Ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητες αποκλιμάκωσης της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο; Τι περιθώρια συζήτησης υπάρχουν μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας; Πόσο αποφασισμένος είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να πραγματοποιήσει όλα όσα έχει προαναγγείλει και πώς μπορεί η Ελλάδα να αποτρέψει και να ακυρώσει αυτούς τους σχεδιασμούς; Εν τέλει, είναι ένα θερμό επεισόδιο, νομοτελειακή εξέλιξη ή υπάρχουν και άλλα ενδεχόμενα;
Με το βλέμμα στραμμένο σε αυτά, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ναύαρχος ε.α. Αλέξανδρος Διακόπουλος, επισημαίνει ότι ώσπου να φτάσει η στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα και η Τουρκία θα καθίσουν σε ένα τραπέζι ή θα συναποφασίσουν την προσφυγή στη Χάγη, θα περάσουν πολλές φάσεις. Η Τουρκία ακολουθούσε και θα συνεχίσει να ακολουθεί μια πολιτική συνεχούς διάβρωσης της Συνθήκης της Λωζάννης. Σε αυτή σήμερα έχει εντάξει όλες τις επιδιώξεις της, δίνοντας έμφαση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά κρατώντας ζωντανές και τις διεκδικήσεις της στο Καστελλόριζο και στο Αιγαίο.
Η διπλωματία της Αγκυρας
Αναφέρει σχετικά ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού: «Η Τουρκία ξέρει από το παρελθόν των τελευταίων 50 ετών ότι και στη χειρότερη περίπτωση μιας κρίσης στρατιωτικής, λόγω της αστάθειας που αυτή θα προκαλέσει στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως λόγω του ότι θα βρεθούν και οι δύο χώρες στο χείλος του γκρεμού, θα ακολουθήσουν συζητήσεις. Ετσι έγινε στη δεκαετία του ’70, του ’80 και του ’90. Ο,τι μικρά ή μεγαλύτερα κέρδη αποκόμισε η Τουρκία από όλα αυτά τα κατοχύρωσε και από εκεί και πέρα προχωρούσε σε νέα θέματα, προσθέτοντας και νέα στοιχεία, όπως οι γκρίζες ζώνες και τώρα το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η Αγκυρα κάνει μια εκφοβιστική διπλωματία».
Υπό αυτή τη συνθήκη, οι εξελίξεις στην περιοχή πιθανώς να διαμορφώνουν το πλαίσιο μιας ενδεχόμενης συζήτησης μεταξύ των δύο πλευρών. Η Τουρκία έχει βάλει στο τραπέζι το κατά τα άλλα παράνομο μνημόνιο με τη Λιβύη. Η Ελλάδα προχώρησε σε συμφωνία για την ΑΟΖ με την Ιταλία και πιθανώς σε σύντομο χρόνο θα το επιτύχει και με την Αίγυπτο. Κατά τις εκτιμήσεις ορισμένων, το τουρκολιβυκό μνημόνιο θα καταπέσει σε ένα διεθνές δικαστήριο, όμως το ζήτημα θα είναι σε ποια από τις υπόλοιπες διεκδικήσεις της θα δικαιωνόταν η Αγκυρα σε περίπτωση προσφυγής. «Δεν μπορώ να μην αναφέρω τη χαμένη ευκαρία συμφωνίας για ΑΟΖ με τη Λιβύη, η οποία δεν προχώρησε λόγω των μαξιμαλιστικών μας θέσεων και χάλασε για μια διαφορά επί των θαλασσίων ζωνών της τάξης του 3%» σημειώνει ο κ. Διακόπουλος. Αναφέρεται στις συζητήσεις οι οποίες είχαν ξεκινήσει επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή και επιχειρήθηκε να συνεχιστούν το 2011 από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, με επαφές πριν από την πτώση του καθεστώτος Καντάφι.
Διάλογος και πολιτική
Με την εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας στη νέα της εκδοχή, σε τι περιβάλλον θα μπορούσε να επιτευχθεί αποκλιμάκωση και επικοινωνία των δύο πλευρών; «Οταν στις διεθνείς διαφορές συγκρούονται τα άκρα, εν τέλει δικαιώνονται τα πιο ακραία στοιχεία της ισχυρότερης πλευράς» τονίζει ο κ. Διακόπουλος και συμπληρώνει απαντώντας και σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα παρακολουθεί τις εξελίξεις δίχως στρατηγική: «Αν αναζητήσει κανείς έναν κοινό τόπο όλων αυτών που λένε κατά καιρούς όσοι υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε στρατηγική, καταλήγει στο εξής: Προτείνουν π.χ. να οξύνουμε τις σχέσεις με την Αλβανία, αν όχι να τις χαλάσουμε τελείως, να διακόψουμε σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία, να προχωρήσουμε σε διάφορες μονομερείς ανακηρύξεις και οριοθετήσεις ΑΟΖ, χωρίς συμφωνία με άλλα κράτη, επιδεινώνοντας τις σχέσεις μας με όλους και σίγουρα με την Αίγυπτο, και αφού θα έχουμε κάνει όλα αυτά, να πάμε μόνοι μας να συγκρουστούμε και με την Τουρκία. Αυτή είναι η ηρωική στρατηγική την οποία μας προτείνουν και εμείς με τα «φοβικά σύνδρομα» δεν καταλαβαίνουμε τι έξυπνη που είναι, ώστε να την ακολουθήσουμε. Εχουν απαγάγει τον δημόσιο διάλογο οι «τρελοί» και τον οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη τρέλα. Ο δημόσιος διάλογος δεν είναι ουδέτερος. Δημιουργεί ένα κλίμα και έναν περίγυρο μέσα στον οποίο ασκείται η πολιτική. Δεν είναι αστείο».
