Οταν η η σουηδή αστέρας Γκρέτα Γκάρμπο αισθάνθηκε ότι το κεφάλαιο κινηματογράφος-δημοσιότητα έπρεπε να κλείσει, το έκλεισε, το σφράγισε και δεν το άνοιξε ποτέ ξανά. Ο συμπατριώτης της Ινγκμαρ Μπέργκμαν είπε ότι ο «Φάνι και Αλέξανδρος» θα είναι η τελευταία κινηματογραφική ταινία του και όντως, από το 1982 μέχρι τον θάνατό του, το 2007, ενώ γύρισε αρκετές ταινίες για την τηλεόραση, δεν ξανασκηνοθέτησε για το σινεμά. Και ο αμερικανός ηθοποιός Τζιν Χάκμαν, όταν το 2004 αποφάσισε να εγκαταλείψει την ηθοποιία, άφησε πράγματι τον κινηματογράφο φτωχότερο με την απουσία του.

Τα παραπάνω είναι μερικά από τα αρκετά παραδείγματα καλλιτεχνών που όταν αποφασίζουν να πουν οριστικά «τέλος» το εννοούν. Το 2006 ο Σον Κόνερι δήλωσε και αυτός την αποστράτευσή του από την υποκριτική, οπότε στη «Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), ταινία του 2003, έκανε  την τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση. Οταν γύρισε την ταινία ήταν 73 ετών, όχι και τόσο μεγάλος, ούτε βεβαίως και μικρός. Τρία χρόνια πριν από τη «Συμμαχία», η ταινία του «Διπλή παγίδα» («Entrapment», 1999) μαζί με την Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς είχε κάνει θραύση στα ταμεία, ενώ για τον ρόλο του εκκεντρικού συγγραφέα στο «Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ» («Finding Forrester») του Γκας Βαν Σαντ, την προτελευταία μέχρι σήμερα ταινία του, ο Κόνερι θα μπορούσε να είχε προταθεί για Οσκαρ.

Με άλλα λόγια, ο Σον Κόνερι είχε ακόμα να δώσει πράγματα. Ομως επέλεξε να αποσυρθεί και να ζήσει διαφορετικά την ούτως ή άλλως χορτασμένη ζωή του. Προτίμησε την ηρεμία και το τροπικό κλίμα στις Μπαχάμες (χωρίς ποτέ να ξεχνά τη λατρεμένη του Σκωτία), εκεί όπου μαζί με την πολυαγαπημένη δεύτερη σύζυγό του, τη γαλλομαροκινής καταγωγής ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν, προσφάτως πέρασε το lockdown ελέω κορωνοϊού (η εγγονή του Σάσκια Κόνερι, top model στη Βρετανία, ήταν επίσης εκεί). Εκεί μάλλον θα γιορτάσει και τα 90ά του γενέθλια στις 25 Αυγούστου. Στις Μπαχάμες, στο εξωτικό σημείο του πλανήτη στο οποίο τέθηκαν τα θεμέλια της διασημότητάς του ως 007.

Ανθρωπος για όλες τις δουλειές

Η καριέρα του Σον Κόνερι είναι γεμάτη ταινίες που έχουν χαρακτηριστεί από κενές μέχρι αριστουργηματικές. Είναι μια καριέρα που περιλαμβάνει περισσότερα από 70 φιλμ – όχι και τόσο πολλά αν σκεφτεί κανείς ότι ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, για παράδειγμα, μετρά πάνω από… 200 και είναι «μόλις» 71 ετών -, μέσα από τα οποία, αν τα ξαναδούμε, θα παρατηρήσουμε έναν ηθοποιό ο οποίος βήμα-βήμα ωριμάζει, θέλει να βελτιωθεί, είναι ανήσυχος και θέλει να «δώσει» χωρίς απαραιτήτως να θέλει και να «αποδείξει». Αν όχι σε όλα, πάντως στα περισσότερα από αυτά τα φιλμ στο επίκεντρο βρίσκεται ο ίδιος· με το επιβλητικό, θηριώδες παρουσιαστικό, τη βαριά σκωτσέζικη προφορά και ένα εσωτερικό χιούμορ το οποίο, όταν βγαίνει στην επιφάνεια, σου δίνει την εντύπωση ότι ο Σον Κόνερι ειρωνεύεται όλον τον κόσμο με έναν τρόπο που μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει.

