Διασκευάζει και σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλη παραγωγή που έχει ήδη ανακοινωθεί για τον προσεχή Οκτώβριο: Το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή στο Παλλάς, με τη Μαρία Καβογιάννη και τη Μαρία Κίτσου, Εκάβη και Νίνα, αντιστοίχως. Και ο ίδιος, που τον Ιούλιο κλείνει τα πενήντα, μοιάζει να έχει βρει μια νέα ισορροπία – και την απολαμβάνει.
Μετά την πανδημία, πώς βλέπετε τον χώρο σας;
«Ο χώρος του πολιτισμού, ειδικά του παραστατικού, είναι ο πιο πληττόμενος, μαζί με του τουρισμού – εκτός θεμάτων υγείας, φυσικά. Το πρόβλημα παραμένει: Δεν υπάρχει πρόβλεψη για τον Οκτώβριο ή τον Ιανουάριο – κι ας το θεωρώ αυτονόητο. Κανείς δεν ξέρει, ούτε η πολιτεία. Βλέποντας και κάνοντας».
Πόσο σας έχει επηρεάσει;
«Είναι κουραστικό να μην ξέρεις τι θα γίνει, ψυχικά και πνευματικά – αν υπάρχει ημερομηνία πρεμιέρας, αν πρέπει να βρεις κάποια άλλη λύση, να αλλάξεις δουλειά. Ωστόσο το βασικότερο είναι ότι δημιουργεί άμεσο πρόβλημα επιβίωσης σε ένα μεγάλο μέρος του κλάδου μας».
Σαν να μην μπορείτε να κάνετε τη δουλειά σας;
«Ακριβώς… Εστειλα κάποια στιγμή mail στην ασφαλιστική όπου έχω συμβόλαιο, λέγοντάς τους ότι το θέμα δεν είναι αν μπορώ ή όχι να πληρώσω τώρα – να τονίσω ότι οι ασφαλιστικές δεν έκαναν καμία διευκόλυνση. Αλλά ότι αυτή τη στιγμή άνθρωποι όπως εγώ είναι σαν βαριά ανάπηροι. Δεν έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν. Αγνωστο αν και πότε θα αλλάξει αυτό».
Αλλά στο Παλλάς ορίστηκε πρεμιέρα…
«Οι Θεατρικές Σκηνές αποφάσισαν να ανοίξουν, σκεπτόμενοι και ότι το Παλλάς, το κεντρικότερο θέατρο της Αθήνας, διαθέτει το καλύτερο δυνατό υγειονομικό περιβάλλον. Βασική ιδέα της απόφασης είναι ότι επειδή Αύγουστο και Σεπτέμβριο θα είμαστε, κατά πάσα πιθανότητα, σε μια καλή κατάσταση σε σχέση με τον κορωνοϊό, ας κάνουμε τις πρόβες για να είμαστε έτοιμοι.
Κοιτάξτε, οι θεατρικοί παραγωγοί χωρίστηκαν. Μία ομάδα επιθυμούσε γενικά να βρει λύση με το κράτος, να ανοίξει, και η άλλη, όχι αδικαιολόγητα, αισθάνεται ότι το να επενδύσεις από τώρα για το φθινόπωρο είναι απονενοημένη κίνηση».
Λογικά λοιπόν αντέδρασαν οι συνάδελφοί σας…
«Βρήκα λίγο υπερβολικό τον τρόπο με τον οποίο έγινε το Support Art Workers, περισσότερο γιατί όταν διατυπώθηκε το αίτημα η κυβέρνηση είχε ήδη καταλάβει το λάθος της. Γιατί έγινε ένα λάθος: στην άρση των μέτρων δεν ελήφθη υπ’ όψιν ο κόσμος του πολιτισμού, τι θα γίνει με τους ανθρώπους που ζουν από αυτό.
Το πήραν πίσω πολύ γρήγορα, το διόρθωσαν, αλλά γιγαντώθηκε ένα κίνημα, με μια κάποια υπερβολή, γιατί ήδη υπήρχε κάποιος με τη διάθεση να ακούσει».
Δικαιολογημένα τα αιτήματα;
«Εν πολλοίς, ασχέτως ποιοι τα διακίνησαν ή ποιοι ήταν οι σκοποί, αυτά τα αιτήματα πατάνε πάνω σε δικαιολογημένα αίτια. Οπως πατάνε και σε παθογένειες του κλάδου, για τις οποίες ευθύνεται και η εκάστοτε εξουσία – για κάθε κυβέρνηση, νομίζω, ο πολιτισμός είναι ο τελευταίος τομέας που κοιτάνε – και φυσικά ο ίδιος ο κλάδος».
Αλλα λάθη;
«Κατά τη γνώμη μου χειρίστηκαν τόσο καλά μια δύσκολη ιστορία με απρόβλεπτες συνθήκες στον πρώτο και βασικό τομέα, που ήταν ο υγειονομικός. Θεωρώ απολύτως φυσικό κι ανθρώπινο να γίνουν λάθη και παραδρομές… Η αλήθεια είναι ότι κατάφεραν ένα μικρό θαύμα.
