«Είναι η εποχή των μεγάλων ανατροπών» θα επαναλάβει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μας η Ιωάννα Παππά. Ανατροπών και για εκείνη. Το εφετινό καλοκαίρι θα την έβρισκε στην Επίδαυρο όπου θα ενδυόταν τους μανδύες του Τειρεσία στη φιλόδοξη παράσταση «Βάκχες» της Νικαίτης Κοντούρη.
Η πανδημία όμως άλλαξε τα δεδομένα, ανέβαλε τις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου – οι περισσότερες μεταφέρθηκαν για το καλοκαίρι του 2021 -, και έτσι η Ιωάννα Παππά βρέθηκε να αναμετράται για τρίτη φορά με την πιο εμβληματική ίσως ηρωίδα της αρχαίας τραγωδίας, την Αντιγόνη, προσεγγίζοντας το σοφόκλειο δράμα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θέμη Μουμουλίδη, όπως ακριβώς συνέβη και πριν από πέντε χρόνια. «Κι όμως, θα είναι μια εντελώς διαφορετική παράσταση» προλαβαίνει την ερώτησή μου.
«Ο Θέμης υιοθετεί μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Δεν μπορώ να πω πολλά ακόμη, γιατί αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη λεγόμενη διαδικασία «του τραπεζιού», στην ανάγνωση του έργου. Η σύσταση του θιάσου είναι διαφορετική, πιο νεανική, αν θέλετε. (σ.σ.: για παράδειγμα, στην παράσταση του 2015 τον Κρέοντα ερμήνευε ο Νικήτας Τσακίρογλου, στο εφετινό ανέβασμα τον ρόλο κρατά ο Γιώργος Χρυσοστόμου). Αλλά κι εγώ δεν είμαι η ίδια ηθοποιός που ήμουν πριν από πέντε χρόνια. Κανένας δεν είναι ίδιος».
Τι τη συγκινεί λοιπόν στην Αντιγόνη; «Πρόκειται για ένα έργο που θίγει τόσα ζητήματα, κυρίως τη σύγκρουση μεταξύ γραπτών και άγραφων νόμων. Θέτει επίσης το θέμα των ανθρώπινων ορίων, της αξιοπρέπειας και της ατομικότητας, αποτελώντας ένα διαρκές σχόλιο επάνω στην αλαζονεία της εξουσίας. Οι τραγωδίες, νομίζω, μας αφορούν γιατί είναι κείμενα στην ουσία τους πολιτικά και την ίδια στιγμή βαθιά φιλοσοφικά. Και στην «Aντιγόνη» δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο. Γιατί και οι δύο ήρωες, και ο Κρέων και η Αντιγόνη, είναι αγνοί ως προς τα κίνητρά τους. Με την ίδια επιμονή και πείσμα υπερασπίζονται τη θέση τους, αμετακίνητοι σε σχέση με την απόφαση που έχουν λάβει. Ισως στο βάθος τελικά μοιάζουν. Προέρχονται όμως από δύο διαφορετικούς κόσμους και αυτοί οι κόσμοι δεν μπορούν να συναντηθούν».
«Ανθρωποι που θυσιάζονται για τα πιστεύω τους όπως η Αντιγόνη ζουν πλέον ανάμεσά μας;» τη ρωτώ. «Θυμάστε εκείνο το στιγμιότυπο από την τυχαία συνάντηση της Γκρέτα Τούνμπεργκ με τον Ντόναλντ Τραμπ; Θυμάστε το βλέμμα της; Ισως όμως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων ηρώων εντοπίζεται στη γειτονική Τουρκία. Πολίτες της χώρας που εναντιώνονται στις πολιτικές Ερντογάν πεθαίνουν στη φυλακή, κάνοντας απεργία πείνας. Πεθαίνουν γιατί θέλουν να ζουν ελεύθεροι. Θυσιάζονται για την προσωπική τους ελευθερία, ενώ τους επιβάλλεται μια εξουσία που φυλακίζει νόμιμα, κάνοντας όμως παράνομη ερμηνεία των νόμων απέναντι στον άνθρωπο».
Η επόμενη μέρα στο ελληνικό θέατρο
Τη ρωτώ ξανά για το θέατρο, για τον ελληνικό καλλιτεχνικό κόσμο που βρίσκεται σε αναβρασμό. «Μακάρι όλο αυτό που περάσαμε και περνάμε να είναι μια ευκαιρία για επανεκκίνηση. Να μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ελληνικό θέατρο που έχει λόγο ύπαρξης, που έχει ταυτότητα, όπως συμβαίνει στις χώρες που παράγουν πολιτισμό. Στην Ελλάδα δεν έχει δοθεί η σημασία που θα έπρεπε σε αυτά τα πράγματα. Και δεν γνωρίζω το γιατί».
