Πολλά είναι τα μαθήματα που μπορούν να αντλήσουν από την πρόσφατη και συνεχιζόμενη συλλογική μας δοκιμασία οι βουλόμενοι να διδαχθούν από την ζώσα ιστορία. Εντούτοις, αυτό που βλέπω να αγνοείται συστηματικά είναι το, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερο. Αφορά στην αξία της γνώμης των επαϊόντων στον σχεδιασμό αλλά και την εφαρμογή της πολιτικής.

Σκοπίμως απέφυγα τον όρο «τεχνοκράτες». Δεν το έκανα όχι για να μη δυσαρεστήσω τους εμφορούμενους από ισχυρά αριστερά ή δεξιά ένστικτα, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, τους απεχθάνονται,. Είναι η ανάγκη εννοιολογικής σαφήνειας, αλλά και σεβασμού προς τους θετικούς πρωταγωνιστές της κρίσης, που μου επέβαλε να μην τον χρησιμοποιήσω: οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρομαι δεν είναι απλώς τεχνοκράτες αλλά επαΐοντες, κατέχουν όχι μόνο τεχνογνωσία αλλά και τη βαθειά γνώση των πραγμάτων.

Στην Ιστορία οι επαΐοντες έζησαν σχεδόν πάντα στη σκιά των πολιτικών. Μόνο σε κρίσιμες καμπές, όταν τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δύσκολα, οι πολιτικοί τους ανακαλούσαν από την, ακαδημαϊκή συνήθως, εφεδρεία για να τους χρησιμοποιήσουν, σχεδόν πάντα, ως συμβούλους – ποτέ ως εκτελεστικούς decision makers. Η γνώμη τους «μέτραγε» μόνο στο πλαίσιο της, προειλημμένης συνήθως, πολιτικής απόφασης και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις βασικές κατευθύνσεις της πορείας που οι πολιτικοί είχαν δρομολογήσει. Στους παλαιούς καιρούς, οι πολιτικές ηγεσίες δεν άφηναν ποτέ τους θεματικούς γνώστες να επηρεάσουν καθοριστικά πολιτικές αποφάσεις ιστορικού βεληνεκούς. Εν μέρει κατανοητό, αν πάρει κανείς υπόψη του την αυταρχική πολιτική κουλτούρα παλιότερων εποχών και το γεγονός ότι τότε οι πρωταγωνιστές ήσαν τα εθνικά κράτη ενώ τα προβλήματα σπανιότατα είχαν πλανητικό εύρος.
Όχι πια. Με την παγκοσμιοποίηση – όπως έφτασε να λειτουργεί και όχι όπως την εμπνεύστηκαν οι καλοπροαίρετοι από τους εισηγητές της – πρωταγωνιστές πλέον είναι, τα πλανητικού εύρους προβλήματα, όπως οι πανδημίες, η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κλιματική αλλαγή. Στην καλύτερη περίπτωση, ο ρόλος των εθνικών ηγεσιών, χωρίς να πάψει ποτέ να είναι σημαντικός, θα τείνει μακροπρόθεσμα να περιορίζεται σε εκείνον του συντονιστή των περιφερειακών δράσεων, οι οποίες αποφασίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο λόγος απλός και γίνεται, ημέρα με την ημέρα, περισσότερο κατανοητός: στα παγκόσμια προβλήματα δεν χωρούν – σημαίνει: δεν μπορούν να υπάρξουν – τοπικές ή, έστω, περιφερειακές λύσεις.

Σε ένα τέτοιο μέλλον η πολιτική βουλησιαρχία δεν έχει θέση. Ο έπαινος, συνεπώς, προς τον πρωθυπουργό και τους συν αυτώ – πόσοι να είναι, άραγε ;…- απονέμεται όχι μόνο γιατί έγκαιρα το αντιλήφθηκε, κατανοώντας την πλανητική διάσταση του προβλήματος. Αλλά, κυρίως, γιατί προσέτρεξε άμεσα στους επαΐοντες και τους έδωσε επαρκή εξουσιοδότηση για να κάνουν τη δουλειά. Και κέρδισε, μαζί με όλους μας.

Συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τους άλλους τομείς του κυβερνητικού έργου; Αναζητούν σήμερα, οι πολιτικοί επικεφαλής των τομέων κυβερνητικής ευθύνης, τους επαΐοντες και λαμβάνονται υπόψη, όπως οι σημερινές ανάγκες επιβάλλουν, οι «μετά λόγου γνώσεως» υποδείξεις τους; Τους δίνουν την απαραίτητη εξουσιοδότηση για να τις προωθήσουν, με τη σύμφωνη, πάντα, γνώμη των πολιτικών ηγεσιών;

Μελαγχολία φέρνει η απάντηση, όπως προκύπτει από την παρατήρηση των πολιτικών τεκταινομένων. Σε πολλούς τομείς του κυβερνητικού έργου (ο κατάλογος είναι, δυστυχώς, μακρύς), επικρατεί και καλά κρατεί το «απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Και παρά τις επισημάνσεις για την ανάγκη ορθολογικής νομοθέτησης, πολλά κυβερνητικά στελέχη, κυρίως από τα εξοφλητέα «κομματικά γραμμάτια», ασκούνται στην παρωχημένη τέχνη του εμπειρικού «ετσιθελισμού». Αντιστρατεύονται, θαρρείς εξ ενστίκτου, τις προτάσεις των επαϊόντων προς την κατεύθυνση της προσαρμογής της χώρας στα επιτάγματα των καιρών. Εξάλλου, «αν κάναμε πάντα τα προφανώς ορθά, τότε τι χάρη θα είχε η -δέσμια στην ορθοφροσύνη- εξουσία μας», μπορεί να σκέφτονται.

Δεν πρέπει, για το καλό της χώρας, να τους επιτρέπεται να σχεδιάζουν πολιτική και να κυβερνούν με αυτόν τον τρόπο. Οι καιροί, τώρα περισσότερο «ου μενετοί» από άλλοτε, επιτάσσουν: περισσότερη εξουσιοδότηση – και με την έννοια της εισακουόμενης γνώμης- στους επαΐοντες. Σε όλους τους τομείς, για όλα τα θέματα η κρισιμότητα των οποίων μετριέται με ανθρώπινες ζωές και η διαχείρισή τους απαιτεί ειδική και σε βάθος γνώση. Και τέτοια θέματα δεν είναι μόνο η κρίση του κορονοϊού. Γιατί, αν η κρίση αυτή πιθανώς να κοστίσει εφέτος λίγες εκατοντάδες ζωές στη χώρα μας, η έλλειψη π.χ. ασφαλών οδικών υποδομών ευθύνεται για την απώλεια άνω των χιλίων κάθε χρόνο.

«Μα κάτι τέτοιο, μια τόσο σημαντική αναβάθμιση του ρόλου των επαϊόντων στη δημόσια ζωή, στρεβλώνει την έννοια της Δημοκρατίας μας», ακούω από τώρα τον αντίλογο. Αντιθέτως, εισηγούμαι ότι τη δικαιώνει: Η κοινωνία αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική ηγεσία τοποθετείται πολύ πιο υπεύθυνα απέναντι στα προβλήματα, ενώ της δίνεται η δυνατότητα να διαμορφώνει συλλογική άποψη, όχι μόνο από την πληροφόρηση που αντλεί από τα παντοειδή Μέσα, αλλά και από την ειδικής βαρύτητας άποψη των επαϊόντων.

Η πρόσφατη κρίση της πανδημίας αλλά και οι συμπεριφορές της γείτονος ωθούν τη χώρα στην επόμενη «πίστα» της Ιστορίας, όπου τα κυβερνητικά ανακλαστικά πρέπει να είναι ταχύτερα, σχεδόν ακαριαία. Και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς λεπτομερώς επεξεργασμένα εναλλακτικά σενάρια, τα οποία καταρτίζονται έγκαιρα, με τη συνδρομή των επαϊόντων. Υπάρχουν κυβερνητικοί τομείς που, σε αυτή τη βάση, λειτουργούν ικανοποιητικά. Όμως, υπάρχουν και άλλοι των οποίων οι επικεφαλής , αδιαφορώντας – και πολλές φορές αντιστρατευόμενοι – τη γνώση των ειδικών επιστημόνων, είναι βαλτωμένοι στα ρηχά του παλαιοκομματισμού. Και όχι μόνο βραδυπορούν χαρακτηριστικά, αλλά και αποπροσανατολίζουν.

Όσο αυτό συμβαίνει, η Κυβέρνηση θα αδικεί τον εαυτό της, εμφανιζόμενη ως ομάδα δύο ταχυτήτων. Και είναι γνωστό ότι μια ομάδα καταλήγει στον προορισμό της όταν φτάσουν εκεί και οι τελευταίοι. Αντέχουμε να τους περιμένουμε ;