Τα αιτήματα για αναβάθμιση του δημόσιου χώρου και για μετάβαση σε πιο βιώσιμες μορφές κινητικότητας ξαναμπήκαν στη συζήτηση με επιτακτικό τρόπο μέσα στην πανδημία. Σε πολλές πόλεις του κόσμου, έγιναν κινήσεις για βελτίωση των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, που συνήθως χρειάζονται χρόνια για να υλοποιηθούν. Στην Αθήνα, παρά την – σχεδόν καθολική – κατακραυγή στα κοινωνικά δίκτυα, δεν θεωρώ πως η κυκλοφοριακή συμφόρηση που προκλήθηκε από τον περιορισμό του χώρου των ΙΧ αποτελεί το μείζον θέμα.
Με δεδομένο ότι οι πόροι για παρεμβάσεις στην πόλη είναι περιορισμένοι, τίθεται πάντα θέμα ιεράρχησης των μέτρων – ζήτημα που άλλωστε συναντά μεγάλες δυσκολίες και στην πολιτική. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Πώς προέκυψε η προτεραιότητα για τις παρεμβάσεις στους μεγάλους άξονες της Αθήνας; Πού είναι τα πεζοδρόμια, ο φωτισμός, η καθαριότητα, το πράσινο, όχι μόνο στο Κέντρο, αλλά και στις γειτονιές; Πού είναι η μέριμνα για τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, την προστασία της κατοικίας ή την αναβάθμιση των ΜΜΜ; Μπορεί να υπάρχει κάποιο σχέδιο, αλλά έχει μεγάλη πρακτική και συμβολική σημασία με τι αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε, όταν μία παρέμβαση παίρνει πολύτιμους πόρους από άλλες.
Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των σημερινών παρεμβάσεων είναι ο πειραματικός τους χαρακτήρας. Καθώς δεν έχουμε εργαστήρια για τέτοια πειράματα, ο μόνος τρόπος για να δοκιμαστεί κάτι – πριν γίνει αποδεκτό ή απορριφθεί – είναι στον πραγματικό κόσμο. Τα πειράματα όμως αυτά είναι επικίνδυνα σε τόσο μεγάλη κλίμακα, καθώς η αποτυχία τους μπορεί να έχει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις. Πέρα από αυτόν τον περιορισμό, θεωρώ πως το πείραμα πρέπει να πλαισιωθεί άμεσα με τρία μέτρα για να πιάσει τόπο:
1. Σύσταση διεπιστημονικής, γνωμοδοτικής επιτροπής που θα παρακολουθεί το έργο και θα κάνει συστάσεις για βελτιώσεις ή παρεμβάσεις. Πρέπει να αποτελείται από κοινωνιολόγους, γεωγράφους, οικονομολόγους, πολεοδόμους, συγκοινωνιολόγους, επικοινωνιολόγους και άλλες ειδικότητες.
2. Κατάρτιση σχεδίου διαρκούς αξιολόγησης, με σοβαρούς δείκτες και μεθοδολογία έρευνας, ώστε να ξέρουμε τι θέλουμε να παρατηρήσουμε σε σχέση με τις επιπτώσεις των παρεμβάσεων. Οι κυκλοφοριακές παρεμβάσεις δεν έχουν μόνον κυκλοφοριακές επιπτώσεις.
3. Οργάνωση λεπτομερούς πληροφόρησης, δημόσιου διαλόγου, ευρείας διαβούλευσης καθώς και εγγύηση απόλυτης διαφάνειας.
Ας ισχύσουν αυτές οι προϋποθέσεις και από εκεί και πέρα ας διαφωνήσουμε στις λεπτομέρειες.
Ο Κ. Αρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος, καθηγητής αστικής διαχείρισης στο Μάντσεστερ. Ζει στην Αθήνα και στο Βερολίνο.