάτω. Επιδιώκει την ηγεμονία στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο και επιθυμεί να καταστεί επικυρίαρχος στην Ανατολική Μεσόγειο, υποχρεώνοντας τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής να συνεννοούνται μαζί του. Ο Ερντογάν διακατέχεται από την αντίληψη ότι τα πολλά μέτωπα που έχει ανοίξει – όχι απαραίτητα με τη θέλησή του – είναι διαχειρίσιμα και του παρέχουν την ευκαιρία κατά περίσταση να τα διαπραγματεύεται είτε θεματικά είτε συνολικά, αναδεικνύοντας συστηματικά τη χρησιμότητα που προκύπτει από τη γεωγραφική θέση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας του.
Ο τούρκος πρόεδρος είναι της άποψης ότι μια δύναμη δεν πρέπει να επιδεικνύει αδυναμία προκειμένου να μην την εκμεταλλευτούν οι αντίπαλοί της. Αντιθέτως, κάνοντας η ίδια επίδειξη δύναμης, κερδίζει τον σεβασμό τους ή/και τον φόβο τους. Εμπεδώνοντας την αίσθηση του ηγεμόνα, επιδιώκει όχι μόνο την ψυχολογική κόπωση των άλλων δρώντων αλλά και τον αυτοπεριορισμό τους στην άσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων. Κορυφαίο παράδειγμα είναι η τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Πρώτα δημιουργεί μια διεκδίκηση, εν συνεχεία, προβάλλοντάς τη συστηματικά προφορικά, με διαβήματα, έκδοση NAVTEX, αεροναυτικές ασκήσεις, έως και σεισμικές, ακόμη και γεωτρητικές, έρευνες στις περιοχές ενδιαφέροντός της, καταλήγει να τις «γκριζάρει», προκειμένου είτε να επιχειρεί μόνο αυτή, είτε να μη δραστηριοποιείται κανένα μέρος. Οταν, όμως, πρόκειται για κυριαρχικό δικαίωμα τρίτης χώρας, με αυτόν τον τρόπο το αποδυναμώνει και σε βάθος χρόνου προσπαθεί να το εξουδετερώσει.
Ασφαλώς, τόσο η οικονομική της ανάπτυξη, που την έφερε στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (πιο συγκεκριμένα στη 17η θέση βάσει ΑΕΠ), ο υπερεξοπλισμός της, με έμφαση στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, οι δημογραφικές μεταβολές και η επικράτηση του νεανικού στοιχείου (40% του πληθυσμού έως 24 ετών), όπως βέβαια και η προσωπικότητα του Ερντογάν, συνέβαλαν στην αλλαγή προσανατολισμού. Η σημερινή Τουρκία δεν αισθάνεται δεσμευμένη ή αγκυροβολημένη στο δυτικό άρμα και «πουλάει» προς χώρες, όπως η Ρωσία, την αυτόνομη πορεία της. Βέβαια, «πατάει» και στη συνεχιζόμενη σύγχυση στην οποία βρίσκεται ο Λευκός Οίκος, διότι σε διαφορετική περίπτωση τα περιθώρια ελιγμών της θα ήταν πιο συρρικνωμένα. Η αυτοπεποίθησή της οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στις συμφωνίες που πέτυχε με Ρωσία και ΗΠΑ στη Συρία, στον απόηχο της εισβολής της, αλλά και στις ελάχιστες αντιστάσεις που έχει συναντήσει μέχρι σήμερα στην καταπάτηση του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στη Λιβύη. Αισθάνεται πως οι υπόλοιπες δυνάμεις τη θεωρούν έναν υπολογίσιμο παίκτη και την αντιμετωπίζουν ανάλογα. Από την άλλη, βέβαια, αντιλαμβάνεται ότι η επιθετικότητά της έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των υπόλοιπων κρατών της περιοχής, τα οποία προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο κανόνων, προσφέροντας μια πιο ελκυστική προοπτική/εναλλακτική μέσα από συνέργειες και συμβιβασμούς. Οι δύο τελευταίες έννοιες μοιάζουν πλέον άγνωστες λέξεις στο λεξικό της τουρκικής διπλωματίας σε σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά υπάρχουν ήδη φωνές στο εσωτερικό της για την ανάγκη αλλαγής κατεύθυνσης, με την υιοθέτηση μιας πιο συναινετικής ατζέντας, που θα συνδυαστεί με το άνοιγμα σε χώρες με τις οποίες σήμερα δεν υπάρχει σημείο επαφής.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).