Γεννημένος σε κάποια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, ο Σον Κόνερι ξεπέρασε μεγάλα εμπόδια για να φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα. Παράτησε το σχολείο στα 13 και βρήκε μπροστά του τη ζωή βουνό. Επί εννέα χρόνια δούλευε όπου έβρισκε. Εχει υπάρξει μεταξύ άλλων διανομέας γάλακτος, μέλος του Βασιλικού Ναυτικού, ναυαγοσώστης, μοντέλο για φοιτητές στο Κολέγιο Τεχνών του Εδιμβούργου, οδηγός φορτηγού, καθαριστής σε τυπογραφείο, pool boy, υπάλληλος γραφείου τελετών, ποδοσφαιριστής και μποντιμπίλντερ. Ολες αυτές οι δουλειές του ποδαριού τού πρόσφεραν τα χρήματα για να επιβιώσει αλλά και εμπειρίες ζωής στις οποίες επένδυσε. Εξάλλου, όταν έχεις κάνει τόσες δουλειές, δεν έχεις να χάσεις τίποτε αν δοκιμαστείς και ως ηθοποιός, κάτι που κάποια στιγμή ο Κόνερι αποφάσισε να πράξει. Το είδε σαν μία ακόμη εμπειρία. Η δήλωση που έχει κάνει για αυτή του την απόφαση, να «δοκιμαστεί» ακόμη και εκεί, είναι δείγμα της ταπεινοφροσύνης του από μια μεριά και από μια άλλη του σκωτσέζικου, πεισματάρικου ταμπεραμέντου του. «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να γίνω ηθοποιός. Βρισκόμουν στο Λονδίνο για τον διαγωνισμό του «Μίστερ Υφήλιος» και γύρευα να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου. Μόλις μου είχαν προτείνει να προσπαθήσω να μπω στην ομάδα ποδοσφαίρου της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όμως ήμουν ήδη 22· αρκετά μεγάλος για μια τέτοια δουλειά. Τότε, κάποιος μου είπε ότι γύρευαν κόσμο για να συμπληρώσουν τη χορευτική ομάδα του θεατρικού μιούζικαλ «South Pacific». Εμαθα πού θα γινόταν η πρόβα, πήγα, με δοκίμασαν, με προσέλαβαν και αυτό ήταν. Μία ακόμη δουλειά…».

Μια δουλειά βέβαια που δεν θα εγκατέλειπε ποτέ, διότι μετά το «South Pacific» ο Κόνερι παρέμεινε στον θίασο για δύο ακόμη χρόνια, διάστημα στο οποίο πήρε την τελική απόφαση μιας σταδιοδρομίας στο επάγγελμα που έμελλε να τον κάνει παγκοσμίως διάσημο. Πάντοτε στην Αγγλία, άφησε κάποια στιγμή το θέατρο και στράφηκε στην τηλεόραση, όπου δούλεψε για πέντε χρόνια. Το πρόσωπό του δεν ήταν ακόμη γνωστό, όμως οι δουλειές άρχισαν σιγά-σιγά να ανοίγουν – για ένα διάστημα π.χ. υπήρξε μανεκέν στο κατάστημα ανδρικών ειδών Vince στο εμπορικό κέντρο του Λονδίνου διαφημίζοντας ιταλικά πουκάμισα και ναυτικά γιλέκα που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας.

