Καθώς οι ευρωπαίοι πολίτες αρχίζουν να κάνουν βήματα προς μια περισσότερο κοινωνική και ανοιχτή ζωή, η ΕΕ δεν μπορεί απλά να επιστρέψει στην κανονικότητα. Η πανδημία και η σοβαρή οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε έριξαν φως στην κατάσταση της ΕΕ και των κρατών-μελών της. Υπάρχουν τέσσερις παρατηρήσεις που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αν επιθυμούμε μία ισχυρότερη ΕΕ.
Πρώτον, τις εθνικές αντιδράσεις στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την υγεία: Στην αρχή της κρίσης, οι κυβερνήσεις ενήργησαν καθαρά με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Αντίθετα στην Ενιαία Αγορά της ΕΕ, επέβαλαν απαγορεύσεις στις εξαγωγές ιατρικού υλικού και έκλεισαν τα σύνορά τους. Από ευρωπαϊκή άποψη, ήταν μια αξιολύπητη κατάσταση, στην οποία συμμετείχαν και χώρες όπως η Γερμανία που έχει πολλάκις εκφράσει την ισχυρή δέσμευσή της στην Ευρώπη.
Αυτό μας δίδαξε ένα μάθημα που είχαμε μάθει από προηγούμενες κρίσεις: για να ξεπεράσει τα σύνορα και να διασφαλίσει ελευθερίες, όπως η ελεύθερη διακίνηση των πολιτών, η ΕΕ πρέπει επίσης να φροντίσει για την απαραίτητη ασφάλεια των πολιτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν δεν το κατορθώσει, τότε τα επιτεύγματα της ολοκλήρωσης θα καταρρεύσουν εκ των έσω. Οπως η ΕΕ δημιούργησε μηχανισμούς οικονομικής σταθεροποίησης όταν η ευρωζώνη επλήγη από μια σειρά κρίσεων πριν από μία δεκαετία, θα πρέπει τώρα να ενισχύσει τη συλλογική προστασία της υγείας, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας και αποθήκευσης ιατρικού εξοπλισμού και την προστασία ζωτικών βιομηχανιών. Συμμετρικό σοκ με ασύμμετρα αποτελέσματα: Η Ευρώπη βιώνει πιθανώς την κρίση του αιώνα. Μια πτώση του ΑΕΠ περίπου 8%, πτώχευση πολλών εταιρειών και μικρών επιχειρήσεων και αύξηση της ανεργίας που πλήττει ιδιαίτερα τους νέους. Επιφανειακά, το σοκ ίσως φαίνεται συμμετρικό. Στην πραγματικότητα όμως, η ζημιά θα είναι διαφορετική ανάμεσα αλλά και εντός των κρατών-μελών, ενδεχομένως διευρύνοντας υπάρχουσες αποκλίσεις. Απαιτείται ταχεία και τολμηρή δράση για τη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς και προετοιμασία για δύσκολους πολιτικούς καιρούς.
Σταθεροποίηση και μετάβαση: Με την απόφαση να βάλει σε εφαρμογή τέσσερις πυλώνες ενός σχεδίου ευρείας οικονομικής στήριξης, κυρίως με το Ταμείο Ανάκαμψης, η ΕΕ κάνει ένα κβαντικό άλμα προς τα εμπρός. Το να δεσμευτεί για τη διάθεση ενός ποσού ύψους 750 δισ. ευρώ είναι μια πρωτοφανής απόφαση στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αλλά το ίδιο πρωτοφανής είναι και η πρόκληση. Η ΕΕ πρέπει να αγωνιστεί ταυτόχρονα για οικονομική ανάκαμψη και για μετάβαση στη νέα εποχή. Πρέπει να προωθήσουμε την ατζέντα της ψηφιακής μετάβασης, να βάλουμε τα θεμέλια για μια πράσινη ανάπτυξη, να επινοήσουμε ένα κοινωνικό, οικονομικό και ανταγωνιστικό μοντέλο. Υποστήριξη μη διαπραγματεύσιμων αρχών: Με αυτά τα δεδομένα, δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο ήδη καθιερωμένα σύνολα αρχών που θα οδηγήσουν την Ευρώπη μπροστά. Οι πρώτες δύο αρχές είναι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου, που αμφισβητούνται από ορισμένες κυβερνήσεις της ΕΕ, όπως της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Επίσης υπονομεύονται σκόπιμα από εξωτερικούς παράγοντες όπως η Ρωσία. Καθώς η ΕΕ υιοθετεί νέα εργαλεία, πρέπει να διασφαλίζει ότι οποιοσδήποτε επωφελείται από τις ευρωπαϊκές πολιτικές οφείλει να συμμορφώνεται πλήρως με τις αρχές αυτές.
Δεύτερον, η οικονομική μας τάξη πρέπει να συνεχίσει να στηρίζεται στον ελεύθερο και δίκαιο ανταγωνισμό, αλλά και σε ενιαίες ισχυρές εξωτερικές πολιτικές δράσεις. Τα μεγάλα χρηματικά ποσά που θα διατεθούν για την αντιμετώπιση της κρίσης στους κόλπους της ΕΕ πρέπει να υποστηρίξουν τις δύο μείζονες ατζέντες μετασχηματισμού: την ψηφιοποίηση και την πράσινη ανάπτυξη. Πρέπει να συμπληρωθούν από εθνικές μεταρρυθμιστικές ατζέντες στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθώς και από φιλόδοξες πολιτικές στους τομείς έρευνας, καινοτομίας και εκπαίδευσης, προς ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Η Ευρώπη πρέπει να φροντίσει τον εαυτό της σε ένα όλο και πιο εχθρικό διεθνές περιβάλλον, που κυριαρχείται από την κλιμάκωση του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και μιας Ρωσίας με αυτοπεποίθηση. Η ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής της ΕΕ και η εξισορρόπηση της οικονομικής ανάκαμψης με τον ψηφιακό και «πράσινο» μετασχηματισμό αποτελεί κλειδί για τη διατήρηση της ικανότητάς της να συν-διαμορφώνει την παγκόσμια ατζέντα. Το 2020 είναι έτος-κλειδί. Οι ευκαιρίες που θα χαθούν τώρα ίσως να μην ξαναεμφανιστούν για πολύ καιρό.
*Η κυρία Ντανιέλα Σβάρτσερ είναι διευθύντρια του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (German Council on Foreign Relations – DGAP).