Πριν από πολλές δεκαετίες ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ έγραφε για τις πολιτιστικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ο Μπελ και άλλοι στη συνέχεια στάθηκαν στο ότι κάθε σύγχρονη οικονομία της αγοράς χειρίζεται μαζικές ηδονιστικές στάσεις που συχνά συγκρούονται με τους κανόνες της εργασιακής και παραγωγικής ηθικής. Οι πολιτικοί θεσμοί «μιλούν» τη γλώσσα της ευθύνης ενώ την ίδια στιγμή η ανοιχτή οικονομία – για να δανειστώ και την έκφραση που χρησιμοποιείται αυτές τις μέρες εδώ – ενθαρρύνει τη χαλαρότητα, την επιπολαιότητα ή τη σπατάλη.
Μια τέτοια αντίφαση ζούμε τώρα στη φάση του «ανοίγματος της χώρας» μετά την περίοδο των μέτρων. Στον πολίτη φτάνουν καθημερινά δύο αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα. Το ένα υπαγορεύει τη σύνεση και την τήρηση των πρωτοκόλλων προστασίας. Ενα δεύτερο μήνυμα αναδύεται από τα σπλάχνα της θερινής ζωής και επιβραβεύει την ηδονιστική εξωστρέφεια μαζί με την αίσθηση χαλάρωσης όλων των κανόνων.
Αυτό, αν το σκεφτούμε, μας κατευθύνει προς τη βασική πολιτιστική αντίφαση της ίδιας της δημοκρατίας και της ζωής σε συνθήκες σχετικά ανεμπόδιστων προσωπικών επιλογών. Η δημοκρατία περιέχει τον νόμο και συγχρόνως τη δυνατότητα της υπονόμευσής του. Κινείται συνεχώς ανάμεσα στις συστάσεις και στην παράβλεψή τους – και μόνο σε έκτακτες περιστάσεις λειτουργεί με μαζικούς διοικητικούς εξαναγκασμούς. Η ασφάλεια ως συνεχής αστυνομική παρουσία φαντάζει αδύνατη σε κοινωνίες πορώδεις και στηριγμένες στην ασαφή περίμετρο της ατομικής ευθύνης. Αν το πνεύμα της απαγόρευσης γενικευόταν, κάθε κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι καταπιέζει τις επιθυμίες των πολιτών ή ότι καταστρέφει τις αγορές. Αν, από την άλλη, η κίνηση της κοινωνίας αφεθεί στις απλές και αδύναμες «συστάσεις», η μαζική έξοδος από τη στενάχωρη κατάσταση που προηγήθηκε θα ξεσπάσει δίχως φραγμούς. Σε αντίθεση με όσους επαναπαύονται στη φράση «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα», πρέπει να αναγνωρίσουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Υπάρχουν τραγικά διλήμματα. Για παράδειγμα, η οικονομία μιας κατεξοχήν τουριστικής χώρας είναι, εξ ορισμού, οικονομία συγχρωτισμού και εν δυνάμει υπερμετάδοσης ενός ιού σαν τον COVID-19. Οι πρακτικές του συνετού αυτοπεριορισμού προσκρούουν σε ένα γιγαντιαίο «ωχ αδελφέ» που προέρχεται από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και των επαγγελματιών. Πώς μπορεί να ρυθμιστεί, με κυβερνητικές αποφάσεις ή πολιτικά μέτρα, αυτή η δύσκολη σχέση;
Σε κοινωνίες σαν τις δικές μας θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η ενότητα στάσης των πολιτών, λ.χ. στη σύνεση και όχι στην αδιαφορία. Παρατηρούμε την αδυναμία της κουλτούρας της δημοκρατικής πειθούς. Ατομα και ολόκληρες ομάδες δεν μπορούν να εννοήσουν τη «σύσταση» παρά ως επιτρεπτική συγκατάνευση για μια ανέμελη κανονικότητα. Το ίδιο το κράτος, όμηρος του φόβου για τα οικονομικά δεδομένα ή για κοινωνικές συγκρούσεις που μπορεί να προέλθουν από την κατάρρευση της αλυσίδας του τουρισμού, οχυρώνεται πίσω από αδύναμες προειδοποιήσεις.Ακόμα όμως και αν η πολιτιστική αντίφαση δεν μπορεί να λυθεί «ριζικά», το κράτος είναι υποχρεωμένο να περάσει από τις συστάσεις στις δεσμεύσεις. Η μείωση των ρίσκων, η παραδειγματική τιμωρία των αντικοινωνικών πρακτικών, ο στιγματισμός των επιχειρήσεων που δεν τηρούν τα πρωτόκολλα είναι κινήσεις που μπορεί να δείξουν πως το «άνοιγμα» της χώρας δεν σημαίνει παραίτηση από την ευθύνη της κοινωνικής προστασίας.
Υπάρχει όμως στο φόντο κάτι άλλο που είναι σοβαρότερο και πρέπει, κάποτε, να γίνει μέρος του δημόσιου διαλόγου και των πολιτικών προσανατολισμών της χώρας: η πολιτιστική αντίφαση οξύνεται και παράγει τέρατα επειδή ακριβώς ο τουρισμός έχει αποκτήσει τόσο ηγεμονική και κεντρική θέση στο κοινωνικό και οικονομικό μας μοντέλο. Μπορεί η γεωγραφία, οι ακτογραμμές, οι παλιές κλίσεις του ελληνικού καπιταλισμού ή άλλοι παράγοντες να ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Τώρα όμως γίνονται αισθητά τα όρια αυτής της «κατασκευής» και κυρίως το πόσο δύσκολη γίνεται η ισορροπία ανάμεσα στην ευζωία του ελληνικού καλοκαιριού και στον έλεγχο της υγειονομικής κατάστασης.
Η κουλτούρα του θέρους και τα πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ είναι σαν τις δύο άκρες της δημοκρατίας όπως τη βιώνουμε στις κοινωνίες μας: η μια άκρη υπενθυμίζει τα όρια, το μέτρο, την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων και της ευάλωτης ζωής. Η άλλη άκρη ξεχνάει, «παρτάρει», ανασηκώνοντας τους ώμους και κατεβάζει τη μάσκα στο πιγούνι ή την πετάει σαν άχρηστο δείγμα μιας μίζερης φάσης.
Το κράτος, στη συγκεκριμένη περίσταση, δεν μπορεί να είναι ουδέτερο ή να αρκείται στον ρόλο του ανήσυχου και προβληματισμένου διαιτητή: πρέπει να κάνει περισσότερα και να επιμείνει στη δημοκρατική αυστηρότητα χωρίς το άγχος της μιας ή άλλης δυσαρεστημένης πελατείας.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.