Η πρώτη φορά που έδειξε να προκαλεί την προσοχή των τηλεοπτικών παραγόντων αλλά και του κοινού ήταν όταν το 1957 πήρε τον πρώτο ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού του Αλβιν Ράκοφ «Ρέκβιεμ για έναν πυγμάχο» για το BBC, που μερικά χρόνια αργότερα θα γινόταν κινηματογραφική επιτυχία με τον Αντονι Κουίν. Εναν χρόνο αργότερα θα υπέγραφε πενταετές συμβόλαιο με την 20th Century Fox, για την οποία έκανε 10 ταινίες. Φθηνά μελοδράματα ή κοινές πολεμικές ταινίες που τότε γυρίζονταν σωρηδόν. Ο Κόνερι δεν είχε πρώτους ρόλους, οι ταινίες δεν σήμαναν τίποτε για την καριέρα του. Από όλες αυτές μόνο μία ξεχωρίζει, το «Κάπου, κάποιος, κάποτε» («Another Τime, Αnother Ρlace», 1958), όπου υποδύεται τον εραστή της Λάνα Τάρνερ. Η μεγάλη ευκαιρία, αυτή που πολλοί βλέπουν μπροστά τους μόνο μία φορά στη ζωή τους, του παρουσιάστηκε το 1962. Και ο Κόνερι την άρπαξε για να την εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο.

Με λένε Μποντ, Τζέιμς Μποντ

Το 1962 οι παραγωγοί Αλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτζμαν αποφάσισαν να μεταφέρουν στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα κατασκοπείας του Ιαν Φέμινγκ «Δόκτωρ Νο». Κεντρικός ήρωας σε ταινία και βιβλίο είναι ο πράκτορας Τζέιμς Μποντ. Το τόλμημα των δύο παραγωγών ήταν μεγάλο διότι κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την ανταπόκριση του κοινού απέναντι στο εγχείρημα. Τα μυθιστορήματα του Φλέμινγκ είχαν σχετική επιτυχία, αλλά ο Μποντ δεν είχε το εκτόπισμα που όλοι σήμερα γνωρίζουμε λόγω του κινηματογραφικού franchise που συνεχίζεται ως τις μέρες μας με το «No Time to Die». Ομως το ντουέτο των παραγωγών ανησυχούσε για έναν ακόμη λόγο. Ο ηθοποιός που θα έπρεπε να προσλάβουν δεν μπορούσε να είναι μια διασημότητα που θα βοηθούσε την εμπορικότητα της ταινίας. Το κόστος παραγωγής ήταν εξαιρετικά περιορισμένο και έπρεπε να προσλάβουν έναν ηθοποιό που θα κόστιζε φθηνά. Κατέληξαν στον Κόνερι (ο δε Φλέμινγκ είχε σοβαρές αντιρρήσεις), ο οποίος πληρώθηκε με 15.000 στερλίνες για την πρώτη του αυτή εμφάνιση ως Μποντ.

Οπως όλοι γνωρίζουμε, η ταινία είχε τεράστια επιτυχία, έκανε σταρ τον Κόνερι και πάμπλουτους τους παραγωγούς της, οι οποίοι θα αφιέρωναν όλο το υπόλοιπο της ζωής τους φτιάχνοντας ταινίες με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ. Με τους Μπρόκολι – Σάλτσμαν ο Κόνερι γύρισε πέντε ακόμη ταινίες ως 007, αλλά η συνεργασία τους έμελλε να τελειώσει άδοξα τη δεκαετία του 1980, όταν ο πρώτος τούς μήνυσε υποστηρίζοντας ότι έσπασαν τα συμβόλαια με τα οποία εκείνος δικαιούνταν περισσότερα χρήματα για μερικές από τις ταινίες αυτές. Το 1983, για πρώτη φορά στην ιστορία του 007, διανεμήθηκαν μαζί στις αίθουσες δύο νέες ταινίες Μποντ – η καθεμία με διαφορετικούς πρωταγωνιστές στον ρόλο του πράκτορα και προερχόμενες από διαφορετικά στούντιο. Η «Επιχείρηση: Οκτάπουσι» με τον Ρότζερ Μουρ και το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» με τον Κόνερι, στην έβδομη και τελευταία συνάντησή του με τον βρετανό πράκτορα. Η δεύτερη θεωρείται εκτός επίσημης σειράς ταινιών Μποντ και μπορεί να εκληφθεί ως «εκδίκηση» του Κόνερι απέναντι στους παραγωγούς.