Μodus vivendi γειτονίας
Παρά ταύτα, ο σύμβουλος του κ. Μητσοτάκη τονίζει: «Δεν είναι τυχαίο ότι όσο καιρό μας κατηγορούν διάφοροι για αφωνία και ατολμία, έχουμε επανειλημμένες δηλώσεις εκπροσώπων της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίοι λένε ότι είναι παράνομο το τουρκολιβυκό σύμφωνο, ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και επήρεια όπως και οι χερσαίες περιοχές. Τις έχουμε αυτές τις δηλώσεις, οι οποίες δεν είναι ουδέτερες για το διεθνές δίκαιο. Ούτε μία χώρα δεν έχει στηρίξει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αντιθέτως έχεις πάρα πολλές χώρες και μάλιστα πολύ σημαντικές που έχουν καταφερθεί εναντίον του. Εχεις τις δηλώσεις της ΕΕ και ενδεχομένως θα υπάρξουν κι άλλα, ταυτόχρονα προχωρούμε. Ομως μην έχουμε αυταπάτες: στο τέλος της ημέρας τη γεωγραφία δεν μπορούμε να την αλλάξουμε. Θα πρέπει να βρεθεί ένα modus vivendi γειτονίας, ας ελπίσουμε καλής, με την Τουρκία».
Πόσο πιθανό είναι τελικά το θερμό επεισόδιο; Μπορεί η Ελλάδα να αποτρέψει όσα έχει αναγγείλει η Τουρκία για πραγματοποίηση ερευνών στο όριο των 6 ναυτικών μιλίων των χωρικών μας υδάτων; «Εμείς έχουμε σκεφτεί και σχεδιάσει για κάθε πιθανό ενδεχόμενο μέσα σε αυτό το πλαίσιο που δημιουργεί τη νέα κατάσταση. Και έχουμε μια παλέτα κλιμακωτών αντιδράσεων προκειμένου να αποτρέψουμε οποιαδήποτε έμπρακτη αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων» λέει ο κ. Διακόπουλος.
Και συμπληρώνει: «Δεν είναι υποχρεωτικό να φτάσουμε σε θερμό επεισόδιο. Πιστεύω ότι όλα αυτά δεν αποσκοπούν στο «μεγάλο δράμα», αλλά στη σχετική θέση που επιδιώκουν τα δύο μέρη, όταν εκ των πραγμάτων, ή από την πίεση των καταστάσεων ή τρίτων, θα βρεθούν να συζητήσουν. Πιστεύω ότι με τον γείτονα έχεις τα προβλήματα, όμως με τον γείτονα έχεις και κάποια κοινά συμφέροντα. Κάποια στιγμή πρέπει να κοιτάξουμε τη μετά τον COVID εποχή, την οικονομία και των δύο χωρών, το περιβάλλον. Θα χρειαστεί η Τουρκία να έρθει σε μια εμπορική συμφωνία, σε μια τελωνειακή συμφωνία με την ΕΕ. Εκεί η Ελλάδα πρέπει να έχει λόγο. Και βεβαίως πρέπει να φροντίσει ώστε οι εταίροι της να λάβουν υπ’ όψιν τα εθνικά και κυριαρχικά συμφέροντά της στην όποια συμφωνία γίνει. Αλλά εμείς δεν θέλουμε ούτε την κατάρρευση της Τουρκίας, ούτε την απομόνωσή της, ούτε τον αποκλεισμό της. Οταν οι δύο πλευρές δεν μιλάνε, είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και παρερμηνείες. Από εκεί και πέρα, προκειμένου να μπορέσουν να μιλήσουν οι δύο πλευρές, πρέπει να υπάρξει ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο. Δεν μπορεί να γίνει συζήτηση με υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά, ούτε μπορεί να γίνει με κάποιον ο οποίος δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του και παραβιάζει τις συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Αν όμως πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, σαφώς το καλύτερο είναι να μιλάς. Αν μη τι άλλο, ακόμη και να μην επιλύεις προβλήματα, επιλύεις παρερμηνείες και παρεξηγήσεις».