Ολες οι ενδείξεις και οι πληροφορίες από τα κέντρα λήψης των ευρωπαϊκών αποφάσεων βεβαιώνουν ότι παρά τη δυστοκία των ημερών το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι ισχυρό, δυναμικό, ευέλικτο και θα προσφέρει πραγματικές δυνατότητες ενίσχυσης και ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Κατά τα φαινόμενα, το ακριβές ύψος των επιχορηγήσεων και των χαμηλότοκων μακράς διάρκειας δανείων, όπως επίσης οι κατανομές μεταξύ των χωρών-μελών και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, οι προϋποθέσεις και οι προτεραιότητές του, θα οριστικοποιηθούν στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας, η οποία ξεκινά την 1η Ιουλίου και θα είναι αυτή που θα αναλάβει τη διαπραγμάτευση και τη γεφύρωση των όποιων διαφορών κυρίως με τους πλούσιους «φειδωλούς» της Βόρειας Ευρώπης.
Κοινή είναι ωστόσο η πεποίθηση ότι το ποσό που θα κατευθυνθεί στις χειμαζόμενες από την πανδημία του κορωνοϊού ευρωπαϊκές οικονομίες θα προσεγγίζει ή και θα ξεπερνά τα 750 δισ. ευρώ και η Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να απορροφήσει συνολικά κοντά στα 65 δισ. ευρώ στα επόμενα επτά χρόνια.
Οι πιο αισιόδοξοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι με τη μόχλευση και τη διάχυση των ευρωπαϊκών πόρων μπορούν δευτερογενώς να κινητοποιηθούν στη χώρα μας υπερδιπλάσια κεφάλαια, ξεπερνώντας ακόμη και τα 150 δισ. ευρώ.
Οσο και αν είναι νωρίς ακόμη για ασφαλείς και ακριβείς προσεγγίσεις, η ευκαιρία που παρουσιάζεται για την Ελλάδα είναι μοναδική και ιστορικών διαστάσεων.
Η χώρα μας, έπειτα από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και υπό το βάρος των όποιων συνεπειών της τρέχουσας υγειονομικής, μπορεί να ελπίζει ότι θα έχει στη διάθεσή της ένα εργαλείο ανάταξης, ανασυγκρότησης και αναγέννησης.
Σπάνια στην Ιστορία οι συγκυρίες, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες, επιτρέπουν τη διανομή τόσο υψηλών αναπτυξιακών πόρων σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα.
Χωρίς αμφιβολία, στον βαθμό που δεν αλλάξει κάτι δραματικά, θα προσφέρουν τη δυνατότητα μιας μεγάλης, θεμελιακού χαρακτήρα αλλαγής, ικανής να εντάξει την πατρίδα μας στον κύκλο των προηγμένων χωρών του πλανήτη και να ανανεώσει τις ελπίδες και τις προοπτικές των Ελλήνων, που όλα τα προηγούμενα χρόνια δοκιμάστηκαν πολλαπλώς και υπέφεραν πραγματικά.
Προς αναγνώριση και μόνο των θυσιών του ελληνικού λαού αξίζει μια οργανωμένη, πανεθνικών διαστάσεων προσπάθεια συνολικής και ολοκληρωμένης οικονομικής αναγέννησης και μεταρρύθμισης.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική εμπειρία από αντίστοιχες περιόδους δεν είναι η καλύτερη. Και άλλοτε, μετά τον Πόλεμο και μετέπειτα με την ευκαιρία ένταξης στην ΕΟΚ και αργότερα με την εξασφάλιση της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, η Ελλάδα υποδέχθηκε σημαντικούς αναπτυξιακούς πόρους και διεθνή βοήθεια, αλλά η αξιοποίησή τους δεν ήταν αρκούντως αποτελεσματική.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι ενισχύσεις, οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια κατασπαταλήθηκαν ή καταναλώθηκαν σε μικρούς σκοπούς, δεν υπηρέτησαν υψηλούς και ευγενείς στόχους, με αποτέλεσμα να μη διαχυθούν σε ολόκληρη την οικονομία και να μη συμβάλουν τόσο αποφασιστικά στην πρόοδο και στον εκσυγχρονισμό της χώρας στο διάβα των δεκαετιών.
Ακριβώς δε επειδή η Ιστορία διδάσκει και καταδιώκει το έθνος, τούτη τη φορά δεν επιτρέπονται λάθη, ούτε δολιχοδρομήσεις.
Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αλλάξει και επιβάλλεται να αλλάξει.
Υπό αυτή την έννοια, η πρόκληση και η ευθύνη είναι μεγάλη για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον έχοντα τον πρώτο λόγο Κυριάκο Μητσοτάκη. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν όλο το προηγούμενο διάστημα διαχειρίστηκε την κρίση της πανδημίας κατά τρόπο αποτελεσματικό και διαπραγματεύθηκε επιτυχώς στην Ευρώπη εξασφαλίζοντας πολύτιμους πόρους για τη χώρα.
Εχει λοιπόν υποχρέωση να εγγυηθεί ο ίδιος την εκπόνηση ενός αξιόπιστου και συνεκτικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας, εκμεταλλευόμενος τις αξιότερες των διαθέσιμων εθνικών δυνάμεων.
Και μαζί βεβαίως να υπηρετήσει, με συνέπεια και χωρίς εκπτώσεις, τη μεταρρύθμιση που ίδιος ευαγγελίζεται από την ανάληψη των υψηλών καθηκόντων του.