Προφανώς και διανύουμε μία περίοδο μεγάλης κινητικότητας στα ελληνοτουρκικά. Η Άγκυρα, κατά την πάγια τατκτική της, προαναγγέλλει κινήσεις, οι οποίες ασχέτως του αν θα πραγματοποιηθούν, φανερώνουν τον στρατηγικό σχεδιασμό και τις επιδιώξεις της.
Η Αθήνα τηρεί μία ψύχραιμη στάση, κάνει τις κινήσεις της, ωστόσο θα πρέπει να γίνει σαφές ότι όλα αυτά είναι τα πρώτα βήματα μίας νέας, μακράς διαδικασίας.
Είναι φανερό ότι οι σύμμαχοι της της χώρας και οι εταίροι στην ΕΕ, φτάνουν μέχρις ενός σημείου, όταν πρόκειται να εκδώσουν ανακοινώσεις ασκώντας κριτική ή αποδοκιμασία προς την Τουρκία. Μπορεί σε διπλωματικό επίπεδο η Ελλάδα να μην είναι μόνη, όμως ούτε και η Τουρκία είναι.
Υπό αυτήν την έννοια, απαιτείται γενναιότητα και παραδοχή μίας πραγματικότητας. Όταν έλθει η ώρα, Ελλάδα και Τουρκία θα βρεθούν η μία απέναντι στην άλλη σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών.
Αυτή η συνειδητοποίηση πρέπει να διαπεράσει τις αντιλήψεις σε όλο το πολιτικό φάσμα. Δεν χωρούν ούτε μικροπολιτικές ιδεοληψίες, ούτε πατριωτικές πλειοδοσίες, ούτε αντιπαραθέσεις.
Ως προς αυτά, ο Βαγγέλης Βενιζέλος έκανε μερικές πολύ κρίσιμες και χρήσιμες επισημάνσεις. Μιλώντας τη Δευτέρα το βράδυ στην ΕΡΤ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών είπε μεταξύ των άλλων, ότι «πρέπει να πάμε σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία, δεν θα βρούμε έμμεση λύση με άλλες χώρες».
Και συμπλήρωσε: «πρέπει να φύγουμε από τη λογική που λέει ότι είμαστε πάρα πολύ ευέλικτοι με οποιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά πάρα πολύ σκληροί με την Τουρκία. Πρέπει να επεξεργαστούμε μία πιο υπεύθυνη και ώριμη πολιτική η οποία να λαμβάνει υπόψη και την παράμετρο του χρόνου και την παράμετρο της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου, ο οποίος θα φύγει από τα χέρια μας γιατί αλλάζει η παγκόσμια ενεργειακή αγορά και κατάσταση, αλλιώς λέμε ψέματα, αλλιώς λέμε εύκολα λόγια και ρητορείες, χωρίς να προσφέρουμε εθνική υπηρεσία».
Μιλώντας δε έξω από το στενό πλαίσιο της τετριμμένης πολιτικής αργκό, τόνισε: «Πρέπει να πάμε σε μία συμφωνία με την Τουρκία, οπωσδήποτε πρέπει να πάμε σε μία συμφωνία ή σε μία δικαστική απόφαση, αλλιώς θα περάσουμε τη ζωή μας και τη ζωή των παιδιών μας… Φάγαμε 46 χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο και τον Αττίλα μέχρι τώρα χωρίς αποτέλεσμα, με μία ένταση χωρίς αποτέλεσμα, μπορούμε να φάμε κι άλλα 46, δηλαδή άλλο μισό αιώνα χωρίς αποτέλεσμα».
Το ερώτημα που τίθεται σε όλα τα επίπεδα, παρασκηνιακώς και δημοσίως, είναι αν αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο. Και αν δεν είναι, ποια είναι η προοπτική μιας ευνοϊκότερης συγκυρίας;
«Το καθεστώς των απειλών το βιώνουμε 46 χρόνια και εκτός από τις απειλές, βιώσαμε πριν 46 χρόνια την εισβολή τη στρατιωτική του Αττίλα στην Κύπρο και την κατοχή η οποία συνεχίζεται 46 χρόνια και πρέπει να συζητήσουμε και για το θέμα της λύσης του Κυπριακού, διότι δεν πρόκειται να λυθεί το θέμα της αξιοποίησης της κυπριακής ΑΟΖ πλήρως και με ειρήνη και ασφάλεια και αποδοτικότητα, εάν δεν έχουμε και μία λύση την οποία θα συμφωνήσει ο κυπριακός λαός και θα την εγκρίνει με δημοψήφισμα στο Κυπριακό», εκτίμησε ο κ. Βενιζέλος.
Συνεπώς, η ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος, οδηγεί σε έναν μονόδρομο. Η Ελλάδα θα πρέπει με δική της πρωτοβουλία και διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις, να προκαλέσει τηνεπανάληψη των διαπραγματεύσεων οι οποίες γίνονταν και διακόπηκαν το 2016. Αυτές δεν νοείται να περιλαμβάνουν θέματα που εγείρει η Αγυρα (γκρίζες ζώνες, αποστρατικοποίηση νησιών κλπ.), παρά μόνο το νομικό ζήτημα που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και θαλασσίων ζωνών.
Ενδέχεται να πλησιάζει η ώρα για γενναίες, ρεαλιστικές και αποτελεσματικές αποφάσεις και ενέργειες. «Τα εύκολα μεγάλα λόγια δεν είναι πατριωτισμός, είναι υπονόμευση του εθνικού συμφέροντος επί δεκαετίες ολόκληρες», σημειώνει ο κ. Βενιζέλος.
Είναι κάτι που πρέπει να αντιληφθούν όλοι.