Παρά τα αναπόφευκτα επιμέρους προβλήματα, διαχρονικά, η σταδιακή οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της ΕΕ έχει πετύχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Ποτέ η ήπειρός μας δεν γνώρισε τόσο μεγάλο διάστημα χωρίς σημαντικές πολεμικές συρράξεις, ενώ η ΕΕ αναδείχθηκε σε φάρο δημοκρατίας και, τουλάχιστον μέχρι την κρίση χρέους, η ευημερία των πολιτών της βελτιωνόταν διαρκώς, ενώ το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας ήταν σημείο αναφοράς για πολλές χώρες του πλανήτη. Ακολουθώντας τις προτροπές του Ζαν Μονέ, η ολοκλήρωση γινόταν με μικρά κάθε φορά βήματα, πρωτίστως στο πεδίο της οικονομίας, που οδηγούσαν σταδιακά σε μια «όλο και πιο στενή ένωση των ευρωπαϊκών λαών», όπως αναφέρεται στη Συνθήκη της Ρώμης.
Η νομισματική ένωση θεωρήθηκε ότι θα ήταν «το πετράδι του στέμματος» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ομως, η έλλειψη ολοκλήρωσης στο δημοσιονομικό πεδίο σύντομα ανέδειξε τις αδυναμίες αυτής της προσέγγισης και απείλησε τη συνοχή της ίδιας της ευρωζώνης. Στη διάρκεια της κρίσης δημιουργήθηκαν ταχύτατα νέοι θεσμοί για την αντιμετώπισή της, όμως η διαδικασία αυτή ατόνησε όταν φάνηκε ότι η κρίση είχε ξεπεραστεί.
Η εικόνα άλλαξε δραματικά στις αρχές της χρονιάς με την εμφάνιση της πανδημίας του COVID-19. Η πανδημία που ξεκίνησε στην Κίνα εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλον τον πλανήτη. Χωρίς αποτελεσματικό φάρμακο ή εμβόλιο, η πλέον αποτελεσματική μέθοδος για τον περιορισμό της πανδημίας ήταν τα μέτρα «κοινωνικής αποστασιοποίησης», ανάμεσα στα οποία ήταν και η αναγκαστική αναστολή λειτουργίας σημαντικών τομέων της οικονομίας. Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία αυτό επέφερε διάρρηξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου. Ο αντίκτυπος στο ΑΕΠ και την απασχόληση ήταν βαρύτατος.
Για να αποφύγουν την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ προχώρησαν στη λήψη μέτρων επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε εντόνως ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και αύξηση του δημόσιου χρέους. Ομως, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος διέφερε σημαντικά μεταξύ κρατών-μελών (ειδικά της ευρωζώνης). Με την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, όλες οι χώρες της ευρωζώνης έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν με χαμηλά επιτόκια. Ομως, τι μέλλει γενέσθαι αν υπάρξει αναζωπύρωση του πληθωρισμού και άνοδος των επιτοκίων διεθνώς σε χώρες με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους; Η προοπτική διάλυσης της ευρωζώνης άρχισε να κάνει και πάλι την εμφάνισή της σε διάφορες αναλύσεις, ενώ η άρνηση των «Βορείων» να συναινέσουν στην έκδοση κάποιας μορφής «ευρωομολόγου» για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας προκάλεσε κατακόρυφη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού σε ορισμένες χώρες του Νότου.
Σε αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την απόφαση του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που, ουσιαστικά, αμφισβητεί τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αρχικά η κυρία Μέρκελ με τον κ. Μακρόν και, κατόπιν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβαν πρωτοβουλίες που θα ήταν αδιανόητες ακόμα και πριν από λίγες εβδομάδες. Παρά τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί, κάποια παραλλαγή της πρότασης αναμένεται να εγκριθεί από το Συμβούλιο Αρχηγών τους επόμενους μήνες.
Δεν είναι μόνο το μέγεθος του προτεινόμενου προγράμματος που εκπλήσσει, αλλά, κυρίως, ο τρόπος άντλησης κεφαλαίων, διάθεσής τους στους δικαιούχους και κατόπιν αποπληρωμής που προτείνονται. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται η έκδοση ομολόγων με εγγύηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, η διάθεση του ποσού που θα αντληθεί να γίνει κατά προτεραιότητα στις χώρες που πλήττονται δριμύτερα από την πανδημία και η αποπληρωμή του με αύξηση των ιδίων πόρων του προϋπολογισμού. Δηλαδή, ουσιαστικά, προτείνεται όχι μόνο η έκδοση μιας μορφής ευρωομολόγου, αλλά και η καθαρή μεταφορά πόρων στις χώρες του Νότου.
Παρότι η πρόταση της Επιτροπής μιλά για μια εφάπαξ ενέργεια, πολλές φορές στην ιστορία της ΕΕ θεσμοί οι οποίοι δημιουργήθηκαν ως περιορισμένης διάρκειας απέκτησαν δυναμική, ενισχύθηκαν και παραμένουν σε λειτουργία. Αναμφίβολα, αν η πρόταση εγκριθεί θα αποτελέσει ένα ακόμα βήμα προς την «όλο και πιο στενή ένωση των ευρωπαϊκών λαών». Στις νοτιοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η πρόταση ορθώς χαιρετίστηκε ως ένα ακόμα βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση της ΕΕ.
Πιθανότατα η οικονομική ολοκλήρωση της ΕΕ είναι ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος, με ωφελημένες όλες τις χώρες της ΕΕ – άλλες σε μικρότερο και άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό. Ακόμα και η οικονομικά πανίσχυρη στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά δημογραφικά γηράσκουσα Γερμανία, χωρίς τη στήριξη της ΕΕ, μακροχρόνια, σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι απλώς μια μεσαίου μεγέθους δύναμη. Ομως, δεν πρέπει να έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι για να προχωρήσει παραπέρα η οικονομική ολοκλήρωση θα απαιτηθεί τα κράτη-μέλη να εκχωρήσουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα, με την Επιτροπή να αναλαμβάνει πολύ ισχυρότερο ρόλο από αυτόν που έχει σήμερα στο πεδίο της οικονομικής διακυβέρνησης, μάλλον μέσα από τη δημιουργία του θεσμού του ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών. Αυτό είναι κάτι που δεν συζητείται σοβαρά σε πολλές χώρες του Νότου (και όχι μόνο), όπου η έννοια της οικονομικής ολοκλήρωσης συχνά ταυτίζεται με τη διαδικασία αμοιβαιοποίησης του χρέους. Είναι, όντως, διατεθειμένα τα κράτη-μέλη να βαδίσουν σε αυτό το μονοπάτι; Οσο νωρίτερα ξεκινήσει η σχετική δημόσια συζήτηση, τόσο το καλύτερο για να μη βρεθούμε απροετοίμαστοι μπροστά σε σοβαρά διλήμματα.
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.