Πριν τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, οι προσδοκίες που καλλιεργούσε η τότε αξιωματική αντιπολίτευση και τωρινή κυβέρνηση την οδήγησαν στην εξουσία. H οικονομία όμως μετά τις εκλογές και ως την έναρξη της πρόσφατης κρίσης του Covid-19, δεν δείχνει να δέχεται τα μηνύματα που εξέπεμπαν οι προσδοκίες που καλλιεργούσε.
Έτσι, το τελευταίο τρίμηνο 2019 η αύξηση της εγχώριας παραγωγής (του ΑΕΠ) κλείνει με μόνο κατά 1%, όταν τα δυο προηγούμενα τρίμηνα η αύξηση αυτή ήταν κοντά ή άνω του 2,5%. Επίσης το πρώτο τρίμηνο του 2020 κλείνει με ύφεση της τάξης του 1,6% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Παρόμοια εικόνα αναμονής δείχνει και το χρηματιστήριο, το οποίο μετά τα μέσα του Φεβρουαρίου του 2020 –πολύ πριν την κρίση του Κορονοϊού– παρουσιάζει μια έντονη καθίζηση.
Αναλυτικότερα, το χρηματιστήριο κερδίζει έδαφος από τον Ιανουάριο του 2019 (638 μονάδες στις 9/1/2019) καταγράφοντας μια σημαντική άνοδο μετά τις Ευρωεκλογές ως τις 30 Ιουλίου (889 μονάδες στις 30 Ιουλίου), ως έκφραση των προαναφερθεισών προσδοκιών. Κατόπιν γνωρίζει μια νέα κορυφή στα τέλη του Ιανουαρίου (942 μονάδες στις 22 /1/2020), καταγράφοντας ακολούθως καθίζηση μετά τις 17 Φεβρουαρίου (όπου τότε προσέγγισε τις 919 μονάδες) για να σταθεροποιηθεί κάτω από τις 700 μονάδες από τότε ως τα μέσα του Ιουνίου.
Οι πολίτες παρακολουθούν τα τεκταινόμενα και βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής συγκρίνοντας το παρελθόν με το παρόν. Αυτός ο κόσμος με την ψήφο του στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 άσκησε αυστηρότατη κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στα μέτρα πολιτικής του αλλά και στο ύφος της εξουσίας με το οποίο πορεύθηκε.
Όταν όμως μια κυβέρνηση μειώνει την ανεργία, μειώνει τη φτώχεια, σταθεροποιεί την οικονομία κάτω από αντίξοες συνθήκες, βγάζει τη χώρα από τα Μνημόνια, δημιουργεί προσδοκίες για ελάφρυνση των φορολογικών βαρών, αφήνει ταμείο με 37 δις ευρώ και χάνει τις εκλογές, τότε κάτι συμβαίνει, που δεν έχει σχέση πλέον μόνο με τα Μνημόνια.
Η λάθος ανάγνωση των προσδοκιών της μεσαίας τάξης, η υποτίμηση του αφηγήματος της ΝΔ, η εκλογική τακτική, και ιδίως η απουσία καινοτόμων προτάσεων είναι κάποιες από τις αιτίες που ερμηνεύουν την ήττα.
Επίσης, η σκόνη της κακοδιαχείρισης με ό,τι αυτό συνεπάγεται δεν έπαψε να αιωρείται. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, άφησε αναπάντητα ερωτήματα για υποθέσεις όπως αυτής της Βιομηχανίας Ζάχαρης και εκείνης το νέφος της οποίας σκεπάζει τα όσα έγιναν στους κόλπους του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
Η αντιπολιτευτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ αν και στηρίζεται σε άλλο ύφος και σε φρέσκα πρόσωπα, ακόμη δεν έχει την ανταπόκριση που περιμένει. Από την άλλη, η παλαιού τύπου φρασεολογία που χρησιμοποιείται ενίοτε αμφισβητείται από τους πολίτες. Τέλος, ξεπερασμένα παλαιά οργανωτικά πρότυπα και ομάδες επιρροής ατόμων-βαρόνων της πολιτικής δεν εκλείπουν παίζοντας τον ρόλο του βαριδίου παρά της ωστικής δύναμης.
Λείπουν οι νέες καινοτόμες ιδέες έξω από τη μιζέρια του μικρού και μετρίου που διαπερνά όλο το πολιτικό σύστημα της χώρας (Βλ. ΕΔΩ). Κάθε τι μεγαλεπήβολο και εκτός του παραδοσιακού τρόπου σκέψης φοβίζει, δέχεται κριτική από τον κόσμο που έμαθε να ζει σε ένα περιβάλλον ατολμίας και απέχθειας συχνά για το διαφορετικό αν και πιο λειτουργικό και με θεαματικά καλύτερο.
Μεγάλες σε ύψος επενδύσεις που θα παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες –και όχι δρόμους και γεφύρια– τρομάζουν, ενώ οι πόλεις μας κινούνται σε δομές που έχουν ξεπεραστεί ακόμη και από χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. (βλ. αναλυτικότερα μια άλλη στρατηγική ανάπτυξης των επενδύσεων).
Και σε όλο αυτό το κοινωνικοπολιτικό μουδιασμένο περιβάλλον, δυο κόσμοι συγκρούονται. Ο ένας, μέσω της κυβέρνησης, επιδιώκει να δείξει ότι δεν έχει σχέση με το αξιοκατάκριτο παρελθόν του, με εκείνο δηλαδή πριν το 2014, αν και οι πρωταγωνιστές της περιόδου 2009-14 κρατούν τα ηνία της κυβέρνησης σήμερα. Επιδιώκει να προτάξει ένα άλλο πρόσωπο εξουσίας, στο πλαίσιο ενός θολού νεοφιλελευθερισμού.
Ο άλλος κόσμος της προηγούμενης κυβέρνησης, οφείλει να προτάξει κάτι νέο και διαφορετικό από όσα έχουν κουράσει, δραπετεύοντας από τις πρακτικές του παρελθόντος που το οδήγησαν στην αντιπολίτευση. Απομένει τέλος να απομονώσει κατεστημένα και να προσδιορίσει χωρίς φόβο τις αιτίες της ήττας, αποδίδοντας ευθύνες εκεί που πρέπει, για το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2019 όπως και των τοπικών αναμετρήσεων της ίδιας περιόδου.
*Ο κ. Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. Αν. Υπουργός Οικονομικών