Πέρα από τον Μποντ

Μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν ο Πιρς Μπρόσναν ανέλαβε τον ρόλο του 007, ο Σον Κόνερι θεωρούνταν ο καλύτερος Μποντ του κινηματογράφου. Η φινέτσα και το στυλ που ο ηθοποιός πρόσθεσε σε έναν συνηθισμένο – ίσως και λίγο βαρετό, κρίνοντας από τα βιβλία του Φλέμινγκ – υπάλληλο της Αυτής Μεγαλειότητος μετέτρεψαν τον Μποντ σε έναν από τους πιο δυναμικούς και σέξι ήρωες της ιστορίας του κινηματογράφου. Ωστόσο, ο Κόνερι ένιωσε να ταυτίζεται πολύ περισσότερο από όσο θα ήθελε με την εικόνα του πράκτορα, καθώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 τον είχε υποδυθεί ήδη τρεις φορές. Το κοινό τον είχε μάθει, αλλά και τον ήθελε ως Μποντ, όμως για το σκωτσέζικο πείσμα του Κόνερι η κινηματογραφική καριέρα δεν σταματούσε σε έναν και μόνο ρόλο. Οπότε κολύμπησε στα βαθιά επιλέγοντας ήρωες εκ διαμέτρου διαφορετικούς από αυτόν που τον είχε βοηθήσει να καθιερωθεί. Επαιξε, για παράδειγμα, στη «Μάρνι» («Marnie», 1964) του Αλφρεντ Χίτσκοκ, όπου ο ήρωάς του βρίσκεται σε αδιέξοδο απέναντι στο γυναικείο φύλο, κάτι που δεν θα δούμε ποτέ να συμβαίνει στον Μποντ, ο οποίος με τόση άνεση κατακτά τις γυναίκες. Ο «Λόφος» («The Ηill», 1965), όπου ο Κόνερι δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ζωής του υποδυόμενος έναν φυλακισμένο στρατιωτικό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η έναρξη μιας μακρόχρονης συνεργασίας του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Λουμέτ, σε ταινίες του οποίου ο πρώτος έχει «βγάλει» σπουδαίες ερμηνείες. Ενας άλλος σκηνοθέτης που «εκμαίευσε» μια πρωτόγονη πλευρά του Κόνερι στην οθόνη ήταν ο Τζον Χιούστον στον «Ανθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Would Be King», 1975), κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, με συμπρωταγωνιστή τον φίλο του Κόνερι, Μάικλ Κέιν.

 

Δύσκολος και «αδιάφθορος»

Κατά το διάστημα που μεσολάβησε από τον πρώτο Τζέιμς Μποντ μέχρι τις ημέρες μας, ο Σον Κόνερι έπλασε την εικόνα ενός όχι ακριβώς «δύσκολου» ή ακριβοθώρητου αστέρα, πάντως επικοινωνιακά «δύσκαμπτου». Ποτέ δεν εκτέθηκε ιδιαίτερα, ελάχιστες συνεντεύξεις έδωσε και διατηρούσε πάντα ένα χαμηλό προφίλ, γεγονός που, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ενδεχομένως να είχε επιπτώσεις στις βραβεύσεις του, οι οποίες, αναλογικά με το σώμα δουλειάς του, είναι όντως λίγες.