Κι όποιος δεν το βλέπει και λέει «μα τελικά δεν υπάρχει κορωνοϊός» ας καταλάβει ότι δεν υπάρχει γιατί πήραμε τα μέτρα. Οπως όταν βρέχει: Ανοίγεις την ομπρέλα σου και αναρωτιέσαι γιατί την κρατάς, αφού δεν βρέχει. Μα δεν βρέχει γιατί κρατάς ομπρέλα. Πώς αλλιώς να το εξηγήσω;
Χρωστάμε όμως ένα ευχαριστώ στον Σωτήρη Τσιόδρα. Είναι ωραίο να κάνεις καλά τη δουλειά σου – δεν είναι αυτονόητο. Αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε».
«Το τρίτο στεφάνι»: Πρώτη φορά διασκευάζετε μυθιστόρημα;
«Ναι. Και για μένα που είμαι πολύ σχολαστικός είναι δύσκολο αλλά και πολύ ενδιαφέρον. Συνεργάζομαι με τον Νίκο Μανουσάκη, δόκτορα φιλολογίας με θεατρικές γνώσεις, και τον σκηνογράφο Πάρι Μέξη.
Οταν λύθηκε η περίπτωση συνεργασίας με τον Σταμάτη Φασουλή και τη δική του, εμβληματική, διασκευή με τον Θανάση Νιάρχο, συνειδητοποίησα ότι η διασκευή είναι η σκηνοθεσία του έργου. Θα ήταν λάθος μου να είμαι αμέτοχος».
Το απολαμβάνετε;
«Εχω αποκτήσει με τα χρόνια κάτι προτεσταντικό, πιστεύοντας πάρα πολύ στην εργασία. Είναι μια σχεδόν ασυνείδητη αίσθηση ότι εάν εργαστείς θα κάνεις τα πράγματα καλά κι αν δεν εργαστείς δεν θα γίνουν, γιατί υπάρχει αδικία στο να γίνουν σωστά χωρίς εργασία. Γι’ αυτό και πέρασα καλά, δουλεύοντας, την περίοδο της καραντίνας.
Νομίζω ότι έχουμε βρει ένα ενδιαφέρον κάδρο που το μετακινεί λίγο από την ηθογραφία. Το Παλλάς ζητάει θέαμα, όχι θέατρο. Ζήλεψα λίγο τη δουλειά του Σταμάτη. Το «Τρίτο στεφάνι» είναι ο Σταμάτης. Τον ξέρει αυτόν τον κόσμο, αυτές τις γυναίκες. Προσέρχεται γνωρίζοντας. Η δική μου γενιά προσέρχεται χωρίς αυτές τις προσλαμβάνουσες. Προσπαθώ να κάνω το μειονέκτημα πλεονέκτημα».
Γιατί σήμερα το «Τρίτο στεφάνι»;
«Η καραντίνα μού έδωσε την απάντηση. Μέσα από την πορεία των δύο ηρωίδων, του κόσμου τους, συνειδητοποιούμε πόση δύναμη ζωής είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Εμείς του 21ου αιώνα πνιγόμαστε πιο εύκολα. Δεν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ζω σε μια Ελλάδα που κάθε τρία χρόνια συμβαίνει κι ένας διαφορετικός πόλεμος, που πέφτω από τα ψηλά στα χαμηλά, που το μπάνιο είναι εκτός σπιτιού, που χάνονται τα παιδιά, οι άνθρωποι κι εμείς συνεχίζουμε. Εχει μια φοβερή κατάφαση για τη ζωή το «Τρίτο στεφάνι»».
Ο σκηνοθέτης προηγείται πλέον του ηθοποιού;
«Εχω μετακινηθεί, δεν μου λείπει καθόλου να μην παίζω. Απολαμβάνω την πνευματική δουλειά πάνω σε ένα κείμενο, την πρόβα. Η ουσία είναι να πεις μια ιστορία. Ισως μου αρέσει κι αυτή η ζωή – να κοιμάμαι και να ξυπνάω νωρίς, μια άλλη κανονικότητα. Θα ήθελα όμως να ξαναβρεθώ με τους φίλους μου στο σανίδι. Να ένα κίνητρο για μένα, όχι ο ρόλος».
Το καλοκαίρι γίνεστε πενήντα. Πώς νιώθετε;
«Μου κάνει κάτι καλό. Να προσέξω ώστε να εισέλθω στη δεύτερη πεντηκονταετία κοντά στις συνθήκες που ήμουν στην πρώτη. Με τρομάζει λίγο η σκέψη ότι μου μένουν άλλα 25 χρόνια, ότι η ζωή μας είναι τρεις 25ετίες. Επειδή δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή, επιθυμία και στόχος μου είναι να μακροημερεύσω. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας πυρήνας που παραμένει νεανικός. Και οι καλλιτέχνες, αν έχουν μια δουλειά, είναι να τον διατηρούν. Από εκεί πηγάζουν όλα, η αρχική σπίθα. Δεν νοσταλγώ το παρελθόν. Το καταγράφω όμως σχολαστικά, όχι για να εκδοθεί μετά θάνατον, αλλά σαν τα πετραδάκια που αφήνεις πίσω σου».