Θέτει το θέμα των επιχορηγήσεων. «Αυτό το διάστημα έχουν πραγματοποιηθεί πολλές ζυμώσεις-συζητήσεις στον χώρο μας. Διάβασα πρόσφατα ένα κείμενο έξι προτάσεων του σκηνοθέτη Γιάννη Λεοντάρη. Εγραφε ότι σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της Eurostat ως προς τα ποσοστά επί τοις % του γενικού προϋπολογισμού των κρατικών δαπανών για τον πολιτισμό, η Ελλάδα μεταξύ τριάντα χωρών της Ευρώπης καταλαμβάνει την τριακοστή και τελευταία θέση. Επίσης σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ελέγχονται οι επιχορηγήσεις για το θέατρο απευθείας από το αρμόδιο υπουργείο. Μιλάμε για κρατικό χρήμα. Θα έπρεπε να δημιουργηθούν ανεξάρτητοι αυτοδιοίκητοι δημόσιοι φορείς υπεύθυνοι για αυτό το έργο. Να μην υπάρχει υπόνοια καμίας εξάρτησης. Και οι επιχορηγήσεις, ναι, είναι απαραίτητες. Τα πράγματα δεν μπορούν να γίνονται μόνο με γνώμονα το ταμείο. Γιατί έτσι δεν μπορούμε να είμαστε τολμηροί καλλιτεχνικά. Υπάρχουν λοιπόν ένα σωρό ζητήματα. Είναι για παράδειγμα επιτακτική η επιστροφή της συλλογικής σύμβασης εργασίας, όπως και η επιστροφή της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, ώστε οι ηθοποιοί να έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση».
Είναι θυμωμένη λοιπόν με τη στάση του υπουργείου αυτό το διάστημα; «Κοιτάξτε, οι άνθρωποι της τέχνης υπέστημεν μια μεγάλη ματαίωση. Το Φεστιβάλ Αθηνών σχεδόν ακυρώθηκε. Πολλοί μείναμε χωρίς δουλειά. Την ίδια στιγμή γνωρίζω προσωπικά πολύ κόσμο που έμεινε εκτός του επιδόματος των 800 ευρώ. Ευτυχώς βρέθηκαν κάποιοι ιδιώτες και πήραν το ρίσκο παραγωγών αυτό το καλοκαίρι, χωρίς να στηρίζονται από την πολιτεία. Δεν θέλω να είμαι άδικη απέναντι σε κανέναν. Ηταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Αλλά ο καιρός πέρασε και θα πρέπει, νομίζω, να αντιμετωπίζονται όλοι οι κλάδοι με την ίδια σοβαρότητα. Κανένας να μην έχει λιγότερη σημασία».
Για τον χειμώνα έχει σχέδια. «Η «Eντα Γκάμπλερ» που διακόπηκε βίαια λόγω COVID-19 θα συνεχιστεί. Θα συνεργαστώ επίσης με τον σκηνοθέτη Νικορέστη Χανιωτάκη και το δεύτερο μισό του χειμώνα θα με βρει στο Θέατρο Πορεία». «Η τηλεόραση δεν σας αφορά πλέον;» τη ρωτώ. «Με αφορά. Απλά τα τελευταία χρόνια δεν έχω δεχθεί κάποια ενδιαφέρουσα πρόταση. Ξέρετε, καμιά φορά όταν απέχει κάποιος πολύ καιρό από ένα μέσο σχηματίζεται στον χώρο η εντύπωση ότι το σνομπάρει. Αλλά δεν είναι έτσι πάντα τα πράγματα».
Κεφάλαιο μητρότητα
Από το βάθος του δωματίου ακούγεται το γέλιο του γιου της. Σε δύο μήνες θα σβήσει το πρώτο κεράκι στην τούρτα του. «Απασχολώ πολύ τον εγκέφαλό μου με τον παράλληλο κόσμο που προσπαθώ να χτίσω στο θέατρο και έτσι όλα τα πρακτικά θέματα, όπως το να πληρώσω για παράδειγμα έναν λογαριασμό, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα» είχε δηλώσει η Ιωάννα Παππά σε μια παλαιότερη συνέντευξή μας. Πώς είναι λοιπόν η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα της μητρότητας; Γελάει. «Ενα παιδί είναι ο απόλυτος περιορισμός. Δεν το λέω με αρνητική χροιά. Ο γιος μου είναι το ωραιότερο πράγμα που μου έχει συμβεί. Ξέρετε, πάντα πρέσβευα ότι η απόφαση του να φέρεις ένα παιδί στον κόσμο πρέπει να είναι απόλυτα συνειδητή. Να σχετίζεται με αυτά που ζεις, που έχεις ζήσει και με αυτά που θέλεις να ζήσεις. Αν ήταν λίγο μεγαλύτερος δεν ξέρω πώς θα του εξηγούσα την παράξενη εποχή μας. Καμιά φορά σκέπτομαι πόσο τρομακτικό είναι για ένα παιδί να βλέπει γύρω του ανθρώπους με μάσκες. Πώς θα καταγραφεί μέσα του αυτή η εικόνα; Και άλλες φορές λέω: «Μα τι σκέφτεσαι; Τα παιδιά μεγαλώνουν στη Συρία και δίπλα τους πέφτουν βόμβες»».