Βεβαίως, η μοναδική πραγματικά σημαντική βράβευσή του, το Οσκαρ β’ ρόλου που απέσπασε το 1988 για τους «Αδιάφθορους» («The Untouchables») του Μπράιαν Ντε Πάλμα – η μοναδική του υποψηφιότητα σε αυτά τα βραβεία ήταν το «δώρο» των μελών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (από την οποία απείχε) για αυτήν ακριβώς την επίπονη εργασία του στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από το ξεκίνημά του. Πέρα βεβαίως από το γεγονός ότι ο Κόνερι ήταν πραγματικά ασυναγώνιστος στον ρόλο του αστυνομικού Τζίμι Μαλόουν, βοηθού του κυβερνητικού πράκτορα Ελιοτ Νες (Κέβιν Κόστνερ) για τη σύλληψη του μεγαλοκακοποιού Αλ Καπόνε (Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Οσοι θυμούνται την απονομή των Οσκαρ εκείνης της χρονιάς, θα θυμούνται επίσης το πολύλεπτο χειροκρότημα από το όρθιο κοινό προς τιμήν του Κόνερι, ο οποίος δεν περίμενε να κερδίσει και έχει δηλώσει στο περιοδικό «American Film» ότι το Οσκαρ του δόθηκε για το σύνολο της δουλειάς του και όχι επειδή ήταν και τόσο καλός στους «Αδιάφθορους».

Στη δεκαετία του 1980, πάντως, η  καριέρα του είχε θαυμάσιους σταθμούς επιτυχίας (ο «Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία Σταυροφορία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στα 1989, «Χαϊλάντερ: Ο αθάνατος» του Ράσελ Μαλκάχι και φυσικά το «Ονομα του ρόδου» του Ζαν Ζακ Ανό, αμφότερα του 1986), ενώ η φόρμα του ως action hero συνεχίστηκε στα nineties με τρανό παράδειγμα τον «Βράχο» («The Rock», 1996) του Μάικλ Μπέι και το «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Ηunt for the Red October», 1990) του Τζον Μακ Τίρναν.

Αντίο υποκριτική

Ομως όλα αυτά ανήκουν εδώ και χρόνια στο παρελθόν. Σήμερα ο Κόνερι δείχνει πανευτυχής δίπλα στη Μισελίν Ροκμπρίν, με την οποία παλαιότερα είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για να στηρίξει το έργο της. Μεγάλη στιγμή για την προεδρική σουίτα του ξενοδοχείου «InterContinental»… Ο Κόνερι εξάλλου διατηρεί μια βαθιά σχέση με τη χώρα μας χάρη στη φιλία που είχε με την Ντόλλη Κουμαντάρου-Γουλανδρή (1921-2008), την οποία είχε γνωρίσει στις Μπαχάμες. Η τότε πρόεδρος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και ο μεγάλος σταρ διατηρούσαν εντυπωσιακές κατοικίες στο εξωτικό νησί της Καραϊβικής και συγκεκριμένα στην περιοχή Νασάου. Ο σκωτσέζος ηθοποιός έχει φιλοξενηθεί στο παρελθόν και στο ιδιωτικό νησί της οικογένειας Γουλανδρή, στο Ρευματονήσι.

Ο Κόνερι παντρεύτηκε τη Ροκμπρίν τον Μάιο του 1975. Πρόκειται για τη δεύτερη σύζυγό του μετά τη βρετανίδα ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο (1933-2011) με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Τζέισον Κόνερι, ο οποίος προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του αλλά δεν τα κατάφερε (παντρεύτηκε την ηθοποιό Μία Σάρα, με την οποία έχει έναν γιο, τον Ντάσιελ, και κυρίως σκηνοθετεί). Η σχέση του Κόνερι με τη Σιλέντο κράτησε λίγο περισσότερο από μία δεκαετία και υπήρξε θυελλώδης.

Ο χαρακτήρας και η καταγωγή του Κόνερι τον έχουν βοηθήσει να παραμείνει ακέραιος σε πολλούς τομείς. Αυστηρός εθνικιστής, ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο (ένα τατουάζ στο μπράτσο του γράφει Scotland Forever – Σκωτία για πάντα). Η αγάπη για την πατρίδα του και οι ακλόνητες πολιτικές πεποιθήσεις του τον κράτησαν δύο φορές μακριά από τον τίτλο του σερ (τα έτη 1997 και 1998). Εν τέλει χρίστηκε ιππότης το 2000 από τη βασίλισσα της Αγγλίας στο Παλάτι του Χόλιρουντ στη γενέτειρά του, στο Εδιμβούργο.

