Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε την Παρασκευή από βήματος της Βουλής με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, ότι διαθέτει ικανή πλειοψηφία να κυβερνήσει και να εξαντλήσει την τετραετία. Μάλιστα δεσμεύθηκε με τρόπο καθαρό και ευθύ ότι εκλογές θα διεξαχθούν το 2023.
Η δέσμευση αποκτά ξεχωριστή σημασία στις παρούσες συνθήκες, καθώς διαλύει τα όποια σύννεφα πολιτικής αβεβαιότητας που πηγάζει κυρίως από τη συνήθη σεναριολογία των πολλών πολιτικολογούντων στη χώρα, οι οποίοι την επομένη των όποιων εκλογών ονειρεύονται πάλι κάλπες.
Είναι αλήθεια βεβαίως ότι η εκλογική σεναριολογία δεν είναι αβάσιμη στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.
Οι περισσότεροι πρωθυπουργοί υπέκυψαν σε αυτή, σπάνια εξαντλήθηκαν οι συνταγματικές προθεσμίες και στις περισσότερες των περιπτώσεων οι εκλογές προκηρύχθηκαν πρόωρα.
Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία να σπάσει τις συνήθειες και τους ατελέσφορους εκ του αποτελέσματος τακτικισμούς της Μεταπολίτευσης και να πορευθεί με γνώμονα τον σεβασμό στους θεσμούς και τις συνταγματικές προβλέψεις και προθεσμίες.
Το προηγούμενο διάστημα υπήρξαν προτροπές εντός και εκτός του κόμματός του «για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες προκειμένου να απενεργοποιηθεί η νάρκη στην πολιτική σταθερότητα που άφησε πίσω του ο κ. Τσίπρας με την αλλαγή του εκλογικού νόμου και την υιοθέτηση της απλής αναλογικής».
Το επιχείρημα που προβλήθηκε από τους υποβολείς ήταν πως είναι ευκαιρία τώρα που η οικονομία είναι ημιθανής και οι δημοσκοπήσεις βολεύουν να ελευθερωθεί το πολιτικό σύστημα από την απειλή της ακυβερνησίας και απαλλαγμένο από τους όποιους πολιτικούς κινδύνους να εκμεταλλευθεί απερίσπαστο την επόμενη μετά τον κορωνοϊό περίοδο ανάκαμψης και ανάπτυξης.
Ωστόσο το επιχείρημα είναι ασθενές και απολύτως προβληματικό στις σημερινές συνθήκες.
Μόνο και μόνο που αναπτύσσεται στον καιρό της πανδημίας και σε χρόνο αβεβαιοτήτων για τη δημόσια υγεία αρκεί για να καταρριφθεί.
Αλλά ακόμα κι αν γινόταν αποδεκτό, ποιος μπορεί να βεβαιώσει ότι οι πρόωρες εκλογές δεν θα οδηγούσαν σε ακυβερνησία, σε διπλές κάλπες και ένας Θεός ξέρει σε τι αδιέξοδα ακόμη.
Και επιπλέον ποιο το όφελος στην περίπτωση που όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν για την κυβέρνηση.
Ενας χρόνος εξουσίας επί της ουσίας, συνοδευόμενος ωστόσο από το βάρος του τυχοδιωκτισμού.
Αντιθέτως, επιμένοντας στη θεσμική οδό έχει την ευκαιρία επαύξησης των αποθεμάτων αξιοπιστίας και ενίσχυσης της πληγωμένης Δημοκρατίας μας.
Αυτή μπορεί να είναι μια πραγματική και ουσιαστική ευκαιρία για τον κ. Μητσοτάκη, να αποδείξει ότι κινείται πέρα και έξω από τους τακτικισμούς της Μεταπολίτευσης, ότι σέβεται πραγματικά τους θεσμούς και απασχολείται αποκλειστικά με την εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων και σκοπών.
Αν αντέξει, αν δεν υποκύψει στις σύγχρονες Σειρήνες, ίσως αφήσει σοβαρή πολιτική παρακαταθήκη για το μέλλον και ένα παράδειγμα σπάνιο και αλλιώτικο.