Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο Ισραήλ είχε εξ αρχής βαρύ συμβολικό φορτίο. Συνέπεσε με τη συμπλήρωση 30 ετών από τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ και 10 ετών από την έναρξη της διαδικασίας εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων, έπειτα από το επεισόδιο με το τουρκικό σκάφος «Mavi Marmara» στις 31 Μαΐου 2010.
Το γεγονός αυτό σηματοδότησε τη βαθιά ρήξη στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις και άνοιξε τον δρόμο για την πολυεπίπεδη και συνεχώς διευρυνόμενη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας – Ισραήλ αλλά και για την οικοδόμηση σειράς τριμερών σχημάτων συνεργασίας.
Οι χθεσινές συναντήσεις και διμερείς επαφές απέφεραν όμως και ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η Κοινή Δήλωση από τη Συνάντηση Κορυφής μεταξύ των δύο χωρών σφυρηλατεί περαιτέρω τη στρατηγική συμμαχία με το ισχυρότερο κράτος της Ανατολικής Μεσογείου σε μια στιγμή κατά την οποία ο Ερντογάν δείχνει να έχει απασφαλίσει.
Όπως αποτυπώνεται στην κοινή δήλωση που υπεγράφη, η χώρα μας έλαβε την «πλήρη στήριξη» και την «ισχυρή αλληλεγγύη» του Ισραήλ σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες και την αντίθεσή του σε κάθε απόπειρα παραβίασης αυτών των δικαιωμάτων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μάλιστα το γεγονός, όπως πληροφορείται «Το Βήμα», ότι στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Βενιαμίν Νετανιάχου ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν σχημάτισε την εντύπωση ότι υπάρχει υπόγειος δίαυλος επικοινωνίας Ισραήλ – Τουρκίας, σε αντίθεση με την αντίληψη που επικρατεί.
Και δεν είναι μόνο τα ελληνοτουρκικά. Ιδιαιτέρως σημαντικές κρίνονται και οι συμφωνίες που υπεγράφησαν σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος.
Την ώρα που φουντώνει στη χώρα μας η συζήτηση περί αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, το Ισραήλ παρέχει απλόχερα παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών σε πεδία στα οποία και η χώρα μας μπορεί να μεγαλουργήσει. Αρκεί να τις αφομοιώσουμε δημιουργικά.