Οι «κακές» γλώσσες τον θέλουν αμετανόητο τσιγκούνη. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Κόνερι ευεργετεί, καθώς δώρισε όλον τον μισθό του για το «Ρόδο και το βέλος» (περίπου 250.000 δολάρια) σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, κάτι που είχε κάνει επιστρέφοντας στον Τζέιμς Μποντ το 1971 με τα «Διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), την τελευταία επίσημη ταινία του ως Μποντ.

Ανακαλύπτοντας τον «άλλο» Κόνερι

Δέκα ακόμη ταινίες του μεγάλου Σκωτσέζου οι οποίες πέρασαν απαρατήρητες στην εποχή τους αλλά φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της υποκριτικής του γκάμας.

«Γυναίκα από άχυρο» («Woman of Straw», 1964, Μπέιζιλ Ντίρντεν).
 Σε ρόλο μεγιστάνα του πλούτου που ερωτεύεται μια νοσοκόμα (Τζίνα Λολομπρίτζιντα).

«Ενας υπέροχος τρελός» («A Fine Μadness», 1966, Ερβιν Κέρσνερ).
Yποδύεται έναν εκκεντρικό ποιητή με φιλοδοξίες στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1960.

«Κοντά στον κόκκινο ήλιο» (The Red Τent, 1969, Μιχαήλ Καλατόζοφ).
Παίζει τον νορβηγό εξερευνητή Ρόαλντ Ενγκελμπρεγκτ Γκράβνινγκ Αμουνδσεν σε μια παράξενη, ονειρική ταινία πάνω στην αποτυχημένη αποστολή εξερεύνησης στην Ανταρκτική το 1928.

«Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («The Molly Maguires», 1970, Μάρτιν Ριτ).
Ως σκληροτράχηλος ανθρακωρύχος της Πενσιλβάνια την εποχή των μεγάλων συγκρούσεων των ανθρακωρύχων με τις αρχές τον 19ο αιώνα.

«Η μεγάλη ληστεία της Νέας Υόρκης» («The Anderson Τapes», 1971, Σίντνεϊ Λουμέτ).
Οργανωτής μιας δαιδαλώδους ληστείας που στραβώνει με τον χειρότερο τρόπο.

«Αυτή είναι η ιστορία μου» («The Οffence», 1973, Σίντνεϊ Λουμέτ).
Ψυχολογικά διαταραγμένος αστυνομικός που έρχεται σε δύσκολη θέση όταν κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης σκοτώνει στο ξύλο έναν ύποπτο για παιδεραστία.

«Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974, Τζον Μπούρμαν).
Ενα από τα πιο ψυχεδελικά έργα της δεκαετίας του 1970 που αξίζει να δείτε μόνο και μόνο για το απίστευτο look του Κόνερι που εμφανίζεται γυμνός από τη μέση και πάνω, με τεράστια κοτσίδα και τσιγκελωτό μουστάκι.

«Το ρόδο και το βέλος» («Robin and Marian», 1976, Ρίτσαρντ Λέστερ).
Γερασμένος Ρομπέν των Δασών, δίπλα στον έρωτα που εν τέλει τον προδίδει (Οντρεϊ Χέμπορν).

«Αουτλαντ» («Outland», 1981, Πίτερ Χάιαμς).
Γαλαξιακή περιπέτεια σε στυλ γουέστερν α λα «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» με τον Κόνερι μόνο εναντίον όλων.

«Πέντε μέρες εκείνο το καλοκαίρι» («Five Days Οne Summer», 1982, Φρεντ Τσίνεμαν).
Με φόντο τα βουνά της Ελβετίας, ο Κόνερι υποδύεται έναν γιατρό που ανταγωνίζεται έναν νεότερό του άνδρα (Λαμπέρ Γουϊλσόν) για τα μάτια μιας γυναίκας (Μπέτσι Μπράντλεϊ).